Μπορεί κανείς να σταθεί μεμονωμένα στα κοινωνικά θέματα που θίγει η ταινία. Στον αναλφαβητισμό, στην παχυσαρκία, στο βιασμό, στην αιμομιξία ή στην κακοποίηση σε οικογενειακά πλαίσια. Υπό το πρίσμα όμως του γενικότερου αλλά και ειδικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτά εντάσσονται, του τρόπου που υφαίνονται μεταξύ τους, που τα ανθρώπινα όντα συνδέονται με τις καταστάσεις, που οι καταστάσεις διαμορφώνουν, καθορίζουν και προσδιορίζουν τις δυνατότητες των ανθρώπων και το νόημα που οι ίδιοι επιλέγουν να δώσουν στη στάση που κρατούν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ενότητα άλλης διάστασης, φυλετικής και ταξικής.
Η 16χρονη Μονάκριβη δεν έχει καμιά σχέση με το πρότυπο του δημοφιλούς τηλεοπτικού γιατρού Χάξταμπλ, ή Μπιλ Κόσμπι, που ενσαρκώνει το όνειρο των λευκών για έναν μαύρο πληθυσμό οικονομικά αυτοδύναμο που σε όλα τα υπόλοιπα να αντιγράφει το αστικό life style. Ο ρόλος της Μονάκριβης, αντίθετα, συγκεντρώνει όχι τα τρία, αλλά τα δεκατρία κακά της μοίρας της, η μυθοπλασία της ταινίας φρόντισε γι' αυτό. Είναι φτωχή, αναλφάβητη, παχύσαρκη, πανάσχημη και κατάμαυρη. Το σχολείο την αποβάλλει οριστικά λόγω δεύτερης εγκυμοσύνης σε λίγα μόνο χρόνια. Υπεύθυνος για τις δυο εγκυμοσύνες, είναι ο, απών από την εικόνα, βιολογικός της πατέρας που την κακοποιεί σεξουαλικά, ενώ η μητέρα της που γνωρίζει τι συμβαίνει σιωπά. Η μητέρα είναι η προσωποποίηση του παρασιτικού στερεότυπου που ζει από τα κοινωνικά επιδόματα. Η Μονάκριβη, χαρακτήρας δομημένος με στοιχεία ακεραιότητας, ξεφεύγει από τη θλιβερή της πραγματικότητα με αντισταθμιστικές ονειροπολήσεις εκτυφλωτικής ευτυχίας, στηριγμένες στα λαμπερά πρότυπα, στις αξίες και τις αρχές της πολιτισμικής βιομηχανίας φθοράς των συνειδήσεων και την ίδια στιγμή, νεκρώνει τις αισθήσεις της με ποσότητες φτηνής λιπαρής τροφής. Σε στιγμές κορύφωσης της ασφυκτικής της απελπισίας, η Μονάκριβη κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει ότι η ίδια αντικατοπτρίζεται λεπτή, λευκή, ξανθή, συνήθης φαντασίωση πολλών εγχρώμων που γαλουχήθηκαν μέσα στον πολιτισμό των λευκών. Ηδη από τα πρώτα τους χρόνια, τα έγχρωμα παιδιά περιβάλλονται από εικόνες, κόμικς και βιβλία που ο ήρωας, με τον οποίο ταυτίζονται και αρχίζουν με τα μάτια του να βλέπουν και να μαθαίνουν τον κόσμο, είναι πάντα λευκός. Η φαντασίωση της μετουσίωσης σε λευκό δίνει έναυσμα σε διχασμό προσωπικότητας και σύμπλεγμα κατωτερότητας και μόνο τα όνειρα καθίστανται ικανά να λειτουργήσουν απελευθερωτικά.
Η Μονάκριβη, από μια σχεδόν τυχαία συγκυρία, αποστασιοποιείται κυριολεκτικά και μεταφορικά από το πνιγηρό περιβάλλον της, αρχίζει συνειδητά να καταπολεμά τον αναλφαβητισμό της, γράφει, διαβάζει, περισυλλέγει σιγά σιγά τα κομμάτια της και παίρνει με αποφασιστικότητα κι ελπίδα στα χέρια της τη ζωή, τη δική της και των παιδιών της. Οι χαρακτήρες και οι ρόλοι του φιλμ αποδίδουν μάλλον την ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος παρά εμβαθύνουν σε θέσεις που αφορούν στα ζητήματα που τίθενται. Οι ερμηνείες στο σύνολό τους είναι εξαιρετικές, ιδιαίτερα εκείνη της Μο Νικ, μητέρα της Μονάκριβης στο φιλμ. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]
No comments:
Post a Comment