Στον γκρίζο ουρανό του Βερολίνου φαίνεται ότι κατοικούν άγγελοι που σαν τον Κάσιελ και τον Ντάμιελ ρίχνουν από την Gedachniskirche του Βερολίνου το ασπρόμαυρο βλέμμα τους στην πόλη και περιγράφουν τον κόσμο από τη δική τους οπτική. Η χρήση υποκειμενικής κάμερας (κινητικότατη κι ακούραστη διαγράφει σύνθετες, ελικοειδείς εναέριες λήψεις) και της ασπρόμαυρης μονοχρωμίας, συνιστά εδώ στιλιστικό μέσο. Στην ουσία, ο αυθεντικός πρωταγωνιστής στην ποιητική αυτή ταινία είναι το στιλ. Η προοπτική του βλέμματος των αγγέλων κάνει πράξη το όνειρο κάθε αφηγητή: Να μπορεί να διασχίζει τοίχους κι ανοίγματα και να «μπαίνει» στη ζωή των ανθρώπων, να μπορεί να πλησιάζει οποιονδήποτε περαστικό και να τον χρίζει ήρωα σε κάποια στιγμιαία ιστορία. Ταυτόχρονα, το ίδιο βλέμμα σηματοδοτεί διαχωρισμό. Ιδιότητα που άπτεται της ανικανότητας του αγγέλου που, ενώ μπορεί να «βλέπει» τη σκέψη - λόγω έλλειψης αισθήσεων και συναισθημάτων - δεν κατορθώνει παρά να αγγίζει και να κλείνει στη χούφτα του μόνο το περίγραμμα των πραγμάτων. Με «Τα φτερά του έρωτα» ο Βέντερς επανέρχεται σε προσφιλή του θέματα όπως την αναζήτηση ταυτότητας και την καταγωγή, τη ρίζα, την προέλευση και ό,τι τέλος πάντων περικλείεται εννοιολογικά στον όρο «Heimat». Η θεματοποίηση και η αισθητικοποίηση μιας ευρύτερης έννοιας της ταυτότητας εμφανίζεται στην Τέχνη σαν αντίδραση, σε μια Γερμανία που δεν έχει κατορθώσει να επεξεργαστεί το ναζιστικό της παρελθόν.
Χωρίς ταυτότητα και ανίσχυροι - ο άγγελος Κάσιελ δεν κατορθώνει να σώσει το άτομο που επέλεξε να πεθάνει, τον αυτόχειρα του ουρανοξύστη - αόρατοι στα μάτια των ενηλίκων και ορατοί σε εκείνα των παιδιών, οι άγγελοι ρίχνουν το βλέμμα τους στην πόλη, στην ιστορία και τους κατοίκους της, σε ένα ταξίδι συλλογής σκέψεων, συναισθημάτων και μνημών ... στην συγκίνηση ενός άνδρα που επισκέπτεται το σπίτι της νεκρής μητέρας του, στους φόβους μιας ετοιμόγεννης γυναίκας, στους καυγάδες ενός ζευγαριού. Οι άγγελοι της ταινίας συναντιούνται συχνά και συζητούν για αποσπάσματα από ατομικές ιστορίες που μάζεψαν κατά την ατέρμονη περιπλάνησή τους. Ενας άγγελος εξομολογείται ότι υποφέρει με την ιδιότητα του «αιώνιου και αθάνατου» και θα ήθελε να πειραματιστεί ζώντας μια κανονική ανθρώπινη ζωή. Θα 'θελε να αισθανθεί το βάρος του σώματός του, να ταΐσει τη γάτα, να γευτεί ένα καλό φαγητό και να λερώσει τα δάκτυλά του ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα... Αγαπημένο μέρος των αγγέλων η Εθνική Βιβλιοθήκη όπου στεγάζεται συσσωρευμένη η γνώση και η μνήμη της ανθρωπότητας. Εδώ συναντούν το γέροντα - τον ιστορικό, τον παραμυθά, τον αφηγητή - που αναπολώντας το χρόνο παραπονιέται ότι έχασε τους ακροατές του. Κάποτε ήταν ο αφηγητής που συνιστούσε το κέντρο και ολόγυρά του υπήρχε ένας κόσμος που ο αφηγητής προσπαθούσε να εγκλωβίσει στον ιστό της αφήγησής του. Σήμερα, οι ακροατές μεταβλήθηκαν σε αναγνώστες και σε θεατές, σε ένα Βερολίνο που έχει απολέσει τον παλιό του χαρακτήρα. Στην πόλη βρίσκεται και ένας άλλος πρώην άγγελος, ο αγαπημένος του Βέντερς, Πίτερ Φολκ για τα γυρίσματα μιας ταινίας για τη ναζιστική περίοδο. Στην ίδια πόλη και η πανέμορφη ακροβάτισσα με τα ψεύτικα φτερά για την παράσταση του τσίρκου Αλεκάν. Και οι δυο καθημερινά λόγω δουλειάς εκθέτουν το σώμα τους και το επιδεικνύουν. Για χάρη της φτερωτής ακροβάτισσας που ερωτεύεται, αποποιείται ο Ντάμιελ την ιδιότητα του «αιώνιου κι αθάνατου» και ενδύεται το κοστούμι του θνητού.
Η διάσταση του χώρου, μέσα από την κατάδυση στο παρελθόν και το παρόν της πόλης, αποκτά χρήση δομική, δεδομένου ότι χωρίζει την ταινία σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο θεατής βιώνει μέσα από την προοπτική των αγγέλων έναν ιδιαίτερα αποσπασματικό χώρο και προσγειώνεται σε διαφορετικούς χώρους, όπου διαδραματίζονται γεγονότα τα οποία φαινομενικά δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Η «οριζόντια» διάσταση του χώρου στα road movies του Βέντερς αντικαθίσταται εδώ από μια αίσθηση «κάθετης » διάστασης του χώρου με συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των μεμονωμένων εικόνων. Στο δεύτερο μέρος μοιάζει να κυριαρχεί η προοπτική ότι για να μπορέσει κανείς να κατακτήσει μια «ιστορία», να ζήσει μια «ιστορία», θα πρέπει να αρνηθεί να βλέπει ανθρώπους και πράγματα σαν σκιές που κινούνται πίσω από μια οθόνη, θα πρέπει κανείς να ανακαλύψει το βαθύτερο νόημα των μικρών καθημερινών χειρονομιών. Για να μπορέσει κανείς να αλλάξει την πραγματικότητα πρέπει κανείς ακόμη να πιστεύει σε παραμύθια και να βλέπει την πραγματικότητα σαν παραμύθι. Και ένα από τα πιο γοητευτικά παραμύθια είναι εκείνο του έρωτα. Το φιλμ είναι αφιερωμένο σε τρεις μεγάλους του κινηματογράφου τον Οζου, τον Τρυφό και τον Ταρκόφσκι, που το 1987 είχαν ήδη αποδημήσει ...
Παίζουν: Μπρούνο Γκαντζ, Οτο Σάντερ, Σολβέιγ Ντομαρτάν, Κουρτ Μπουά, Πίτερ Φολκ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία, Γαλλία (1987)
ΡΟΥΝΕ ΝΤΕΝΣΤΑΝΤ ΛΑΝΓΚΛΟΥ: Βόρεια
Γραμμική και ήρεμα μονοδιάστατη η πρώτη μυθοπλαστική ταινία του Νορβηγού ντοκουμενταρίστα Ρούνε Ντένσταντ Λάνγκλου, αφήνει στο στόμα μια γεύση παγωμένα εξωτική, με τις εκπάγλου κάλλους εικόνες, που ευτυχώς απαντώνται μόνο ως καρτ ποστάλ.
Εικόνες του κάτασπρου, απέραντου και μακρόσυρτου σκανδιναβικού χειμώνα, του ανελέητου λευκού - σε αντιδιαστολή με τον «πράσινο χειμώνα», όπως αποκαλούν οι «καλότυχοι» ιθαγενείς το καλοκαίρι τους. Με το συγκεκριμένο φυσικό φόντο, που στέλνει σε χειμερία νάρκη, εκτός από το μισό ζωικό βασίλειο, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπινων όντων και που μόνο το αλκοόλ είναι σε θέση να θερμάνει και να αναθερμάνει, εκτυλίσσεται η ταινία. Στο επίκεντρο αυτού του ανώμαλου road movie, ένας νεαρός, πρώην αθλητής του σκι και νυν ερημίτης, ο Γιόμαρ, ένας «μοναχικός λύκος» που, μαθαίνοντας ξαφνικά ότι έχει ένα γιο, ξεκινά για ένα ταξίδι στα βόρεια της Νορβηγίας να βρει το παιδί του αλλά και τον εαυτό του.
Βασική κι ευτυχής αφηγηματική επιλογή το απεικονιστικό, πρόσκληση για υπαινιγμούς και πρόκληση στην αντίληψη και τη φαντασία του θεατή. Οι διάλογοι λακωνικοί. Φειδωλοί. Με αποτέλεσμα οι ελάχιστες φράσεις να αποκτούν άλλη διάσταση, όντως διαφορετική βαρύτητα για την πορεία του πρωταγωνιστή η οποία συντίθεται σε τρία κύρια κεφάλαια. Ετσι σκηνές, που στο χαρτί ίσως θεωρούνταν μπανάλ, εμφανίζονται πολύ λιγότερο δεδομένες. Η σχέση του σκηνοθέτη με τη φύση, η καλλιεργημένη διά της εμπειρίας του ως ντοκουμενταρίστα, ανθεί μέσα από ένα φάσμα εκπληκτικών λήψεων, εικόνες χιονισμένων τοπίων που ο Λάνγκλου διαχειρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σαν ιντερμέδια νεκρών χρόνων, σαν γεφύρωμα δύο καταστάσεων. Οι υπαρκτοί περιορισμοί του «Βόρεια» δεν άπτονται τόσο της τεχνικής ή της ατμόσφαιρας, όσο της ουσίας αυτής καθαυτής της ιστορίας η οποία δε διαθέτει ούτε κάτι ενδιαφέρον ούτε κάτι πρωτότυπο!
Παίζουν: Αντερς Μπάασμου Κρίστιανσεν, Μάρτε Αουνεμου, Αστριντ Σούλχαουγκ, Ράγκνχιλντ Βάνεμπου κ.ά.Παραγωγή: Νορβηγία (2009).
No comments:
Post a Comment