Το φιλμ παρακολουθεί τη ζωή του μικρού Γιουσούφ που ζει με τους γονείς του σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Τουρκίας. Το γειτονικό δάσος, τόπος μυστηρίου και περιπέτειας στα παιδικά μάτια και η σχέση του μικρού ήρωα με τον μελισσοκόμο πατέρα του συνθέτουν την ομορφιά μιας ταινίας που κερδίζει τους θεατές με την απλότητα και τον λυρισμό της. Ο Σεμίχ Καπλάνογλου μας μίλησε στην Αθήνα για την τέχνη, τη σύγχρονη Τουρκία και την άνθηση του τουρκικού κινηματογράφου.
Περιμένατε να πάρετε τη «Χρυσή Αρκτο»;
«Φυσικά και δεν το περίμενα. Είχε, ήδη, επιλεγεί η ταινία για το διαγωνιστικό πρόγραμμα, αλλά δεν είχα πει λέξη στη μητέρα μου. Εκείνη που "διαβάζει" το φλιτζάνι του καφέ, μου είπε μια μέρα: "Σε βλέπω να κρατάς στα χέρια σου μια αρκούδα". Τη ρώτησα για το χρώμα της, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει... Οταν πήρα το βραβείο μού τηλεφώνησε χαρούμενη: "Είδες; Το ήξερα εδώ και τρεις μήνες"».
Πώς θας συστήνατε με δυο λόγια την ταινία σας;
«Θα την όριζα ως το ταξίδι στην ψυχή ενός ποιητή. Με ενδιέφερε να δω με τι βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο ένας ποιητής όταν είναι παιδί, πώς βλέπει τα αντικείμενα και τη φύση, πώς βιώνει τις λέξεις όταν τις μαθαίνει. Κάθε ποιητής σπάει τη δομή της γλώσσας. Τα παιδιά κάνουν το ίδιο. Αυθόρμητα και με μεγαλύτερη ευκολία συνδέουν διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Οταν μεγαλώσουν βέβαια τα ξεχνούν, αλλά ένας ποιητής δεν τα ξεχνάει ποτέ, από εκεί ξεκινά η αγωνία του».
Η φύση κυριαρχεί στις ταινίες σας. Ποια σημασία τής αποδίδετε;
«Θέλησα να πω και ορισμένα πράγματα και για την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Πριν διακόσια, τριακόσια χρόνια ζούσαμε αρμονικά μέσα στη φύση. Σήμερα εξαφανίζουμε τη φύση και τους εαυτούς μας. Δεν λέω να επιστρέψουμε στο παρελθόν, ούτε νοσταλγώ κάτι, αλλά ότι οφείλουμε να δούμε τι αφήσαμε πίσω μας».
Κάποιος κυνικός θα έλεγε ότι το σινεμά σας, ποιητικό, χωρίς θεαματική δράση, συγκαταλέγεται στις «μειονότητες» της παγκόσμιας κινηματογραφικής παραγωγής.
«Ισως να ανήκω σε "μειονότητα". Νιώθω ότι ο Ντράγιερ, ο Οζου, ο Ταρκόφσκι, αλλά και ο Αγγελόπουλος αποτελούν μια μεγάλη αλυσίδα δημιουργών. Αυτούς θεωρώ οικογένειά μου, γιατί μου δίδαξαν πολλά. Σκέφτηκαν αρκετά στο πώς μπορούν να μιλήσουν μέσω του κινηματογράφου για την ψυχή του ανθρώπου. Δεν δυσκολεύομαι, πάντως, να κάνω σινεμά, γιατί οι ταινίες μου δεν κοστίζουν πολλά. Είναι σημαντικό να μπορεί κάποιος μέσα σε αυτήν τη "βαβούρα" εικόνων και ήχων να στρέφει το βλέμμα του σε ανάλογες ταινίες».
Η τουρκική ταυτότητα, με την ευρύτερη έννοια, αναγνωρίζεται στο σινεμά σας;
«Στη χώρα μας συμβιώνουν διαφορετικοί λαοί και πολιτισμοί. Ως μουσουλμάνος προσπαθώ να συνδεθώ ξανά με αυτό το πολιτισμικό κομμάτι της Τουρκίας. Στην ουσία όλες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι κοινές. Γεννήθηκα στη Σμύρνη, σ' ένα σπίτι που είχε φτιάξει Ελληνας αρχιτέκτονας. Θυμάμαι ακόμη στο πατρικό μου τα κενά στον τοίχο για τα ορθόδοξα εικονοστάσια. Οι γείτονές μας ήταν Ελληνες κι εβραίοι και συμβιώναμε αρμονικά. Αυτή τη συνύπαρξη θεωρώ πλούτο μας. Η Τουρκία τα τελευταία ογδόντα με ενενήντα χρόνια έμοιαζε να ζει σε συνθήκες ενός ανελεύθερου, κομμουνιστικού καθεστώτος. Τώρα έπεσε το "Τείχος". Βλέπουμε τι υπάρχει στα χαλάσματα και πρέπει να μιλήσουμε».
Πώς ερμηνεύετε την άνθηση και τη διεθνή απήχηση του τουρκικού σινεμά;
«Η βοήθεια από το κράτος είναι μηδαμινή, μικρότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Την άνθηση του κινηματογράφου τη συνδέω με τις αλλαγές που γίνονται στην Τουρκία την τελευταία δεκαετία, με το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να εκφράζονται πια με μια σχετική ελευθερία». *
No comments:
Post a Comment