«Από τα 15 μου με θυμάμαι ή να είμαι με κάποιον ή να τα χαλάω με κάποιον. Θέλω πια να είμαι μόνη»: το παράπονο της
Τζούλια Ρόμπερτς στον ρόλο της 40something δημοσιογράφου, κεντρικής ηρωίδας της ταινίας του
Ράιαν Μέρφι «Εat, pray, love» (ΗΠΑ, 2010). Αποφασίζει λοιπόν να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση. Κλωτσά την ασφάλεια και τη σιγουριά και αφιερώνεται ολότελα στον εαυτό της. Η μία «τρέλα» μετά την άλλη. Παρατά άντρα και δουλειά, παρατά και τον νεαρό γκόμενο (
Τζέιμς Φράνκο ) και φεύγει. Για τα ξένα. Στην Ιταλία την περιμένουν μακαρονάδες και πίτσες, στην Ινδία θα βρει τα θεία και στο Μπαλί τον αληθινό έρωτα.
Ανασκόπηση, αναθεώρηση, ανακατάταξη αλλά και... ανία. Γιατί όσο όμορφη και να παραμένει στα 43 της η Ρόμπερτς, η παρουσία της στην κινηματογραφική μεταφορά του μπεστ σέλερ της
Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ δεν αρκεί ώστε να βοηθήσει την ταινία να ξεφύγει κάπως, τόσο δα βρε παιδί μου, από το πρώτο επίπεδο του τουριστικού οδηγού. Γυρισμένη σε φυσικούς χώρουςτην υπερδραστήρια Νέα Υόρκη, την κοσμοπολίτική Ρώμη, τη χαοτική Ινδία και το εξωτικό Μπαλί-, η ταινία μοιάζει με λεύκωμα ατελείωτων καρτ ποστάλ στα οποία η Ρόμπερτς χάνεται. Ενδεχομένως το φιλμ να γίνει ο παράδεισος της σαραντάρας (αμφιβάλλω για την απήχησή του στους άντρες). Κανείς δεν αμφισβητεί την αρτιότητά του στους τεχνικούς τομείς: λαμπερή φωτογραφία, ηλιόλουστα ντεκόρ κ.λπ. Στο τέλος όμως έχει την αίσθηση ότι η διήρκεσε ημέρες- αντί για δύο ώρες και 13 λεπτά.
Στη θεωρία, το «Δόλωμα γένους θηλυκού» («Stone», ΗΠΑ, 2010) του
Τζον Κουράν δείχνει ταινία μεγάλων προσδοκιών. Μια δεκαετία μετά το «Score», ο
Ρόμπερτ Ντε Νίρο συναντά ξανά τον
Εντουαρντ Νόρτον στη μεγάλη οθόνη. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται για περιπέτεια με κλέφτες και αστυνόμους, αλλά για ένα δράμα χαρακτήρων που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν αστυνομικό (Ντε Νίρο) και έναν κατάδικο για εμπρησμό (Νόρτον).
Ο πρώτος θα πρέπει να αποφασίσει αν ο δεύτερος είναι σε θέση να αποφυλακιστεί. Περιμένεις λοιπόν να δεις ερμηνείες τουλάχιστον για Οσκαρ. Τελικά απογοητεύεσαι από την έλλειψη χημείας ανάμεσα στις δύο κορυφές, η οποία μάλιστα επηρεάζει τον ρυθμό της ταινίας. Οσο παράξενο και αν ακουστεί, το μόνο πρόσωπο που ξεχωρίζει εδώ είναι η
Μίλα Γιόβοβιτς στον ρόλο της υπερσεξουαλικής γυναίκας του φυλακισμένου, που θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να τον απελευθερώσει.
- Εφθασε ως τον καναπέ της Οπρα
Τo μυθιστόρημα «Εat, pray, love» έκανε θραύση στις ΗΠΑ στην πρώτη έκδοσή του. Παρέμεινε στη λίστα των μπεστ σέλερ των «Τimes» της Νέας Υόρκης για παραπάνω από δύο χρόνια- το 2008 είχε πέσει μόλις στη δεύτερη θέση! Η επιτυχία του έφερε μάλιστα την
Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ (φωτογρα φία) στον καναπέ της
Οπρα Γουίνφρεϊ, βοηθώντας τη να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα. Στην Ελλάδα το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Μίνωας με υπότιτλο «Η ζωή περιμένει να την απολαύσεις» και βρίσκεται ήδη στη 10η χιλιάδα. Κοστίζει 16,50 ευρώ.
- Οι νοστιμιές της Αθήνας, η βία της Μελβούρνης και ένα φέρετρο
Μετά το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» και το «ΑθήναΚωνσταντινούπολη», τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» ολοκληρώνουν με γλυκό χαμόγελο την «αθηναϊκή τριλογία» του σκηνοθέτη
Νίκου Παναγιωτόπουλου. Μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του
Σωτήρη Δημητρίου, η ταινία είναι μια ανέμελη περιήγηση στη σύγχρονη Αθήνα με ξεναγό έναν αλαφροΐσκιωτο τύπο που ονομάζεται Καρπουζοκέφαλος (
Νίκος Κουρής ) και θυμίζει παραλλαγή του Σαρλό.
Πρόκειται για τον ήρωα του βιβλίου που γράφει ένας απομονωμένος συγγραφέας (
Λευτέρης Βογιατζής ). Ο συγγραφέας σκέφτεται φωναχτά απευθυνόμενος στην αλλοδαπή καθαρίστριά του (
Αλεξία Καλτσίκη ) και οι σκέψεις του αντανακλώνται στις βόλτες του Καρπουζοκέφαλου. Διασκεδάζει με το να ενεργοποιεί συναγερμούς αυτοκινήτων, δουλεύει τους αστυνομικούς, φλερτάρει με θηλυκές οπτασίες (σκέτο κεράσι σε σώμα ανθρώπου η
Ελευθερία Γεροφωκά ). Σταθμοί του, σημεία της Αθήνας με οπωροφόρα. Οι φραγκοσυκιές του Λυκαβηττού- το πιο άγριο και ελεύθερο φρούτο-, οι μουριές, οι μηλιές, το μπελαλίδικο ρόδι. Μια βόλτα χωρίς αφετηρία, χωρίς προορισμό, χωρίς καν συγκεκριμένο σκοπό, που την αντιμετώπισα ως ένα ευχάριστο διάλειμμα μέσα στην αφόρητη ζωή μιας δυσλειτουργικής πόλης. Τώρα που το σκέφτομαι, συμπαθούσα λιγότερο την Αθήνα πριν από αυτή την ταινία. Αν η Αθήνα του Παναγιωτόπουλου βγάζει τη γλύκα μιας μεγαλούπολης, η Μελβούρνη των «Ευλογημένων ψυχών» («Βlessed», Αυστραλία, 2009) της
Αννας Κόκκινος εκπέμπει απειλή και βία. Ιστορίες γύρω από μανάδες και τα παιδιά τους πλάθουν τον κόσμο της ταινίας που σκηνοθέτησε η ελληνικής καταγωγής αυστραλέζα σκηνοθέτις. Στηριγμένη σε θεατρικό έργο και μοιρασμένη σε δυο μεγάλα κεφάλαια («Τα παιδιά», «Οι μητέρες»), η ταινία παρακολουθεί μια μέρα από τη ζωή κάποιων παιδιών της εργατικής κυρίως τάξης και την ίδια ημέρα από την πλευρά των μανάδων τους. Αποξένωση, μοναξιά, διαλυμένα σπίτια, εθισμοί στα ναρκωτικά, αρρωστημένοι τζογαδόροι, διαδικτυακή πορνογραφία, τραγικοί θάνατοι από μοιραία ατυχήματα... Τίποτε δεν μοιάζει να λείπει από αυτή την υπερφορτωμένη, απελπιστικά δυσάρεστη αλλά και γοητευτική στην κινηματογράφησή της ταινία, ατού της οποίας είναι η ανήσυχη σκηνοθετική ματιά και οι ερμηνείες (
Φράνσες Ο΄ Κόνορ, Μιράντα Οτο, Βικτώρια Χαραλαμπίδου κ.ά.)
Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσεις σασπένς γυρίζοντας μια ταινία εξ ολοκλήρου (και το εννοώ) μέσα σε μια κάσα; Καθόλου. Ωστόσο ο
Ροντρίγκο Κορτές τα κατάφερε στο «Βuried» (2010, ΗΠΑ). Ολο το φιλμ είναι περιορισμένο στο εσωτερικό μιας κάσας. Εκεί βρίσκεται εγκλωβισμένος ένας Αμερικανός (
Ράιαν Ρέινολντς ), χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Ο μίτος της Αριάδνης ξετυλίγεται αργά, μεθοδικά και αρκετά σαδιστικά. Ολα δείχνουν ότι ο νεαρός είναι όμηρος τρομοκρατών...
Τα εργαλεία του σκηνοθέτη είναι ελάχιστα. Ενας αναπτήρας Ζίπο για φως, ένα κινητό τηλέφωνο για την επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Η ταινία γεμίζει από τις αντιδράσεις του Ρέινολντς (επιτέλους, μια ερμηνεία του που θα θυμόσαστε) και από κάποια ευρήματα τα οποία δεν θα προδώσουμε για να μη χαλάσουμε την έκπληξη, που θα αφήσει ικανοποιημένους τους φίλους του θρίλερ- αρκεί να μην πάσχουν από κλειστοφοβία. Προβάλλεται επίσης η χοντροκομμένη μπανάλ κωμωδία «Βρικόλακες για κλάματα» («Vampires suck», ΗΠΑ, 2010) σε σκηνοθεσία
Τζέισον Φρίντμπεργκ ,
Ααρον Σέλτζερ, οι οποίοι παρωδούν τις ταινίες του «Λυκόφωτος».
No comments:
Post a Comment