ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΖ: Casablanca
Οσοι δεν έχουν δει την «Καζαμπλάνκα», τη δημοφιλέστερη ταινία στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, πρέπει να φροντίσουν να τη δουν. Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ. Δίχως άλλο, το μυθικό φιλμ του Μάικλ Κερτίζ που μετέτρεψε την προπαγάνδα του σε μελόδραμα είναι μια από τις λίγες κινηματογραφικές ταινίες που έχουν σφηνωθεί στη συλλογική φαντασία εκατομμυρίων θεατών.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον - απρόθυμα - ηρωικό της μύθο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ιδεολογικού σχεδιασμού της ταινίας, ο οποίος στόχευε στο να υπερνικήσουν οι Αμερικανοί τη λανθάνουσα αγωνία τους για την επικείμενη προσχώρηση της χώρας στον πόλεμο. Το σενάριο παρουσιάζει την προοδευτική μετατόπιση του Ρικ από την κατάσταση αδιαφορίας και άκρατου ατομισμού στην ενεργή εμπλοκή του στην υπόθεση των συμμάχων.
Στην καρδιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Γαλλικό Μαρόκο, είναι σταυροδρόμι και καταφύγιο για πολιτικούς πρόσφυγες, απατεώνες, καιροσκόπους, αντιστασιακούς και κάθε είδους τυχοδιώκτες. Είναι ακόμη αφετηρία για τους τυχερούς που είτε πληρώνοντας, είτε με μέσο ή τύχη παίρνουν βίζα από τις αρχές για τη Λισαβόνα κι από κει, διακινούνται προς την ελεύθερη Αμερική. Στην Καζαμπλάνκα βρίσκεται ο κυνικός Αμερικανός Ρικ, ιδιοκτήτης του ξακουστού κοσμικού κλαμπ «Rick's».
Ενα βράδυ εμφανίζεται στο κλαμπ η Νορβηγίδα Ιλσα Μπέργκερ, με την οποία ο Ρικ είχε ζήσει στο Παρίσι έναν μεγάλο έρωτα. Την μέρα όμως που εισέβαλαν οι Ναζί στην πόλη η Ιλσα τον εγκατέλειψε ξαφνικά και ανεξήγητα. Ο Ρικ τώρα μαθαίνει γιατί τον άφησε η Ιλσα, η οποία επέλεξε λόγω συνθηκών να σταθεί πλάι στον σύζυγό της Βίκτορ Λάζλο, θρύλο της αντίστασης που δραπέτευσε από στρατόπεδο συγκέντρωσης κι οι Ναζί καταζητούν ακόμη. Ο Ρικ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο δίλημμα: Να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου, συλλογικού σκοπού, όπως ο αγώνας ενάντια στην ναζιστική φρίκη και να βοηθήσει τον Βίκτορ και την Ιλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική ...Παίζουν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χενρίντ, κ.ά.Παραγωγή: ΗΠΑ (1942).ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ16/11/2003-- Καζαμπλάνκα25/4/2003-- Ερωτας στην Καζαμπλάνκα20/4/2003-- Ονειρο στην «Καζαμπλάνκα»27/10/2002-- Ερωτας στην Καζαμπλάνκα25/12/1998-- Ερωτικές ιστορίες
ΦΙΛΙΠ ΝΟΪΣ: Salt
Η Αντζελίνα Τζολί υποδύεται, σε ένα προσωπικό - από την αρχή ως το τέλος της ταινίας - σόου, τον ρόλο «σοβιετικού» μυστικού πράκτορα, υπερφυσικών ικανοτήτων. Φθάνοντας στην αίθουσα, βγάζουμε το μυαλό μας και το αφήνουμε σε ντουλαπάκι αποσκευών στο φουαγιέ. Και στην περίπτωση που καταφέρουμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο τέμπο της ταινίας, μπορεί η «Salt» να αποδειχθεί ιδανικός τρόπος να σκοτώσουμε 100 περιττά, λεπτά της ώρας.Είναι μια ταινία φτιαγμένη από αδρεναλίνη και ιδρώτα. Το σενάριο αποτελεί απλά την δικαιολογία για την έναρξη νέων κύκλων κυνηγητού που κόβει την ανάσα και περικλείει όλο το φάσμα των συστατικών του κυνηγητού. Με εμφάνιση μακρομαλλούσσας Valentina (μιλανέζας ηρωίδας των κόμικς του Guido Crepax), με ετοιμότητα αστραπής, αιλουροειδείς κινήσεις προς τα μπρος και παγωμένα λάγνο βλέμμα, η Τζολί θέτει φανατικά σε εφαρμογή τους βασικούς κανόνες μιας νέας, αέναης δράσης, σύμβασης για ταινίες με πράκτορες, μυστικούς και φανερούς. Μάλιστα, χωρίς να ελαττώσει στο παραμικρό την ταχύτητα φωτός με την οποία κινείται, η Salt, όταν χρειάζεται μασκάρεμα απλώνει το χέρι, να έτσι και βουτά αστραπηδόν μια γούνα, ένα σκουφί ... τα φορά χωρίς να κοντοσταθεί ή να την αντιληφθεί κάποιος. Ετσι διαπιστώνουμε ότι όταν ακολουθείς πιστά το καινούριο μοντέλο δράσης, γίνεσαι και αόρατος!Η Αντζελίνα Τζολί παίζει την Evelyn Salt, πράκτορα της CIA άρτι απελευθερωθείσα από κάτεργο της Βόρειας Κορέας, με επιχείρηση ανταλλαγής κατασκόπων, κι αυτό χάρη στον σύζυγό της που ξεσήκωσε συστηματική, διεθνή καμπάνια. Τα παραπάνω είναι μια σύντομη εισαγωγή προτού η ταινία ριχτεί με φρενήρεις ρυθμούς στην κούρσα των 100 μέτρων. Ως κεραυνός εν αιθρία πέφτει η αναπάντεχη αποκάλυψη ενός Ρώσου πράκτορα που ανακρίνει η CIA, ότι στην πραγματικότητα η Salt είναι διπλός πράκτορας με αποστολή να δολοφονήσει τον Ρώσο Πρόεδρο που θα φθάσει στις ΗΠΑ για την κηδεία του Αμερικανού αντιπροέδρου. (Επιτυχημένη η σεκάνς του στιγμιαίου κλονισμού και αμφισβήτησής της, στο ντουέτο της με τον Ντάνιελ Ολμπρίσκι). Η Salt δραπετεύει για να σώσει τον άνδρα της, να αποκαλύψει την αλήθεια και να γλιτώσει την ανθρωπότητα από τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο ... Παρά την προσπάθεια που καταβάλλει η ταινία να φλερτάρει με την φαντασία του θεατή για τον ρόλο της Salt - χρειάστηκε μάλιστα να συγκολληθεί πλήθος σκηνών φλας μπακ από το «αιμοσταγές παραπέτασμα» ώστε να αποδοθεί ψυχολογική υπόσταση και βάθος στην ηρωίδα, παρά την τεχνική αρτιότητα - χωρίς προσωπικότητα - η ίντριγκα δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη των ταινιών αντικατασκοπείας. Στην συγκεκριμένη δε ταινία όπου εμπλέκονται οι αρχετυπικοί αντίπαλοι Αμερική και Ρωσία, η ίντριγκα είναι παν-ρηχή και παν-ισχνή. Είναι αρκετοί μερικοί βάναυσοι, σημαδεμένοι κακοποιοί με πρωτόγονους τρόπους και βέβαια καφάσια με βότκα. Ενας εκ των Ρώσων πρακτόρων μάλιστα ονομάζεται Ταρκόφσκι...
Η ταινία περιφέρει τη θεϊκή Αντζελίνα Τζολί ως τούρτα σε ανιαρή δεξίωση για μονούς και διπλούς Σοβιετικούς (αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί το φιλμ) γενίτσαρους της ρώσικης αντικατασκοπείας οι οποίοι έφθασαν να αλώσουν μέχρι τα άδυτα των αδύτων του Λευκού Οίκου. Δεν κατορθώνει όμως να ξεπεράσει το χοντροειδές και κακόγουστο slapstick. Εκπληξη και θλίψη προκαλεί η παρουσία του Ντάνιελ Ολμπρίσκι σε τέτοιας ποιότητας προϊόντα που δυστυχώς το μόνο που υπόσχονται - στην τελευταία σκηνή - είναι ότι έπεται συνέχεια...Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Ντάνιελ Ολμπρίσκι, Λεβ Σράιμπερ κ.ά.Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΑΛΕΝ ΡΕΝΕ: Πέρσι στο Μαρίενμπαντ
Ο άνδρας Χ συναντά τη γυναίκα Α σε ένα ξενοδοχείο μπαρόκ που μοιάζει τόπος παραθερισμού για πολύ πλούσιους, που είναι ή δεν είναι η πόλη Μαρίενμπαντ (πόλη της Τσεχοσλοβακίας, γνωστή για τα θερμά της λουτρά).Ο άνδρας ισχυρίζεται ότι έχει δει τη γυναίκα, ή ήταν μια άλλη γυναίκα με έναν άνδρα τον Μ που ίσως ήταν ο σύζυγός της, πέρσι στο Μαρίενμπαντ. Η γυναίκα το αρνείται και η μεταξύ τους συζήτηση, που είναι μια συζήτηση για τη φύση αυτής καθαυτής της πραγματικότητας, επαναλαμβάνεται αενάως όσο διαρκεί η ταινία σαν λαβύρινθος με εικόνες από το παρελθόν, από το παρόν και από το μέλλον, τα οποία μοιάζουν να συνενώνονται στο ίδιο οπτικό συνεχές του απόλυτου στιλιζαρίσματος και των παγωμένων γεωμετρικών συνθέσεων.Ο Χ και η Α φαίνεται ότι είχαν ή ότι έχουν ή ότι επιθυμούν να έχουν ερωτική σχέση. Το τέλος έρχεται με το θάνατο της Α στα χέρια του συζύγου της. Η ταινία πιθανόν αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια επαναδημιουργίας της διαδικασίας της μνήμης στο μυαλό του Χ, ένα μακρύ εσωτερικό διάλογο στο μέρος της Α ή μια άσκηση σε καθαρό οπτικό αμπστραξιονισμό, είναι αδύνατο να ειπωθεί. Η ταινία άπτεται ξεκάθαρα περισσότερο διανοητικών παρά αφηγηματικών διαδικασιών. Ο ίδιος ο Ρενέ είπε ότι η ταινία αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια, ωμή και πρωτόγονη ακόμα, να προσεγγίσει το σύνθετο της σκέψης και των μηχανισμών της.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ρενέ βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Λέοντα» στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1961. Είναι μια από τις ελάχιστες αυθεντικές νεωτεριστικές δουλειές στον κινηματογράφο και προϊόν της συνεργασίας του σκηνοθέτη με τον λογοτέχνη Ρομπ-Γκριγιέ που έγραψε το σενάριο. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι ένα nouveau roman - φόρμα πρωτοποριακής μυθοπλασίας - σε κινηματογραφική μορφή. Η ταινία συνιστά και παράδειγμα «παραμετρικής» αφήγησης, δεδομένου ότι αναγάγει διάφορα στιλιστικά χαρακτηριστικά και παραμέτρους σε επίπεδο κυρίαρχων δομών.Παίζουν: Ντελφίν Σερίγκ, Σασά Πιτοέφ, Τζιόρτζιο Αλμπερτάτσι, Φρανσουά Μπερτάν κ.ά.Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1961).
ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ: Ο Αμερικανός φίλος
Κορυφαίο θρίλερ του Βέντερς που πέτυχε να συμφιλιώσει τον κινηματογράφο μεγάλων διαστάσεων και περιπέτειας αμερικανικού τύπου - ο οποίος έχει αποικίσει το ασυνείδητο του Ευρωπαίου θεατή - με ένα πιο εσωτερικό και διανοούμενο σινεμά ευρωπαϊκού τύπου.Η ταινία μοιάζει να υπαγορεύει ότι η πορεία της αυθεντικής απεξάρτησης από την παράδοση και της ανανέωσης του κινηματογράφου δεν αποκλείει υποχρεωτικά την εμπορική οδό. Το στοιχείο που φαίνεται κύρια να διεγείρει τον σκηνοθέτη στο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith, «Ripley's Game» (1974), που αποτελεί τη βάση της ταινίας, δεν είναι τόσο η αστυνομική ίντριγκα όσο ο τρόπος που η συγγραφέας περιγράφει τις σκέψεις και τη ζωή των ανθρώπων, καθώς και η ένταση και η παρατηρητικότητα που διέπουν αυτήν την περιγραφή.Η ταινία πράγματι είναι η περιγραφή της συμπεριφοράς ενός άνδρα, ενός κορνιζά από το Αμβούργο, που σημαδεύεται από σοβαρή αρρώστια και συναινεί στο να διαπράξει δύο φόνους - εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την οικονομική βιωσιμότητα της οικογένειάς του, μετά το δικό του θάνατο. Ο άνδρας προσπαθεί να ξεφύγει από το φόβο του θανάτου παγιδευμένος σε έναν εγκληματικό μηχανισμό που έστησε ένας Αμερικανός, ο Tom Ripley - το πρωτότυπο του κλασικού γκάγκστερ - ο οποίος παρά το γεγονός ότι καταλήγει να γίνει φίλος του κορνιζά, τον εξουσιάζει και τον καταδικάζει να παραμένει υφασμένος στον ιστό μιας κλιμάκωσης της αγωνίας και του τρόμου, χωρίς να υπάρχει σωτηρία. Παρότι το μυθιστόρημα κινείται στο είδος του αστυνομικού, η ταινία «Ο Αμερικανός Φίλος» κλέβει χώρο από την καθαυτό αστυνομική δράση για να τον κολλήσει στο πριν και το μετά από το έγκλημα, για να σταθεί και να περιγράψει όσο εκτενέστερα μπορεί τον άνθρωπο, τη ζωή του, τις φοβίες του. Γι' αυτό, ο ίδιος ο Βέντερς έχει αναφέρει ότι δεν ήθελε να κατασκευάσει σουσπάνς, το θεμελιώδες στοιχείο του αστυνομικού είδους. Δεν ήθελε να δημιουργήσει φόβο, αλλά να αναπαραστήσει το φόβο.Παίζουν: Μπρούνο Γκαντζ, Ντένις Χόπερ, Λίζα Κρόϊτσερ, Νίκολας Ρέι, Ζαν Εστάς, Αντρέας Ντέντεκε, κ.ά.Παραγωγή: Γερμανία, Γαλλία (1977).
ΤΖΟΝ ΕΡΙΚ ΝΤΟΟΥΝΤΛ: Devil
Μια πραγματικά εκπληκτική ιδέα. Πέντε άτομα, άγνωστα μεταξύ τους, εγκλωβίζονται για ώρες στο ασανσέρ ενός ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης. Φανταστείτε το αποτέλεσμα, αν η ταινία χρησιμοποιούσε το στοιχείο του εγκλωβισμού ως μεταφορά μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας και είχε να καταθέσει σκέψεις και απόψεις για την κατάσταση ...Βέβαια, παρήλθαν ανεπιστρεπτί (;) οι καιροί που ο δημοφιλής αμερικάνικος κινηματογράφος έχει να πει κάτι ουσιαστικό ... οι σποραδικές εξαιρέσεις μάλλον λειτουργούν σαν επιβεβαίωση του κανόνα. Ετσι, η αβανταδόρικη αυτή ιδέα που, με γερό σενάριο και ικανούς ερμηνευτές, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μνημειώδεις αντιπαραθέσεις και ψυχογραφήματα, σε αποδόμηση μυθολογιών και ιδεοληψιών και να τινάξει τα πάντα στον αέρα, χάνεται... κακοποιείται από την υιοθέτηση της «μεταφυσικής» πλατφόρμας, όπου μοχλός της αφήγησης είναι ο Διάβολος, άκουσον άκουσον σε ρόλο θείας δίκης, σε ρόλο Νέμεσης, σε ρόλο τιμωρού των ποινικών αδικημάτων και της ύβρεως. Οι Αμερικανοί φαίνεται ότι απογοητεύτηκαν από το Θεό και το έριξαν στον Αντίχριστο. Ο Σατανάς, λοιπόν, τιμωρεί με θάνατο, με την εσχάτη των ποινών, όποιον βρεθεί στο διάβα του φτάνει να παράγει θέαμα. Οι επιβαίνοντες στο ασανσέρ επιλέχθηκαν επί τούτου, πρέπει να τιμωρηθούν, γιατί υπήρξαν επιθετικοί, ψεύτες, πορτοφολάδες, μοιχοί και πειρατές της ασφάλτου που άφησαν αβοήθητα τα θύματά τους. Και κοίτα να δεις πώς τα φέρνει η μοίρα, τα θύματα, μητέρα και παιδί, ήταν η οικογένεια του αστυνομικού που έχει αναλάβει τη λύση της υπόθεση του σταματημένου ασανσέρ. Σαθρή ηθικολογία με μπαμπούλα τον τρόμο και τις δεισιδαιμονίες που βρίσκεται σε τραγική δυσαρμονία με το περιβάλλον της «διαστημικής» αμερικανικής μεγαλούπολης, αλλά και την τεχνολογική κι όχι μόνο ανάπτυξη. Ο μόνος που εξαρχής έπιασε το τι συμβαίνει ήταν ένας Λατινοαμερικάνος φύλακας ο Ραμίρεζ και προσπάθησε με 50 Ave Maria να ξορκίσει το κακό. Πάντως, καλού κακού ας κάνει και κανένα ευχέλαιο ...Παίζουν: Κρις Μεσίνα, Μπογιάνα Νοβάκοβιτς, Τζένι Ο'Χάρα, Τζέφρι Αρεντ, Τζέικομπ Βάργκας, Λόγκαν Μάρσαλ Γκριν, κ.ά.Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ: Τρυφερότητα
Η τέχνη δεν είναι ζωή, αναπαριστά τη ζωή, τώρα με ποιο τρόπο... Δυο γυναίκες διαφορετικών ηλικιών, με διαφορετική ψυχοσύνθεση, προϊστορία, καθημερινότητα και προβληματισμούς ζουν σε διπλανά διαμερίσματα. Γνωρίζονται. Πλησιάζουν η μία την άλλη και με τον καιρό αποκαλύπτεται η μοναξιά, οι εμμονές και τα αδιέξοδά τους. Σχέσεις γυναικών μεταξύ τους: Μητέρας/κόρης, κόρης/μητέρας.
Η μάλλον κοινότυπη θεματική χρειαζόταν ένα διαφορετικό σενάριο από το αναιμικό της ταινίας και ουσιαστικούς και λειτουργικούς διαλόγους, στον αντίποδα της στιχομυθίας που λαμβάνει χώρα στην αίθουσα π.χ. αναμονής του ιατρείου.Η μηχανή είναι στριμωγμένη σε χώρους περιορισμένους, φαίνεται ότι οι κινήσεις της προσδιορίζονται από την ανάγκη, από το χώρο και όχι από επιλογή, έτσι αναγκάζεται να ακολουθήσει απλουστευτικά δρομολόγια, περιγραφικά, καταγράφοντας συλλήβδην ό,τι βρεθεί στο οπτικό της πεδίο. Για τον ίδιο μάλλον λόγο υποφέρει και το καδράρισμα που δεν είναι ιδιαίτερα ευφάνταστο. Το μοντάζ επίσης λειτουργεί σε δύο άξονες: Της παράλληλης δράσης π.χ. στους δύο χώρους των αντίστοιχων γυναικών, αλλά και της ισόχρονης διάρκειας για κάθε χώρο δράσης. Μετά από μερικά λεπτά το μοντάζ γίνεται προβλέψιμο τόσο που αρχίζεις να στοιχηματίζεις με τον εαυτό σου. Οι ερμηνείες των δύο γυναικών καίτοι καταγράφονται στα θετικά της ταινίας, υπό διαφορετικές συνθήκες θα ήταν πολύ περισσότερο «δαντελωτές». Ο συνδυασμός τουλάχιστον των παραπάνω δεν επιτρέπει στην ταινία να απογειωθεί.Παίζουν: Ράσμι Σούκουλη, Αλεξάνδρα Παυλίδου κ.ά.Παραγωγή: Ελλάδα (2008).
- ΚΡΙΤΙΚΗ - ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 16 Σεπτέμβρη 2010
No comments:
Post a Comment