Επτά σε σύνολο οι ταινίες της εβδομάδας. Μεταξύ αυτών μια μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, ιταλική παραγωγή φαντασίας και κινούμενων σχεδίων από το 2007 που έχει τίτλο «WINX CLUB: Το μυστικό του χαμένου βασιλείου» και ένα ιρλανδικό δράμα του Νιλ Τζόρνταν από το 2010 με τίτλο «Ondine». Για τις υπόλοιπες πέντε υπάρχουν κατά τι εκτενέστερες αναφορές. Θα έπρεπε ίσως να αναφέρουμε ότι η ταινία του Ζαν Ρενουάρ «Η Ελενα και οι άνδρες της» από το 1956 παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα...
ΚΡΙΤΙΚΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
ΧΑΡΑΛΝΤ ΖΟΥΑΡΤ: Karate kid
«Η ζωή μάς γονατίζει, όμως εμείς μπορούμε να επιλέξουμε να σηκωθούμε ή όχι» Αυτό είναι το μότο της ταινίας, επίκαιρο σήμερα όσο ποτέ. Και η φράση παίρνει περιεχόμενο από τα λόγια του δάσκαλου, από συμβουλές για το πώς κάποιος θα σηκωθεί και θα προετοιμάσει σε προσωπικό - και γιατί όχι συλλογικό - επίπεδο την αναμέτρηση. Οποιαδήποτε αναμέτρηση.
Ο κόσμος άλλαξε από το 1984, που το πρώτο «Karate kid» μετακόμισε στην Καλιφόρνια όπου συνάντησε τον Γιαπωνέζο μέντορά του. Ο δωδεκάχρονος Ντρε - πανέμορφος και χαρισματικός ο μικρός Τζέιντεν, γιος του Γουίλ Σμιθ - θέλει δε θέλει υποχρεούται το 2010 να μετακομίσει από το Ντιτρόιτ στο Πεκίνο γιατί η αυτοκινητοβιομηχανία που δούλευε η μητέρα του έβαλε λουκέτο στις εκεί εγκαταστάσεις κι έθεσε το δίλημμα: Πεκίνο ή ανεργία. Ως project, αυτό το αμερικανο-κινέζικο «Karate kid» γυρισμένο στην Κίνα, είναι ενδιαφέρον δείγμα των διαθέσεων της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας που ψάχνει ανοίγματα, πατήματα και συνεργασίες ώστε να εισβάλει για τα καλά σε καινούριες, κερδοφόρες, πλατιές αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται ...
Το ριμέικ του 2010 έχει καλές ερμηνείες με τον Τζάκι Τσαν να δικαιούται το μερίδιο του λέοντος. Με τσαλακωμένη μπλε εργατική φόρμα και χωμένος στο καπέλο που του κρύβει το μισό πρόσωπο, ο βετεράνος κατορθώνει να δώσει στο ρόλο του κ. Χαν σάρκα και οστά. Ο σκηνοθέτης φρόντισε να βγάλει ένα φιλμ ελκυστικό - και τουριστικό.
Δελεαστικές, πολύχρωμες στιγμές συγχρονισμένης συλλογικής άθλησης. Περιηγητικές αποκαλύψεις: Γωνιές, σοκάκια, θέατρο σκιών και γαστρονομικές λιχουδιές στην «Απαγορευμένη Πόλη» του Πεκίνου. Πορτρέτα της ανερχόμενης δυτικότροπης κινέζικης μπουρζουαζίας - ο σκηνοθέτης τα αντιμετωπίζει με πολλή συμπάθεια. Καταπράσινες βουνοκορφές, φαντασμαγορικό φυσικό κάλλος, ιδιαίτερα στο αξιοθέατο «Πηγάδι του Δράκου» και φυσικά το μεγαλοπρεπές Σινικό Τείχος - καταπληκτικές οι λήψεις από ελικόπτερο. Το χαρακτηριστικό της ταινίας είναι η τρυφερή, διαπαιδαγωγική της διάθεση.
Η γοητευτικά χρήσιμη λειτουργία της σε ένα νεανικό κοινό το οποίο καλό θα είναι να διδαχθεί πώς κατακτιέται ο αυτοσεβασμός, η γνώση, η πειθαρχία... αλλά και αξίες όπως η αλληλεγγύη, το δίκιο, ο αγώνας ή αξίες όπως η ξεκούραση (γιατί πολύ από κάτι τέτοιο δεν είναι καλό), η θέληση, η πίστη, η επιμονή, η συγκέντρωση - και όχι αυτοσυγκέντρωση...
Ο Ντρε δεν είναι ευτυχής στο Πεκίνο. Δεν καταλαβαίνει λέξη, το σχολείο έχει περίεργους κανόνες και με το που πάτησε το πόδι του στην πόλη μια παρέα συνομήλικων αθλητών Κουνγκ Φου τον έβαλε στο μάτι. Και έχει τύχη βουνό, σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται την κρίσιμη στιγμή ο σιωπηλός διαχειριστής της πολυκατοικίας ο κ. Χαν, που είναι δάσκαλος στο Κουνγκ Φου και τον υπερασπίζεται, υποσχόμενος στους αντιπάλους τελεσίδικη αναμέτρηση του Ντρε μαζί τους, σε επικείμενο τουρνουά. Κι έτσι αρχίζει η σχέση δάσκαλου/μαθητή σε μαθήματα ζωής.
Παίζουν: Τζέιντεν Σμιθ, Τζάκι Τσαν, Ταρέιζι Π. Χένσον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Κίνα (2010).
ΜΑΞ ΟΦΙΛΣ: Ηδονή
Ταινία τριών επεισοδίων που πηγάζουν από ισάριθμα διηγήματα του Γκι ντε Μοπασάν - χωρίς όμως να συνιστούν ενιαίο τόμο. Τρεις ιστορίες που εξυπηρετούν τον σκηνοθέτη στους στοχασμούς του πάνω στο θέμα της αναζήτησης του ανθρώπου έστω και της εφήμερης ευτυχίας, μολονότι γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να διαφύγει από την καταβολή κόστους.
Με την έξοδό της η ταινία αντιμετωπίστηκε χλευαστικά από την κριτική και χλιαρά από το κοινό. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου το 1958 επιτεύχθηκε η επανεκτίμησή της. Στην «αποκατάσταση» της ταινίας συνέβαλε και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ που την χαρακτήρισε ως την αντιπροσωπευτικότερη του Μαξ Οφίλς. «Πρόκειται - έγραψε ο Γκοντάρ - για γερμανικό ρομαντισμό μέσα σε πορσελάνη Λιμόζ και για γαλλικό ιμπρεσιονισμό σε βιεννέζικο καθρέφτη...».
Ο μεγάλος Οφίλς χτίζει μια άμεση σχέση με τις σελίδες του ντε Μοπασάν τοποθετώντας αφηγητή τον ίδιο τον συγγραφέα - ακούγεται η φωνή του ηθοποιού Ζαν Σερβέ - που συνδέει τις ιστορίες και διαβάζει τα κείμενα. Τα διηγήματα «Η Μάσκα», «Το Μοντέλο» και το γνωστότερο όλων «Ο Οίκος Τελιέ» που μάλιστα κατέχει την κεντρική θέση, συνθέτουν την ταινία η οποία εικονογραφεί την έννοια της ηδονής που εύκολα μεν κατακτιέται αλλά ευτυχία δεν είναι. Οι στιλιστικές εμμονές του Οφίλς πάντα παρούσες. Η επιμονή στις πλέον ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που συνθέτουν το ύφος και την ατμόσφαιρα της εποχής, φωτισμός και εκπληκτικές γωνίες λήψης με αενάως κινούμενη κάμερα. Ασύλληπτης οπτικής ποίησης η σεκάνς στο επεισόδιο της Θείας Μετάληψης της νεαρής κοπέλας με τον Ζαν Γκαμπέν, την Ντανιέλ Νταριέ και την Μαντλέν Ρενό, μέσα στο ηλιόλουστο φωτεινό τοπίο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την θλίψη των κοριτσιών ή ακόμη, στην σεκάνς όπου η κάμερα, βράδυ, έξω από τον οίκο ανοχής, πάει κι έρχεται, πλησιάζει κι απομακρύνεται, ξανά και ξανά και ξανά ρίχνοντας κλεφτές ματιές από το παράθυρο, ψάχνοντας στο εσωτερικό του πορνείου...
Παίζουν: Ζαν Γκαμπέν, Ντανιέλ Νταριέ, Ντανιέλ Ζελέν, Σιμόν Σιμόν, Ζαν Σερβέ, Πιέρ Μπρασέρ, Μαντλέν Ρενό, Ρενέ Μπλανσάρ κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1952).
ΖΑΝ ΡΕΝΟΥΑΡ: Η Ελενα και οι άντρες της
Ενδιαφέρον πάντρεμα των πιο επιφανειακών στοιχείων του είδους μπουρλέσκ με ένα σενάριο παιγμένο από σοβαρούς ηθοποιούς. Χαριτωμένη φαρσοκωμωδία εποχής, με κλασική γραφή, γυρισμένη σε εκτυφλωτικό Technicolor. Τα μουσικά ιντερμέδια στο πρώτο μισό του φιλμ συνοδεύουν τον αφηγητή, στο δεύτερο δε μισό, το τραγούδι της Ζιλιέτ Γκρεκό λειτουργεί ως τρόπος παράκαμψης των δραματικών συγκρούσεων.
Πρωταγωνίστρια η φύσει απόμακρη και θέσει χιμαιρική Ινγκριντ Μπέργκμαν στο ρόλο της Ελενα Σοκορόφσκα, ξεπεσμένης Πολωνής αριστοκράτισσας, που καίει απαξάπασες τις ανδρικές καρδιές που συναντά στο Παρίσι του τέλους του 19ου αιώνα. Ο Ρενουάρ δεν επιχειρεί την παραμικρή ψυχολογική σκιαγραφία του ρόλου της Ελενα που έχει μια προσωπικότητα που ορίζεται μόνο σε σχέση με τους ανθρώπους που την περιτριγυρίζουν.
Ο ίδιος ο δημιουργός έχει κατ' επανάληψη δηλώσει ότι αυτό που τον ενέπνευσε να γυρίσει την ταινία «Η Ελενα και οι άνδρες της» ήταν πάνω απ' όλα η ιδέα να κινηματογραφήσει την Ινγκριντ Μπέργκμαν «την εκπληκτική αυτή γυναίκα σε κάτι κωμικό. Είχα την αίσθηση - συνεχίζει ο Ρενουάρ - ότι το είχε ανάγκη, ότι οι κωμικές καταστάσεις θα έρχονταν γάντι στην εξέλιξη της καριέρας της. Τολμώ δε να πω ότι δε σκεφτόμουν τόσο την επιτυχία της ταινίας όσο την ίδια την Μπέργκμαν. Στην πορεία βέβαια με τράβηξαν, με γράπωσαν και με διέγειραν κι άλλα πράγματα. Ημουν ιδιαιτέρως ευτυχής να συνεργαστώ με τον Ζαν Μαρέ, που πρόσθεσε μια νότα αμίμητης χάρης και κομψότητας στην ταινία. Επίσης, μου δόθηκε η δυνατότητα να συναντήσω την Ζιλιέτ Γκρεκό, την οποία θαυμάζω και εκτιμώ».
Μοχλός μια ερωτική ιστορία, που το σενάριο εμπλέκει στην πορεία του διάσημου, και ιστορικά υπαρκτού, στρατηγού Μπουλανζέ (Boulanger) που προσπάθησε ανεπιτυχώς το 1880 να αναλάβει τον έλεγχο της κυβέρνησης. Στο φιλμ ο Μπουλανζέ αποκαλείται Ρολάν, ρόλος που ενσαρκώνει ο Ζαν Μαρέ. Ο δημοφιλέστατος στρατηγός Ρολάν ερωτεύεται παράφορα την - ήδη ερωτευμένη με έναν συμπαθή νεαρό ευγενή (Μελ Φερέρ) που γνώρισε στην παρέλαση της 14ης Ιουλίου - Ελενα Σοκορόφσκα που όμως ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν πλούσιο μεσήλικα βιομήχανο. Τον κατάδηλο έρωτα του στρατηγού προς τη σφύζουσα από υγεία αριστοκράτισσα και την ανάγκη της Ελενα για ενεργό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι εκμεταλλεύονται φιλόδοξοι και δολοπλόκοι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από πλούσιους, ανερχόμενους επιχειρηματίες που, για προσωπικά και ταξικά συμφέροντα, χρησιμοποιούν ασύστολα την αισθησιακή Πολωνή ως όχημα στην προσπάθειά τους να πείσουν το λαοφιλή στρατιωτικό να καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα.
Η πλοκή εξελίσσεται με ενδιαφέροντα τρόπο στα ενδότερα των πολυτελών κτισμάτων που στεγάζουν αυτήν την σάτιρα πάνω στο θέμα των γυναικών, γύρω από ιστορίες για πολιτικούς, για στρατηγούς και για τις δεσμεύσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας του πατριωτισμού και άλλων ταχυδακτυλουργικών ιδεών που συχνά ανάγονται σε μεγαλειώδεις συλλήψεις. Μια ερωτική φάρσα για τα παρασκήνια της πολιτικής. Η σκηνοθεσία της «ανακατωσούρας» που προκύπτει στο πάρτι των αρραβώνων του γιου του βιομήχανου, η οποία λαμβάνει χώρα μπροστά στο φακό παραπέμπει άμεσα στην αντίστοιχη «ανακατωσούρα» του «Κανόνα του παιχνιδιού» χαρακτηριστική υπογραφή του δημιουργού.
Παίζουν: Ινγκριντ Μπέργκμαν, Μελ Φερέρ, Ζαν Μαρέ, Ζιλιέτ Γκρεκό, Ζαν Ρισάρ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1956).
ΝΑΝΕΤ ΜΠΑΡΣΤΙΝ: Από μακριά κι αγαπημένοι
Κωμωδία ευχάριστη κι ανέμελη, απαλλαγμένη από σοβαρές προσδοκίες κι αξιώσεις. Θέμα της «πώς να κρατήσετε ζωντανή μια ερωτική σχέση σε απόσταση και να ζείτε ευτυχείς».
Η σκηνοθέτης Νανέτ Μπαρστίν εκμεταλλεύεται με ρεαλισμό και χιούμορ έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των αισθηματικών ταινιών: την απόσταση που χωρίζει δύο ερωτευμένους, απόσταση όχι μόνο γεωγραφική αλλά και συναισθηματική κάτι που δεν αργεί να μεταβληθεί σε εύφορο έδαφος που πάνω του καλλιεργείται το σαράκι, ήτοι οι θλιβερότερες κι αγωνιωδέστερες σκέψεις και φαντασιώσεις που περιζώνουν το ερώτημα: «Τι κάνει αλήθεια ο άλλος όταν εγώ είμαι μακριά;». Διότι όλοι γνωρίζουν ότι τα μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται. Η σκηνοθέτης έξυπνα επιλέγει να δώσει βήμα επιχειρηματολογίας κύρια στην υπερπροστατευτική αδελφή της πρωταγωνίστριας και τους φίλους του πρωταγωνιστή, ώστε να παραθέσουν εικασίες και απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα.
Η τυχαία συνάντηση της Ντριου Μπάριμορ και του Τζάστιν Λονγκ σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης σηματοδοτεί καμπή στην αισθηματική τους ζωή. Εκείνη δημοσιογράφος γύρω στα τριάντα σε αναζήτηση της τέλειας δουλειάς, εκείνος υπάλληλος δισκογραφικής εταιρείας σε κατάθλιψη. Ο θεός έρωτας εκτοξεύει με ταχύτητα ρεκόρ τα βέλη του και μέσα σε μια νύχτα τα πάντα - για τους δυο τους - αλλάζουν. Μόνο που η Μπάριμορ είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο να συνεχίσει τις σπουδές της. Βέβαια την εποχή του internet η επικοινωνία μέσω δικτύου θεωρείται πανεύκολη αλίμονο όμως, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί τα χιλιόμετρα είναι πολλά και οι πειρασμοί που καραδοκούν άλλοι τόσοι...
Παίζουν: Ντριου Μπάριμορ, Τζάστιν Λονγκ, Τσάρλι Ντέι, Ρόι Λίβινγκστον, Κριστίνα Απλγκεϊτ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΝΙΜΡΟΝΤ ΑΝΤΑΛ: Οι κυνηγοί
Χαμός! Κόλαση ! Φωτιά και αίμα, λάσπη, τοτέμ κι εκρηκτικά... Φαντασιώσεις άρρωστες τόσο που αγγίζουν τα όρια της διαστροφής! Ενα ακόμη κερδοφόρο προϊόν «δημιουργικής» φαντασίας ενός νοσηρά τρομολαγνικού πολιτισμού που αναπαριστά κατασκευασμένους φόβους για απειλή παράλογου αντίπαλου δέους. Για τεχνολογική υπεροχή κάποιου, μη - προσδιοριζόμενου, υπέρμετρου αντίπαλου.
Στη βάση ένα σενάριο παιδαριώδες, χωρίς καν υπαινικτική χάραξη στοιχειωδών αιτιωδών σχέσεων, κόσκινο από τις τρύπες, απ' όπου μπάζει πανταχόθεν. Δεν μπορεί, όμως, κανείς παρά να κοντοσταθεί στο άκουσμα του όρου «ασύμμετρη απειλή» που εκφέρεται κάπου βιαστικά στις αρχικές σεκάνς και να αναρωτηθεί εάν θα έκανε καλά να προσεγγίσει το εγχείρημα λαμβάνοντάς τον σοβαρά υπόψη.
Κάποιος άγνωστος μηχανισμός «αδειάζει» βίαια, στα άδυτα ενός σκοτεινού δάσους, οκτώ πάνοπλους, επιλεγμένους πολεμιστές από διάφορες ανοιχτές πληγές του πλανήτη. Μισθοφόρους, ποινικά αποβράσματα, εμπόρους ναρκωτικών, πληρωμένους δολοφόνους της Γιακούζα, επιλεγμένους σκοπευτές από Ισραήλ, Σιέρα Λεόνε και Τσετσενία ... Ρόλοι που πριν καλά - καλά γνωρίσουμε χάνονται άδοξα από παγίδες που τους στήνουν αιμοβόρα εξωγήινα όντα. Οι όροι εξαρχής παρουσιάζονται αντεστραμμένοι, τα καθάρματα της πραγματικότητας μετατρέπονται σε «καλούς», μεταβάλλονται σε θύματα/θηράματα που ως τέτοια ζητούν τη συμπάθειά μας. Η ρητορική και το ύφος των διαλόγων, ιδιαίτερα όσων στοχεύουν «ψηλά» και πραγματεύονται έννοιες και σχέσεις κυνηγών/θηραμάτων είναι για γέλια.
Ο Αμερικανός μισθοφόρος, ατρόμητος, παντογνώστης και πραγματιστής, τίθεται αυτόκλητα επικεφαλής της ομάδας. Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν δυστοπικό πλανήτη/κυνηγότοπο, έρμαια στο «τερέν» ενός απροσδιόριστου εξωγήινου κυνηγού/εχθρού κι αυτοί δεν είναι παρά εν δυνάμει θηράματα. Πάση θυσία πρέπει να επιβιώσουν. Οσοι και όποιοι μπορούν. Δηλαδή οι πιο δυνατοί.
Πρέπει να αφήνουν πίσω τους τραυματίες και ανήμπορους. Αν θέλουν να γλιτώσουν το τομάρι τους δεν πρέπει να δείξουν τον παραμικρό συναισθηματισμό κι έλεος. «Θέλουν (οι κακοί!) να είσαι ανθρώπινη ...», νουθετεί ο Αμερικανός την Ισραηλινή. «Και συ τι είσαι;» τον ρωτά εκείνη. «Ζωντανός» η απάντηση. Κυριαρχούμενοι από τη μεταφυσική του τρόμου χάνουν την ανθρώπινή τους υπόσταση, υποτάσσονται στους νόμους της ζούγκλας και «τρώνε» όσους μπορούν πριν τους φάνε. Αυτό προτάσσεται ως απολύτως φυσιολογικό και προτείνεται προς τους θεατές, αποσκοπώντας στη σταδιακή στροφή της κοινωνίας προς διαμόρφωσή της κατ' εικόνα των ταινιών...
Η ταινία «Predators» του 2010 εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς που εγκαινίασε η «Predator» (1987), συνεχίστηκε με το «Predators 2» (1990) και επακολούθησαν το «Alien vs Predator» (2004) και το «Alien vs Predator: Requiem» (2007)... Η πληθώρα ειδικών εφέ και η εντελώς καινούργια ράτσα επικίνδυνων εξωγήινων που φιλοξενεί στηρίζεται στο look του πρωτότυπου... Ο τεξανός - εδώ σε ρόλο παραγωγού - Ρόμπερτ Ροντρίγκες, που τρελαίνεται για mix κινηματογραφικών ειδών, επιμελήθηκε με τον Ούγγρο σκηνοθέτη του μια συνταγή υβριδικής σούπας που αρχίζει σαν κλασική ταινία δράσης και εξελίσσεται σε χωρίς έμπνευση ταινία τρόμου και επιστημονικής φαντασίας με μηχανισμό σουσπάνς, τύπου 10 μικρών νέγρων ... Εν κατακλείδι, ουδόλως απασχολεί το τι ήθελε ο οσκαροβραβευμένος «Πιανίστας» του Πολάνσκι - φουσκωμένος με 12 κιλά μυς - να κοσμεί το κακόγουστο πόνημα, παρέα με τον άξιο, πλην ματαιόδοξο, Ντάνι Τρέχο.
Παίζουν: Ντάνι Τρέχο, Αντριεν Μπρόντι, Αλις Μπράγκα, Ολεγκ Τακτάροφ, Κάρει Τζόουνς, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
No comments:
Post a Comment