Μετά το θεαματικό άνοιγμα της τελετής των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου που έστησε το 2008, ο διάσημος κινέζος σκηνοθέτης Ζανγκ Γιμού («Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια», «Τα ιπτάμενα στιλέτα») στράφηκε, με τη νέα του ταινία, «Μια γυναίκα, ένα όπλο και ένα μαγαζί για νουντλς», μια ιστορία απιστίας και εκδίκησης, σ' ένα ρικέικ του σκοτεινού αστυνομικού θρίλερ «Μόνο αίμα», πρώτης εντυπωσιακής σκηνοθετικής εμφάνισης των αδερφών Κοέν.
Ομως, αντίθετα με την ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ που συναντάμε στην ταινία των Κοέν, ο Γιμού προτίμησε την κωμωδία και μάλιστα το σλάπστικ. Παράλληλα μετέφερε την ιστορία από το Τέξας του 1980 στην κινέζικη έρημο Γκάνσου, στη διάρκεια μιας φεουδαρχικής περιόδου.
- Και κάτι από μιούζικαλ
Η ιστορία στρέφεται γύρω από έναν πλούσιο μεσήλικα, ιδιοκτήτη ενός μαγαζιού για νουντλς, τον Γουάνγκ (Νι Νταχόνγκ), που προσλαμβάνει ένα διεφθαρμένο αστυνόμο, τον Ζανγκ (Ζάο Μπένσαν), για να δολοφονήσει την όμορφη, νέα, άπιστη γυναίκα του (Γιαν Νι) και τον εραστή της Λι (Ξιάο Σανγιάνγκ), ένα νεαρό, δειλό υπάλληλό του. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα αγοράζει ένα πιστόλι (κάτι το εντελώς καινούριο για την περιοχή), με σκοπό να το χρησιμοποιήσει όταν χρειαστεί, τα πράματα παίρνουν απρόσμενη τροπή.
Ο Γιμού αντλεί από την κινεζική λαϊκή παράδοση για να φτιάξει την κωμωδία του αυτή, από την οποία δεν λείπει και το μαύρο χιούμορ. Μια παράδοση που στηρίζεται σε αρχαίους θρύλους, όπου εκείνο που κυριαρχεί είναι η υπερβολή, στοιχείο που ξένισε μερικούς, συνηθισμένους στο στιλιζάρισμα των προηγούμενων ταινιών του σκηνοθέτη. Κι όμως, η ταινία είναι, κατά κάποιον τρόπο, συνέχεια των άλλων. Τόσο τα πρόσωπα, όσο και ορισμένα επεισόδια, μοιάζουν με πρόσωπα και καταστάσεις που συναντάμε σε ταινίες του Γιμού.
«Το χιούμορ και η μαύρη κωμωδία είναι στοιχεία που θα τραβήξουν το κοινό, θα το κάνουν να γελάει κι αυτό είναι στοιχείο που αναπτύσσει με δεξιοτεχνία ο Γιμού και πιστεύω θα τραβήξει το κοινό», μας είπε η Γιαν Νι, η νεαρή πρωταγωνίστρια, στη συνάντησή μας στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου προβλήθηκε η ταινία. Ομως, παρόλο που η κωμωδία, μαύρη, συχνά σε τόνο παρωδίας, είναι το κύριο στοιχείο της ταινίας, από μια στιγμή κι ύστερα αποκτά και μια πιο σοβαρή όψη, με την εισβολή του σασπένς.
Ο Γιμού εξάλλου άντλησε και από άλλες ταινίες των Κοέν. Ιδιαίτερα στη σύνθεση του χαρακτήρα του διεφθαρμένου αστυνόμου: με τον κυνισμό και την ωμότητά του δεν θυμίζει μόνο τον Εμετ Γουόλς στο «Μόνο αίμα», αλλά και τον Χαβιέ Μπαρδέμ στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους». Ενώ στην αρχή της ταινίας υπάρχει και μια σκηνή που παραπέμπει και στο μιούζικαλ, με τους μάγειρες στο μαγαζί με τα νουντλς να ετοιμάζουν το αλεύρι και να το κόβουν με χορευτικό ρυθμό πριν το ετοιμάσουν και το παραδώσουν στους πεινασμένους αστυνομικούς της ομάδας του διεφθαρμένου Ζανγκ.
«Πήρα ηθοποιούς από λαϊκές κωμωδίες γιατί ήθελα να δώσω στην ταινία μου αυτό το λαϊκό χρώμα», μου είπε ο σκηνοθέτης. «Στοιχείο που θέλησα να τονίσω και με το ηθελημένα υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών». Αυτό το λαϊκό στοιχείο υπάρχει και στην επιλογή των ντεκόρ, των κοστουμιών (εμπνευσμένων από λαϊκές γιορτές) και των χρωμάτων. Οπως σε όλες τις ταινίες του Γιμού, η εικαστική πλευρά είναι πάντα προετοιμασμένη με την παραμικρή λεπτομέρεια. Ετσι και εδώ, η κωμωδία του είναι γεμάτη πανέμορφες εικόνες, με απίθανους επιλεγμένους στην έρημο χώρους και γυμνά βουνά που μοιάζουν με λαϊκές τοιχογραφίες.*
No comments:
Post a Comment