Wednesday, April 28, 2010

Στη σκιά των ξεχασμένων προγόνων

Θα ήθελα να υπερασπιστώ το δικαίωμα ύπαρξης της - μέτριας αισθητικά και ανεπαρκούς ιδεολογικά - ταινίας «Τη νύχτα που χάθηκαν τα αστέρια», λόγω της μοναδικής της ιδιότητας ως κοινωνικά χρήσιμης. Χρήσιμη για πλατφόρμα τυχόν συζητήσεων και προβληματισμών, που δίχως άλλο συνδέονται και με τους σημερινούς καιρούς κι έχουν να κάνουν με θέματα υπαρκτά στο φιλμ, όπως (ταξικός) δωσιλογισμός ή, προοπτικά, μαζικοί διωγμοί κάτω από διάφορες αιτιολογήσεις (ιδεολογία, ριζοσπαστικοποίηση κ.ά.), καθώς και αφύπνιση κι εγρήγορση της αποκαλούμενης σιωπηλής (και μη) πλειοψηφίας. Η ανέλκυση στην επιφάνεια του ιστορικού αυτού γεγονότος δίνει ακόμη εν μέρει απάντηση στην προσπάθεια εξίσωσης ναζισμού - κομμουνισμού που «δημοκρατικοί» απόγονοι δωσίλογων ευαγγελίζονται μέσω Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υπολοίπων «δημοκρατικών» θεσμών. Βέβαια και μετά την ήττα του ναζισμού υπήρξαν μπόλικα Ποδηλατοδρόμια, που ονομάζονταν, π.χ., Ιππόδρομοι, σε Ελλάδα, Χιλή και όχι μόνο, τα οποία «λειτούργησε» το ίδιο χέρι - κι αυτό ας μην το ξεχνούν οι περιπαθείς Εβραίοι. Πλάι στο καθήκον της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, η ταινία προτρέπει και σε «ανυπακοή». Εάν μια διαταγή είναι άδικη, δεν πρέπει να την υπακούμε. Μια «απλή» αδράνεια από πλευράς της γαλλικής αστυνομίας θα ήταν υπεραρκετή να εμποδίσει τους ναζί να ενεργοποιήσουν τα ολέθριά τους σχέδια. Ορίστε μία, ανώτατης τάξης, «ηθική» που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία...

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 29 Απρίλη 2010

ΡΟΖΛΙΝ ΜΠΟΣ: Τη νύχτα που χάθηκαν τα αστέρια


Τι μπορεί να πει κανείς; Οτι η πολύμηνη, επίπονη έρευνα και τεκμηρίωση στην οποία επιδόθηκε η σκηνοθέτις της ταινίας δεν συνιστούν υποχρεωτικά ένα καλό φιλμ; Γιατί ακριβώς γι' αυτήν την περίπτωση πρόκειται. Η ταινία αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της 16ης Ιουλίου 1942, τότε που η Γαλλική Αστυνομία, στις 4 τα ξημερώματα, με αιφνιδιαστικές εφόδους συνέλαβε πάνω από 13.000 Εβραίους, Γάλλους πολίτες, για να τους στείλει στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο μακάβριος αυτός κύκλος εξόντωσης για τους συλληφθέντες όλων των ηλικιών, θα περάσει από το Ολυμπιακό Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο, όπου για πέντε μερόνυχτα οι έγκλειστοι θα ζήσουν μέσα σε απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής κι όχι μόνο, προτού μεταφερθούν σε, γαλλικής διεύθυνσης, στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Λουαρέ, απ' όπου θα φορτωθούν στα τρένα για το Αουσβιτς και τους θαλάμους αερίων. Εφυγαν χωριστά. Αλλού οι άντρες, αλλού οι γυναίκες και μόνα τους τα σχεδόν πέντε χιλιάδες παιδιά, από τα οποία απειροελάχιστα επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Η ταινία, δυστυχώς, έχει το ύφος χολιγουντιανού «α λα γαλλικά» πονήματος, τυποποιημένου και ατσαλάκωτου και πλεόνασμα συγκινησιακής φόρτισης σε βάρος της εμβάθυνσης στις αιτίες που οδήγησαν στο απεχθές γεγονός.

Σε αντίθεση με το εξαίσιο «Mister Klein» του Τζόζεφ Λόουζι, που αναφέρεται στο ίδιο ιστορικό γεγονός, η οπτική γωνία στην ταινία της Μπος, διαμορφώνεται μέσα από το παιδικό βλέμμα που αντιμετωπίζει κάθε καινούργιο αφηγηματικό πεδίο με έκπληξη και παντελή αδυναμία κατανόησης του τι συμβαίνει και γιατί, όπως κι όλοι όσοι δηλώνουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η πολιτική ή τα κοινά. Ο κόσμος είχε διδαχθεί να έχει εμπιστοσύνη στη Γαλλία της μυθολογίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και η πλειοψηφία είχε καταπιεί το παραμύθι αμάσητο. Ο Χίτλερ δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος. Πίσω του βρίσκεται αλυσίδα ηθικών αυτουργών, οι κύριοι του ελεύθερου κόσμου, με μπροστάρηδες στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή τον Συνταγματάρχη Πετέν, τον πρωθυπουργό Λαβάλ και την Πολιτοφυλακή του Βισύ, των συνεργατών των Ναζί, 6.000 άνδρες που συγκροτήθηκαν σε Σώμα το οποίο με νόμο της 30ής Ιανουαρίου 1943 αναγνωρίζονταν ως Οργάνωση κοινής ωφέλειας. Ακατανόητη παραμένει η αναπαραγωγή σκηνών από το Μπέργκχοφ. Υλικό ντοκιμαντέρ με τον Χίτλερ και την Εύα Μπράουν στο ειδυλλιακό Μπέργκχοφ υπάρχει μπόλικο και είναι πασίγνωστο. Παρά ταύτα δεν θα έφερνα την παραμικρή αντίρρηση εάν η καρικατούρα του Χίτλερ αναλωνόταν σε μία και μοναδική, σημαντική κατ' εμέ, σκηνή που ο Χίτλερ - μετά από εκφώνηση λόγου του - λέει στους δικούς του: «Αυτά θα πρέπει να τα επαναλαμβάνουμε συνέχεια, για να τα πιστέψουν». Κατά τα άλλα, οι συζητήσεις μεταξύ Πετέν και Λαβάλ, οι διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές της Γαλλικής Αστυνομίας με την Γκεστάπο περνούν στα γρήγορα χωρίς να αποκαλύπτεται η ιδεολογία των Γάλλων συνεργατών. Εν κατακλείδι υποστηρίζω ότι το συγκεκριμένο καθήκον μνήμης δεν εφοδιάζει τις νεότερες γενιές με επαρκή όπλα, ώστε να κατανοήσουν τις αιτίες αυτής της πολιτικής. Τις εφοδιάζει απλά με συναισθηματική υπερεπάρκεια, ανθρωπιστικής τάξης.


Παίζουν: Ζαν Ρενό, Μελανί Λοράν, Γκαντ Ελμαλέχ, Κατρίν Αλεγκρέ, κ.ά.Παραγωγή: Γαλλία (2010).







ΑΝΤΡΖΕΪ ΓΙΑΚΙΜΟΦΣΚΙ: Αθώα κόλπα


Μετά το πέρας ενός, ανιαρού μάλλον, μισάωρου, ο θεατής που θα αφεθεί στην αβίαστη γοητεία της αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγει πλάνο πλάνο την ποίηση αυτού του ιδιαίτερης ευαισθησίας καθαρόαιμου απόγονου της σπουδαίας πολωνικής σχολής, με αισθητική που παραπέμπει ευθέως στο σοσιαλιστικό κινηματογραφικό παρελθόν και στιγμές ευθείας αναφοράς στον Κισλόφσκι - ο άστεγος με το καρότσι που διαπερνά το φιλμ, η έννοια του timing στις συναντήσεις των ανθρώπων, οι μεταφορές, π.χ., τα περιστέρια που φεύγουν και επανέρχονται στη βάση τους.
Αν δεν υπήρχε το μοντέρνο κτίριο της ιταλικής εταιρείας με τη σημαία της ΕΕ και το αυτοκίνητο του Ιταλού διευθυντή, θα μπορούσε κανείς μέχρι και να στοιχηματίσει ότι η ιστορία διαδραματίζεται 20 ή 30 χρόνια πριν. Μια ιστορία για μικρούς ανθρώπους με μικρά προσωπικά βάσανα χωρίς ίχνος επιφανειακής επιτήδευσης.

Ο δεκάχρονος Στέφεκ, που μεγάλωσε με την μητέρα του και τη μεγαλύτερη κατά 7 χρόνια αδελφή του Ελκα, το καλοκαίρι το περνά με χαλαρούς ρυθμούς στις γειτονιές και τις πλατείες της εργατικής και μουντής πόλης που κατοικεί. Σταθερός τόπος περισυλλογής για τον μικρό, ο σιδηροδρομικός σταθμός όπου τα τρένα έρχονται και φεύγουν. Εκεί ο Στέφεκ προκαλεί αδιάλειπτα την τύχη και την δωροδοκεί, ειδικά τώρα που πιστεύει ότι ο άνδρας που κάθε πρωί παίρνει από το σταθμό το τρένο για τη Βαρσοβία, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον πατέρα, που τους εγκατέλειψε όταν χώρισε με την μητέρα τους. Η αμφιβολία δίνει σταδιακά τη θέση της στη διαισθητική βεβαιότητα και το αγόρι στήνει ολόκληρη σκευωρία για να εμποδίσει τον πατέρα του - που τον γνωρίζει μόνο από μια μουτζουρωμένη και κατατρυπημένη φωτογραφία - να φύγει από την πόλη και φροντίζει να έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε ο άνδρας να ξανασυναντήσει την μητέρα. Ο auteur Γιακιμόφσκι, έχοντας υπόθεση εργασίας τη δυναμική παρέμβαση /επέμβαση στα γεγονότα, ανατρέπει τη θεωρία του μοιρολατρικού και του τυχαίου. Γύρω από τον Στέφεκ και την Ελκα περιφέρονται κι άλλα μέλη της μικρής κοινωνίας που κουβαλούν τις δικές τους μικρές καθημερινότητες. Εγκώμιο των μικρών τίποτα, περιπλάνηση μέσα σε εικόνες και καταστάσεις που δεν εξαρτώνται από συγκεκριμένο χωρόχρονο, παρατήρηση της ζωής. Ετσι απλά...

Παίζουν: Ντάμιαν Ουλ, Εβελίνα Βαλετζιάκ, Τόμας Σαπρίκ, Σιμεόνε Ματαρέλι, κ.ά.

Παραγωγή: Πολωνία (2007).

ΧΑΪΜΕ ΡΟΖΑΛΕΣ: Μοναξιά


Ενδιαφέρουσα «μικρή» ισπανική παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού. Αποσπάσματα καθημερινής ερημιάς των ανθρώπινων όντων, μέσα από τις παράλληλες ζωές της Αντέλα και της Αντόνια, μέσα σε παντελή απουσία μουσικής. Το νήμα που διαπερνά το φιλμ είναι η σιωπηλή μοναξιά, εκείνη η μικρή και γνώριμη που συνοδεύει όλες τις μέρες της Αντέλα, του πρώην άνδρα της, της άρρωστης κόρης της Αντόνια, έως εκείνη την πελώρια, επακόλουθο της καταλυτικής απώλειας, εκείνη που εισβάλλει στο σώμα και θολώνει το μυαλό.
Η Αντέλα ζει σε ένα χωριό στο νότο με τον μικρό της Μιγκελίτο, ονειρεύεται όμως να μετακομίσει στη Μαδρίτη. Στην πρωτεύουσα νοικιάζει ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα της Ινές και του Κάρλος και βρίσκει μια δουλειά. Η ζωή κυλά ήσυχα ως την ώρα που το τρομοκρατικό χτύπημα στο αστικό λεωφορείο που επιβαίνει με τον γιο της ανατρέπει ολοκληρωτικά την καινούρια της ισορροπία. Παράλληλα, παρακολουθούμε τη ζωή της Ινές, των δύο αδελφών και της μητέρας της Αντόνια. Συναντιούνται συχνά, παίζουν χαρτιά και συζητάνε για καθημερινά πράγματα, για ψώνια, χρήματα, για τη σημασία της ομορφιάς, για χαρακτήρες κι εγωισμούς. Η δύναμη του φιλμ βρίσκεται σε αυτά ακριβώς τα αποσπάσματα ζωής από την Ισπανία τού σήμερα, μακριά από τα στερεότυπα και την πολύχρωμη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα του Αλμοδόβαρ. Αυτή είναι η άλλη Ισπανία των μισθοσυντήρητων, της λιτότητας και της εργασιακής ανασφάλειας, η Ισπανία που φτάνει ασθμαίνοντας στο τέλος του μήνα. Εν τούτοις, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμφισβητήσιμες οι θεμελιώδεις στιλιστικές επιλογές της ταινίας που θέλουν την κάμερα ακίνητη και το συντριπτικό μέρος των εσωτερικών λήψεων, με τεχνική polyvision. Η τεχνική αυτή συνίσταται στο χωρισμό της cinemascope οθόνης στη μέση, σε δύο ίσα μέρη όπου το κάθε μισό απεικονίζει διαφορετική προοπτική της ίδιας σκηνής, δηλαδή του ίδιου χώρου από διαφορετικές γωνίες, αφηγηματική επιλογή που προτείνει ένα σύστημα αντίληψης διαφορετικό από το συνηθισμένο. Η ίδια τεχνική - polyvision - εφαρμόζεται επίσης ως εναλλακτική της κλασικής λήψης shot reverse shot. Εδώ στο μισό κάδρο απεικονίζεται ο ένας εκ των συνομιλητών «en face», ενώ δίπλα, στο άλλο μισό, απεικονίζεται ο δεύτερος «προφίλ» στους θεατές.

Παίζουν: Πέτρα Μαρτίνες, Σόνια Αλμάρτσια, Μίριαμ Κορέα, Νούρια Μενσία, κ.ά.

Παραγωγή: Ισπανία (2007).

ΚΑΤΡΙΝ ΚΟΡΣΙΝΙ: Φεύγω


Αρκετά ιδιαίτερη κι ενδιαφέρουσα ταινία, με μοντάζ διαμελισμένο, σχεδόν ανύπαρκτους διαλόγους και προεξέχουσα την γλώσσα του σώματος, θα προκαλέσει σύγχυση στον θεατή, ειδικά στην τελευταία σκηνή.
Το δίχως άλλο κοινότοπο κλισέ της πρώτης ανάγνωσης, θέλει την εύθραυστη και περασμένης πια νεότητας Αγγλίδα Σουζάν, σύζυγο πλούσιου υπερσυντηρητικού άνδρα και μητέρα δύο σχεδόν ενήλικων παιδιών, να ρίχνεται σε μια τυφλή ερωτική σχέση (η καθαυτό γέννησή της φαντάζει μηχανική και γρήγορη) με τον λιγομίλητο Καταλάνο εργάτη Ιβάν, συνειδητοποιώντας άμεσα ότι πρόκειται για συναισθηματικό μονόδρομο. Αφήνοντας την μονοτονία και την ανία της πολύχρονης ρουτίνας σε χρυσή φυλακή και την δυστυχία της έγγαμης - χωρίς ενθουσιασμό - σχέσης, ξαναμαθαίνει να είναι ο εαυτός της.

Κλασική ιστορία δοσμένη με απλή και γραμμική αφήγηση με άξονα την αντίθεση έρωτα/εξουσίας- χρήματος. Διανοητικά «ψυχρό» δράμα ενός έρωτα/αρρώστιας που καθ' όλη του την διάρκεια παρουσιάζεται παραμορφωμένος μέσα από μια μελοδραματική ματιά. Η ιστορία μιας γυναίκας που «υπάρχει» μέσα σε ένα μεσοαστικό οπισθοδρομικό περιβάλλον, που αποστατεί από την κοινωνική της τάξη, που προσβλέπει στην, με κάθε κόστος, χειραφέτησή της. Ο έρωτας, η επιθυμία, το πάθος, η έμμονη ιδέα την σπρώχνουν να τα αφήσει όλα πίσω της, να θυσιάσει τα πάντα για την θολή φιγούρα του Ιβάν, παρά τον ανορθολογισμό της επιλογής της. Το φιλμ καταφέρνει να ζωντανέψει πραγματικά, μόνο τότε που το δράμα συγκεκριμενοποιείται, στην καλύτερη σκηνή της ταινίας, όταν οι δύο εραστές αγγίζουν τα όρια της ταπείνωσης δουλεύοντας εποχιακά και όταν ξαναβρίσκονται σε ένα βενζινάδικο, χωρίς να μπορούν να πληρώσουν την βενζίνη.

Παίζουν: Κριστίν Σκοτ Τόμας, Σέρζι Λοπέζ, Ιβάν Ατάλ, Μπερνάρ Μπλανκάν κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2009)।

ΤΖΟΝ ΦΑΒΡΟ: Iron Man


Η ταινία Iron Man του 2008 αποδείχθηκε ιδιαίτερα αγαπητή σε κοινό και κριτικούς, που την κατέταξαν ανάμεσα στις καλύτερες της σύγχρονης κινηματογραφικής ποπ κουλτούρας. Πίσω από τον υπερ-ήρωα με το εντυπωσιακό σιδερένιο κοστούμι και τον ηθικό του κώδικα που «πετάει» και σώζει τον κόσμο, βρίσκεται ο πολυεκατομμυριούχος εφευρέτης και βιομήχανος Τόνι Σταρκ, ένας λαμπερός, όμορφος και ευφυής άνδρας. Ο Σταρκ όμως έχει αδύναμη καρδιά, γεγονός που τον καθιστά λιγότερο τέλειο, αλλά περισσότερο ανθρώπινο κι ευάλωτο και το κοινό «εξαναγκάζεται» να συμπάσχει μαζί του.

Στο Iron Man 2, ο Τόνι Σταρκ παλεύει για τη ζωή του, αφού τα ενεργειακά αποθέματά του εξαντλούνται με γοργούς ρυθμούς και αρνείται, παρά τις ισχυρές πιέσεις που δέχεται από κυβέρνηση, Τύπο και κοινό, να συνεργαστεί με το στρατό αποκαλύπτοντας τα μυστικά των εφευρέσεών του. Τρέμει τυχόν ολέθριες συνέπειες, σε περίπτωση που τα μυστικά αυτά πέσουν σε λάθος χέρια. Στο πλευρό του Τόνι (Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ), η σύμμαχός του Πέπερ (Γκουίνεθ Πάλτροου), η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Ντον Τσιντλ, ενώ τους εχθρούς του υποδύονται ο Μίκι Ρουρκ και ο Σαμ Ρόκγουελ.

Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ, Μίκι Ρούρκ, Ντον Τσιντλ, Γκουίνεθ Πάλτροου, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

No comments: