- ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
Η δοσμένη με ποίηση και λυρισμό, βραβευμένη με τη Χρυσή Αρκτο του Βερολίνου, ταινία «Μέλι» του Τούρκου Σεμίχ Καπλάνογλου (με την οποία κάνει επίσημη έναρξη απόψε το 23ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ενώ από αύριο αρχίζει να προβάλλεται στο «Αστυ») ξεχωρίζει αυτή την εβδομάδα.
Στο υπόλοιπο πρόγραμμα: η ισπανική «Στην πόλη της Σίλβια» του Χοσέ Λουίς Γκέριν, το γκανγκστερικό θρίλερ «The town» του Μπεν Αφλεκ, η «Σκοτεινή καρδιά» του Φίλιπ Ρίντλεϊ, η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, η ταινία τρόμου «Τρισδιάστατη απόδραση» του Αντερσον και το ελληνοαμερικανικό μελόδραμα «Χωρίς σύνορα» του Νικ Γκαϊτατζής.
Bal. Τουρκία, 2010. Σκηνοθεσία: Σεμίχ Καπλάνογλου. Σενάριο: Σεμίχ Καπλάνογλου, Ορτσούν Κοκσάλ. Ηθοποιοί: Μπόρα Αλτας, Ερντάλ Μπεσικτσίογλου, Τούλιν Οζέλ. 103'
****
Σ' ένα ορεινό χωριό της Ανατολίας, ένα 6χρονο αγόρι προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και τα προβλήματά του, σε μια όμορφη, ελεγειακή ταινία, δοσμένη με ποίηση και λυρισμό - Χρυσή Αρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Με το «Μέλι», ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου κλείνει την τριλογία του που είχε αρχίσει με «Το αβγό» και συνέχισε με «Το γάλα». Η τριλογία καταπιάνεται με την οικογενειακή ζωή και τα καθημερινά προβλήματα των φτωχών, απλών ανθρώπων. Ηρωας και στις τρεις ταινίες είναι ο Γιουσούφ, που τη ζωή του παρακολουθούσαμε αντίστροφα χρονολογικά, ξεκινώντας, στην πρώτη ταινία, όταν σε ηλικία 40 χρονώ επέστρεφε στο χωριό, σε μια ορεινή περιοχή της Ανατολίας, για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του. Στη δεύτερη παρακολουθούσαμε τις πρώτες λογοτεχνικές επιτεύξεις του 18χρονου Γιουσούφ στο χωριό του και τα διάφορα προβλήματα με τη μητέρα του.
Τώρα, στο «Μέλι», ο Γιουσούφ (πολύ ωραία ερμηνεία από τον Μπόρα Αλτας) είναι ένα 6χρονο, ξεχωριστό παιδί, που γνωρίζει πολλά απ' όσα έχουν σχέση με το δάσος και τις μέλισσες. Τα μαθαίνει από το μελισσοκόμο πατέρα του, Γιάκομπ, στις περιπλανήσεις τους μέσα στο μαγικό για τον μικρό δάσος, για να στήσουν τεχνητές κυψέλες στις κορφές των δέντρων. Το μοναδικό πρόβλημα με τον Γιουσούφ είναι ότι τραυλίζει -αντίθετα, μιλά κανονικά, όταν ψιθυρίζει- πράγμα που του προκαλεί δυσκολίες στο σχολείο.
Ο Καπλάνογλου έφτιαξε την ελεγεία μιας απλής, τραγικής οικογένειας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις καθημερινές δουλειές της - ο πατέρας με τις μέλισσες αλλά και τις διάφορες ξυλουργικές απασχολήσεις του, η μητέρα στο χωράφι και ο μικρός Γιουσούφ στο σχολείο, να προσπαθεί να κερδίσει ένα από τα βραβεία που ο δάσκαλος μοιράζει καθημερινά σ' όποιον διαβάσει σωστά το κείμενό του. Ο Καπλάνογλου αντλεί από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες για να φτιάξει μια ταινία γύρω από έναν κόσμο που σταδιακά έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Εναν κόσμο που από τη μια έχει τις αναμφισβήτητες αρετές του (μια πιο ανθρώπινη ζωή κοντά στη φύση, η στενή σχέση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, καθώς και οι διάφορες παραδόσεις) αλλά και τα ελαττώματά της (ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας).
Ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία του μικρού του ήρωα χρησιμοποιώντας ένα «μαγικό ρεαλισμό», συγγενικό μ' εκείνον στις ταινίες του Ταρκόφσκι, και, παρά τον ηθελημένα αργό ρυθμό της, η ταινία του έχει έναν εσωτερικό ρυθμό, που σταδιακά σε παρασύρει. Το ρυθμό χαρακτηρίζουν η ποίηση και ο λυρισμός, στοιχεία που τόσο μας λείπουν σήμερα από το σύγχρονο κινηματογράφο.
En la ciutad de Sylvia. Ισπανία/Γαλλία, 2007. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χοσέ Λουίς Γκέριν. Ηθοποιοί: Πιλάρ Λοπέζ ντε Αγιάλα, Χαβιέ Λαφίτ. 84'
***
Ενας νέος άντρας αναζητά σε μια ξένη πόλη τη μυστηριώδη γυναίκα που αγάπησε, σε μια δοσμένη με χιούμορ και ειρωνεία ταινία, γύρω από τη δύναμη του έρωτα αλλά και τις γυναίκες.
Ο έρωτας και η δύναμή του (μαζί και η ελαφρότητά του) είναι στο επίκεντρο της ισπανικής αυτής ταινίας του γνωστού κάμεραμαν και ντοκιμαντερίστα Χοσέ Λουίς Γκέριν. Αφηγείται την περιπλάνηση ενός νεαρής ηλικίας ξένου (Χαβιέ Λαφίτ), που φτάνει σε μια γαλλική πόλη σε αναζήτηση της γυναίκας που είχε γνωρίσει πριν από τρία χρόνια. Ο ξένος κάθεται σ' ένα καφέ και περιμένει, κοιτάζει γύρω του, ψάχνει, μελετά τους ανθρώπους που περνούν, ιδιαίτερα τις γυναίκες. Κάποια στιγμή βλέπει να περνά μία που μοιάζει με τη Σίλβια, αυτήν που αναζητά. Την πλησιάζει και της μιλά, εκείνη όμως αρνείται πως είναι η γυναίκα που ψάχνει. Χωρίζουν και ο ξένος συνεχίζει να αναζητά τη μυστηριώδη γυναίκα, που αγάπησε και που δεν μπορεί να ξεχάσει.
Η δύναμη του βλέμματος, όπως και το βλέμμα της κάμερας, είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στην ταινία. Το βλέμμα που αναζητά ασταμάτητα τη μυστηριώδη γυναίκα, και που μας κάνει να βλέπουμε, όπως κι αυτό, τα πράγματα από μια άλλη, πρωτότυπη, συναρπαστική πλευρά. Ο Γκέριν ξέρει να χρησιμοποιεί την κάμερα με διεισδυτικότητα, χιούμορ αλλά και ειρωνεία και να δημιουργεί τη μαγεία εκείνη που κρατά το θεατή καρφωμένο, γεμάτο περιέργεια αλλά και θαυμασμό, στη θέση του. Μια όμορφη «δήλωση αγάπης για τον κινηματογράφο και για τις γυναίκες», όπως πολύ εύστοχα χαρακτήρισε ο ίδιος την ταινία του. Αλλά και φόρος τιμής σε σκηνοθέτες όπως οι Φρίντριχ Μουρνάου, Γιασουτζίρο Οζου, Ζακ Τατί και Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Μπεν Αφλεκ. Σενάριο: Πίτερ Κρεγκ, Μπεν Αφλεκ, Ααρόν Στόκαρτ. Ηθοποιοί: Μπεν Αφλεκ, Ρεμπέκα Χολ, Τζον Χαμ, Τζέρεμι Ρένερ, Μπλέικ Λάιβλι, Πιτ Πόσλγουεϊτ, Κρις Κούπερ. 125'
***
Ο αρχηγός μιας συμμορίας ληστών τραπεζών ερωτεύεται τη γυναίκα που η συμμορία του κρατάει για ένα διάστημα όμηρο, στο καλογυρισμένο, ατμοσφαιρικό θρίλερ που σκηνοθέτησε ο ηθοποιός/πρωταγωνιστής της ταινίας, Μπεν Αφλεκ.
Ηδεύτερη αυτή ταινία που σκηνοθέτησε ο Μπεν Αφλεκ είναι ένα αρκετά ρεαλιστικό αστυνομικό θρίλερ, με τον ίδιο να ερμηνεύει τον Νταγκ ΜακΚρέι, αρχηγό μιας συμμορίας που ληστεύει τράπεζες. Ομως όταν αργότερα καταφέρνει να γνωρίσει μια νέα γυναίκα (Ρεμπέκα Χολ), που η συμμορία του την είχε πιάσει όμηρο στη διάρκεια μιας ληστείας, αρχίζει να την ερωτεύεται, με αποτέλεσμα τα πράγματα να ξεφύγουν από τον έλεγχό του, ιδιαίτερα όταν επεμβαίνει το φιλαράκι και στενός συνεργάτης του, Τζεμ (Τζέρεμι Ρένερ).
Χωρίς να φτάνει στο επίπεδο της προηγούμενης σκηνοθεσίας του, του σκοτεινού -άδικα παραγνωρισμένου- φιλμ νουάρ «Gone Baby, Gone», το «Town» είναι ένα αρκετά καλογυρισμένο θρίλερ, με ωραία ατμόσφαιρα (σ' αυτήν παίζει σημαντικό ρόλο και ο τρόπος κινηματογράφησης της Βοστόνης, όπου δρα η συμμορία), σωστό ρυθμό και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς. Ο Αφλεκ εμπνέεται από τις κλασικές γκανγκστερικές ταινίες για να φτιάξει τη «νουάρ» ατμόσφαιρά του. Είναι όμως και σκηνές (ιδιαίτερα εκείνες των συγκρούσεων της συμμορίας με την αστυνομία) που αισθάνεσαι το βάρος των στούντιο και την υποχώρηση του σκηνοθέτη στις απαιτήσεις των μεγάλων παραγωγών.
Heartless. Βρετανία, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φίλιπ Ρίντλεϊ. Ηθοποιοί: Τζιμ Στέρτζες, Κλεμάνς Ποεζί, Τίμοθι Σπολ, Νόελ Κλαρκ. 114'
**½
Το ρεαλιστικό μπλέκεται με το φανταστικό στην ιστορία ενός σημαδεμένου στο πρόσωπο νεαρού -σύγχρονου Φάουστ- που κάνει μια επικίνδυνη συμφωνία με τον διάβολο για να του δώσει ένα ωραίο πρόσωπο.
Μια σύγχρονη, ιδιαίτερα μαύρη εκδοχή του Φάουστ, είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης με 5 βραβεία στο φεστιβάλ φανταστικού κινηματογράφου του Fantasporto, ταινίας «Heartless» του Φίλιπ Ρίντλεϊ («Το διάφανο δέρμα»). Ο νεαρός ήρωάς του, Τζέιμι Μόργκαν (ένας απρόσμενα πολύ καλός Τζιμ Στέρτζες, που είχαμε απολαύσει στο «Across the Universe»), έχει γεννηθεί με ένα, σε σχήμα καρδιάς, σημάδι στο πρόσωπο, που τον κάνει να αισθάνεται απόβλητος. Δέχεται την πρόταση ενός σύγχρονου Μεφιστοφελή, που παρουσιάζεται ως «προστάτης άγιος της τυχαίας ωμότητας», να του δώσει ένα ωραίο πρόσωπο με ένα φαινομενικά ασήμαντο αρχικά αντάλλαγμα. Αποτέλεσμα, ο Τζέιμι ν' αλλάξει τη στάση του απέναντι στους άλλους ανθρώπους, αν και πολύ σύντομα θ' ανακαλύψει πως το τίμημα που έχει να πληρώσει για τη μεταμόρφωσή του είναι πολύ πιο μεγάλο και επικίνδυνο.
Παρά τις κάποιες ασάφειες σε ορισμένες σκηνές, ο Ρίντλεϊ συνδυάζει με δεξιοτεχνία το ρεαλιστικό με το φανταστικό για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, που φέρνει στο νου τον κόσμο των ταινιών του Ντέιβιντ Λιντς. Στο πνεύμα αυτό χρησιμοποιεί και τους χώρους, από τα άχαρα, μαύρα κτίρια στις φτωχικές συνοικίες του ανατολικού Λονδίνου, μέχρι τους άδειους, εγκαταλειμμένους χώρους, αλλά και τα σκοτεινά σοκάκια, όπου μαζεύονται οι ανήλικοι εγκληματίες και τα διάφορα σατανικά φρικιά, που κυνηγούν το νεαρό ήρωα.
Ελλάδα, 2010. Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας. Σενάριο: Σύλλας Τζουμέρκας και Γιούλα Μπούνταλη. Ηθοποιοί: Αμαλία Μουτούση, Θάνος Σαμαράς, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Ερρίκος Λίτσης, Μαρία Καλλιμάνη. 111'
**
Τα διάφορα προβλήματα μιας οικογένειας παραλληλίζονται με την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα σε μια άνιση σκηνοθετικά ταινία. Καλές οι περισσότερες ερμηνείες.
Για την ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Σύλλα Τζουμέρκα έγραψα αρχικά στην ανταπόκρισή μου από το πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας. Πρόκειται για τη μικρή τραγωδία μιας σύγχρονης ελληνικής μικροαστικής οικογένειας, στην οποία παίζονται διάφορα δράματα: μία από τις γυναίκες είναι νευρωτική, ο παππούς για κάποιο ανεξήγητο λόγο θέλει ν' αυτοκτονήσει, το ίδιο θέλει αργότερα και ένα από τα εγγόνια, ενώ για ορισμένα άλλα οι λόγοι παραμένουν αξεδιάλυτοι.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να συνδυάσει το οικογενειακό δράμα με τη γύρω πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, αν και όχι πάντα με επιτυχία, ενώ τα επίκαιρα, όπως εκείνα από σύγχρονες πολιτικές διαμαρτυρίες, δεν δένουν με τις διαμαρτυρίες στη διάρκεια των Ιουλιανών γεγονότων και της χούντας που ακολούθησε. Ακόμη, το πολύπλοκο στιλ που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης μοιάζει συχνά εμβόλιμο. Ενώ η επιμονή του στις υπερβολικά χρησιμοποιημένες σκηνές της ανάλυσης του εθνικού ύμνου καταντά διδακτική. Αντίθετα, οι εικαστικά φροντισμένες σκηνές, οι ρεαλιστικοί (α λα Γιάννη Οικονομίδη) διάλογοι και ο γρήγορος ρυθμός είναι στα θετικά στοιχεία της ταινίας.*
RESIDENT EVIL: ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ (Resident Evil: Afterlife 3D).
ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πολ Γ.Σ. Αντερσον. Ηθοποιοί: Μίλα Γιόβοβιτς, Αλι Λάρτερ, Κιμ Κόουτς. 90'
Στο τρίτο, τρισδιάστατο σίκουελ του «Resident Evil» (2002), η Μίλα Γιόβοβιτς συνεχίζει τον αγώνα της ενάντια στους ζωντανούς-νεκρούς που έχουν κατακλύσει τον πλανήτη μας. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται σε μια, πολιορκημένη από αμέτρητα ζόμπι, φυλακή του Λος Αντζελες. Ο Αντερσον χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ των ταινιών του είδους, χωρίς όμως καμιά ξεχωριστή φαντασία.
ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ. Ελλάδα/ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Νικ Γκαϊτατζής. Ηθοποιοί: Γιώργος Βογιατζής, Γιώργος Χωραφάς, Δωροθέα Μερκούρη, Σίμουρ Κασέλ, Σπύρος Παπαδόπουλος.
Ελληνοαμερικανικό μελό, με ήρωα έναν καλοκάγαθο πλανόδιο πωλητή που αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός πεντάχρονου κοριτσιού, όταν η μετανάστρια Ρωσίδα μητέρα της φεύγει για την Αμερική. Κάποτε όμως η παντρεμένη πια μητέρα επιστρέφει για να πάρει το κοριτσάκι της μαζί της, στην Αμερική, και ο στενοχωρημένος πωλητής αποφασίζει να πάει στην Αμερική για να ξαναδεί το «παιδί του»...
No comments:
Post a Comment