- Αποσπάσματα αναμνήσεων του Ζυλ Ντασσέν από την εποχή του μακαρθισμού, με αφορμή την προβολή του «Ριφιφί» από 15/7 στις ελληνικές αίθουσες
Για δημιουργούς όπως ο Ζυλ Ντασσέν δε χρειάζεται αφορμή για να γράψεις. Η αστική αξιακή σαπίλα στον πολιτισμό και η καπιταλιστική βαρβαρότητα εν γένει είναι πάντα αφορμές για να αναφερθείς σε δημιουργούς που επέλεξαν να μην «πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο», ανεξαρτήτως κόστους.
Σήμερα πάντως ξαναμιλάμε για τον Ντασσέν με αφορμή την προβολή, από 15 Ιούλη στις αίθουσες (διανομή «New Star»), της βραβευμένης ταινίας του «Ριφιφί». Γυρίστηκε το 1954 στη Γαλλία, όπου αναγκάστηκε να καταφύγει, λόγω του μακαρθικού, αντικομμουνιστικού «πογκρόμ» στο Χόλιγουντ, και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια αναγκαστικής δημιουργικής σιωπής, αφού τα αντιδραστικά «πλοκάμια» των εταιρειών έφταναν και στην Ευρώπη δημιουργώντας του πολλά εμπόδια.
Αν και το «Ριφιφί» γυρίστηκε για λόγους επιβίωσης για τον ίδιο, ωστόσο, η σκηνοθετική μεγαλοφυία του κατέστησε την ταινία μια από τις καλύτερες στο είδος της («το καλύτερο φιλμ νουάρ που έχω δει» έλεγε ο Τριφό) αποσπώντας το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κανών (1955), το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του γαλλικού Συνδικάτου Κριτικών Κινηματογράφου (1956) κ.ά.
- Πριν τη «Νουβέλ Βαγκ»
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αύγουστου Λε Μπρετόν, το «Ριφιφί» ουσιαστικά αποδομεί τον «γκανγκστερικό» μύθο, «ψυχογραφώντας», όπως σημειώνουν οι κριτικές, «τους ήρωές του με μεγάλη λεπτομέρεια, ενώ η σεκάνς του ριφιφί είναι μια εκπληκτική, γεμάτη αγωνία σκηνή (...) Υπάρχει μια σοκαριστική σκηνή όπου ο Tόνι καταφέρει ένα χτύπημα τιμωρίας στη φίλη του και η ειλικρινής, σχεδόν ωμή απεικόνιση του ηρωινομανή αδελφού του. Επίσης η ασπρόμαυρη φωτογραφία των δρόμων, των μπαρ και των κλαμπ του Παρισιού (...) προαναγγέλλει την προτίμηση των σκηνοθετών της Νουβέλ Βαγκ για τη σκοτεινή ατμόσφαιρα στα πλάνα τους».
Σκηνή από την ταινία «Ριφιφί» Για την ταινία, και όχι μόνο, ο Ντασσέν μίλησε σε συνέντευξή του στον κριτικό Μπρους Γκόλντστάιν το 2001, από την οποία επιλέξαμε μερικά αποσπάσματα. Για το «Ριφιφί»: «(...) ο Μπεράρντ (σ.σ. ο παραγωγός) μου πρόσφερε αυτή τη δουλειά, ακριβώς επειδή είχα μπει στη μαύρη λίστα. Μου έλεγε: "Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να γυρίσει αυτή την ταινία". Και μου εξήγησε ότι όλοι οι "κακοί" στο βιβλίο είναι Αραβες της Αφρικής (τότε η Γαλλία είχε θέματα με την Αλγερία κλπ.), οπότε, μου έλεγε: "Εσύ είσαι τέλειος για την ταινία, γιατί μπορείς να βάλεις τους "κακούς" να είναι Αμερικανοί!" Και εγώ τον ρώτησα: "Εχεις σκεφτεί ποτέ να κάνουν τους "κακούς" Γάλλοι;" Και στο τέλος, τους κάναμε Γάλλους. Και έτσι πήρα τη δουλειά»...
Για τη μισάωρη σεκάνς της ληστείας, για την οποία γράφτηκαν πάρα πολλά, ο Ντασσέν λέει: «Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί αυτή η σεκάνς που δείχνει τη ληστεία έχει γυριστεί στην απόλυτη σιωπή. Αλλά γυρίστηκε έτσι γιατί όλοι αυτοί υποτίθεται ήταν επαγγελματίες ληστές και ο θόρυβος ήταν εχθρός τους. Φορούσαν όλοι ειδικά παπούτσια για να είναι αθόρυβοι και, μάλιστα, έβαλα τον Σεζάρ να φοράει παπούτσια μπαλέτου!»...
Αυτή είναι ουσιαστικά μια θέση για τη χρήση της αισθητικής απλότητας ώστε να υπογραμμιστεί το κύριο. Τη συναντάμε και σε άλλους σπουδαίους δημιουργούς. Ο Ντάσιελ Χάμετ, π.χ., θα είχε υπόψη του πλήθος υπερφίαλων και άχρηστων λογοτεχνικών περιγραφών για να αναγκάζεται να λέει στους νέους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ότι για να λέγεται ένα όπλο περίστροφο, πρέπει να έχει πάνω του κάτι που να περιστρέφεται...
Για το μακαρθικό «κυνήγι μαγισσών» ο Ντασσέν δηλώνει: «Γύρισα την ταινία "Η νύχτα και η πόλη" το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1954, γύρισα το "Ριφιφί". Στο ενδιάμεσο υπήρξε ένα μεγάλο κενό. Δεν είχα καθόλου δουλειά, εκτός τα λιγοστά σενάρια που πουλούσα στον φίλο μου, τον παραγωγό Εντουαρντ Ζάνουκ, χάρη στα οποία επιβίωνα εγώ και οι άλλοι της ομάδας μου. Αλλά εκείνες ήταν μέρες ανεργίας ή μάλλον μέρες που ήταν αδύνατο να εργαστείς. Εχει τόσες πτυχές το θέμα της μαύρης λίστας... Σκέφτεσαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που καταστράφηκε η ζωή τους, άνθρωποι που είχαν φίλους, άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να ξαναεργαστούν ποτέ. Κάποιοι τα βόλευαν γράφοντας σενάρια με άλλους να υπογράφουν στη θέση τους, αλλά ήταν πολύ επώδυνο να βλέπεις καλά παιδιά να έχουν λυγίσει από την απειλή του αποκλεισμού από την εργασία. Δημιουργήθηκαν επίσης πολλά οικογενειακά προβλήματα, η γυναίκα σου για παράδειγμα, μπορεί να έλεγε: "Τι θα κάνουμε; Πώς θα αναθρέψεις τα παιδιά σου; Εμείς δεν νοιαζόμαστε για τις αρχές σου, σκέψου την οικογένειά σου". Γίνανε πολλά τέτοια...».
- «Ανεπιθύμητος»
«(...) Ηταν ένας σκηνοθέτης που τον λέγανε Ρόμπερτ Ρόσεν, που είχε κάνει μερικές πολύ καλές ταινίες και ήταν από τους πρώτους που είπε: "Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό στους ανθρώπους. Δεν θα συνεργαστώ με τις εξεταστικές επιτροπές και όλα αυτά με τις ανακρίσεις". Γιατί αντιμετωπίσαμε δύσκολες καταστάσεις τότε: βρίσκαμε συνθήματα γραμμένα στους τοίχους των σπιτιών μας και δεχόμασταν προσβολές, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και ο Ρόσεν είχε να αντιμετωπίσει τα παιδιά του. Τους εξήγησε γιατί ήταν λάθος να καταδίδεις και να προδίδεις κόσμο και τα έκανε να καταλάβουν. Αλλά αργότερα ο Ρόμπερτ λύγισε και κατέδωσε ένα σωρό ανθρώπους και έπειτα έπρεπε να τους εξηγήσει αυτή του την πράξη. Και τα παιδιά του, δεν ξέρω πώς νιώθουν τώρα, αλλά τότε ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση για πολλά χρόνια».
«(...) Περιμέναμε ότι κάποιοι θα γίνονταν οι ήρωές μας και όταν αυτοί έσπαγαν, μας πόναγε πολύ. Μιλάω για ανθρώπους όπως τον Κλίφορντ Οντέτς, τον Ελία Καζάν φυσικά, και άλλους. Και η καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές μάς ράγιζε την καρδιά, γιατί πρώτα απ' όλα όλοι αυτοί ήταν φίλοι μας και νομίζαμε ότι ήταν άνθρωποι με αρχές. (...) Και τελικά, για να γλιτώσεις τους ανθρώπους σου από την ντροπή να σας δούνε μαζί, αναγκαζόσουν να κρύβεσαι εσύ. Θυμάμαι σε ένα φεστιβάλ των Κανών (...) είδα τον Τζιν Κέλι να έρχεται προς το μέρος μου και γω έτρεξα να κρυφτώ κάπου για να τον γλιτώσω από την ντροπή. Και πριν προλάβω, ένιωσα να με έχει πιάσει κάποιος σφιχτά: ήταν ο Τζιν και μου είπε: "Τι νομίζεις ότι πας να κάνεις;" Εγώ δίστασα αλλά εκείνος δεν με άφησε. Και μια άλλη φορά (...) υπήρχαν εκατοντάδες φωτογράφοι στα σκαλιά και ο Τζιν με κρατούσε σφιχτά, ήταν ο μόνος Αμερικανός που με πλησίαζε... Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά ένας τύπος μια φορά κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι μόνο και μόνο για να μην τον δουν μαζί μου! (...)
Το 1951 με είχαν καλέσει στη Γαλλία να γυρίσω μια ταινία (...) Είχαν επιλέξει για την ταινία την Ζα Ζα Γκαμπόρ, που ήταν τότε μεγάλη σταρ στη Γαλλία. Περίπου μια εβδομάδα πριν το γύρισμα λοιπόν ήρθε η Ζα Ζα Γκαμπόρ κλαίγοντας και μου είπε: "Δεν μπορώ να παίξω στην ταινία, γιατί με ειδοποίησαν από την Αμερική ότι αν δουλέψω με τον Ντασσέν, δεν θα μου επιτρέψουν να εργαστώ στο Χόλιγουντ ξανά". Αργότερα, ακολούθησε κι άλλο μήνυμα από το εξωτερικό, από τον Ρόι Μπρούερ, επικεφαλής της Ενωσης Τεχνικών της Καλιφόρνια, που είπε στον παραγωγό μου ότι, αν δούλευε μαζί μου, δεν θα έβρισκε ποτέ διανομή στην Αμερική αυτή η ταινία αλλά και καμία άλλη ταινία του...
Κάθε χώρα έκανε τη δική της δεξίωση στις Κάνες (...) Στο τέλος πια οι Αμερικανοί θεωρήσανε ότι ήταν καλύτερο να μας καλέσουν. Και αυτό ήταν πολύ αστείο. Γιατί αυτοί που στέκονταν στην σειρά για να σε χαιρετίσουν, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Αμερικανοί σταρ, έβρισκαν τόσο έξυπνους τρόπους να σε αποφύγουν! Σκαρφίζονταν ένα σωρό κόλπα: σκύβανε ή υψώνανε το ποτήρι στο πρόσωπό τους, ώστε τελικά δεν έβλεπες ούτε ένα πρόσωπο! Είχε πολλή πλάκα. Αλλά και στη Ρώμη, ενώ ετοίμαζα μια ταινία (...) την μπλοκάρανε και μού ζητήθηκε να φύγω από τη Ρώμη ως "ανεπιθύμητος". Πήγα στην αμερικανική πρεσβεία για το θέμα αυτό και δεν με δεχτήκανε (...)».Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 18 Ιούλη 2010
Η συνέντευξη του Ντασσέν περιέχεται στο συνοδευτικό υλικό της «New Star» για την ταινία
No comments:
Post a Comment