«
Ούτε το έγκλημα ούτε η βία μπορούν να διακόψουν την κοινωνική εξέλιξη. Η ιστορία είναι δική μας. Γράφεται από τους λαούς...», είναι μερικά από τα τελευταία λόγια του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η 11
η Σεπτέμβρη 2001, με την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, πέρασε στην ιστορία. Ομως η 11
η του Σεπτέμβρη αποτελούσε ήδη ορόσημο, όταν πριν 35 χρόνια, το 1973, βομβαρδίστηκε το προεδρικό μέγαρο, στο Σαντιάγκο της Χιλής, κατά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Στα τρία μόλις χρόνια διακυβέρνησης του μαρξιστή γιατρού Σαλβαδόρ Αλιέντε, το ουμανιστικό του όραμα, για μια δίκαιη κοινωνία ισότητας και ελευθερίας για όλους, πήρε σάρκα και οστά. Το όνειρο, όμως, για μια ειρηνική επανάσταση προς το σοσιαλισμό γκρεμίστηκε, όταν οι Αμερικανοί, σε αγαστή συνεργασία με την εγχώρια πλουτοκρατία, οργάνωσαν τη συντονισμένη οικονομική αποσταθεροποίηση της χώρας, κάτω από το φόβο απελευθέρωσης της επαναστατικής δυναμικής των μαζών, οδηγώντας, έτσι, τη Χιλή σε μια 17χρονη χούντα, με βασανισμούς, εκτελέσεις και εξαφανίσεις χιλιάδων ανθρώπων.
Μερικές από τις ταινίες που θα προβληθούν στο αφιέρωμα είναι:
«Γλυκιά πατρίδα», 1987, του Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, όπου δύο οικογένειες παγιδεύονται κατά το πραξικόπημα του Πινοσέτ.
«Ο αγνοούμενος», 1982, το βραβευμένο με Οσκαρ φιλμ του Κώστα Γαβρά, σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Συγκλονιστική είναι η ερμηνεία του Τζακ Λέμον, στο ρόλο του τραγικού πατέρα, ενώ η Σίσι Σπάισεκ υποδύεται τη σύζυγο του αγνοούμενου.
«Ματσούκα», 2004, του Αντρές Γουντ. Στα πλαίσια των κοινωνικών πειραμάτων της κυβέρνησης Αλιέντε, δίνεται δυνατότητα στους αυτόχθονες Ινδιάνους να φοιτήσουν δωρεάν σε ιδιωτικά κολέγια. Ετσι, ο Ματσούκα και ο Γκονζάλο γίνονται φίλοι, παρά τις κοινωνικές τους διαφορές. Η ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης, τους αναγκάζει να συνειδητοποιηθούν ταξικά και πολιτικά. Η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία γίνεται βίαια, με τίμημα τη χαμένη τους αθωότητα.
«Πουθενά», 2002, του Λουίς Σεπούλβεδα, με μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, όπου μια ιδιότυπη ομάδα πολιτικών κρατουμένων φρουρείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης αντιφρονούντων.
«Βρέχει πάνω απ' το Σαντιάγκο», 1976, του Χέλβιο Σότο, σε μια δραματική αναβίωση των γεγονότων του πραξικοπήματος, με πρωταγωνίστρια την Μπι-Μπι Αντερσον, και μουσική του Αστορ Πιατσόλα. Το ομότιτλο τραγούδι ακούστηκε από το ραδιόφωνο το πρωινό της 11ης Σεπτέμβρη 1973, ως σύνθημα των στρατιωτικών πως ξεκίνησε το πραξικόπημα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα
ντοκιμαντέρ που παρουσιάζονται στο αφιέρωμα. Την τιμητική του έχει ο ντοκιμαντερίστας Πατρίτσιο Γκουσμάν.
Στο
«Σαλβαδόρ Αλιέντε», 2004, παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Αλιέντε, με συνεντεύξεις και με υλικό που ο ίδιος είχε κινηματογραφήσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κυνικότητα των απόψεων του τότε Αμερικανού Πρέσβη στη Χιλή, Εντουαρντ Κόρι, καθώς και η παρουσία της Ανίτα, που περιγράφει με συγκίνηση τον παιδικό της φίλο Σαλβαδόρ και ζυμώνει μπροστά στην κάμερα, παρά τα 87 της χρόνια, τα αγαπημένα του εμπανάδας. Σ' αυτό το ντοκιμαντέρ αναφέρεται η λέξη «ουτοπία» ως χαρακτηριστικό του «χιλιανού πειράματος». Διαφωτιστική, υπό τους ήχους του παραδοσιακού συγκροτήματος «Ιντι Ιλιμάνι», είναι και η συζήτηση που γίνεται ανάμεσα στα πρώην μέλη της Λαϊκής Ενότητας, της παράταξης του Αλιέντε, που σχολιάζουν τα λάθη του, όπως η συμμετοχή στρατιωτικών στο υπουργικό συμβούλιο, για την αποφυγή πραξικοπήματος: «... δε στηρίχτηκε στη δύναμη των εργατών, αλλά επεδίωξε την υποστήριξη του στρατού». Υποστηρίζουν, δηλαδή, πως το μοντέλο της μετάβασης προς το σοσιαλισμό μέσω της νομιμότητας, είναι αδιέξοδο: «... Χρειαζόταν ο σχηματισμός ενός λαϊκού στρατού. Ο Αλιέντε δεν πίστευε ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα παραβίαζαν το Σύνταγμα» λέει με πίκρα ένας σύντροφος, τη στιγμή που βλέπουμε στην οθόνη το βομβαρδισμό της Λα Μονέδα.
Αλλα ντοκιμαντέρ του ίδιου είναι το τρίπτυχο «Η μάχη της Χιλής», με πρώτο μέρος «Η εξέγερση της μπουρζουαζίας», 1975, δεύτερο «Το πραξικόπημα», 1977, και τρίτο «Η λαϊκή εξουσία», 1979, καθώς και «Ο πρώτος χρόνος του Αλιέντε», 1972, αλλά και το «Υπόθεση Πινοσέτ», 2001, για τη σύλληψη του δικτάτορα στο Λονδίνο, στις 22 Σεπτέμβρη 1998, όπου, μετά από 25 χρόνια, κλήθηκαν για πρώτη φορά σε ακρόαση από το δικαστήριο τα θύματα της χούντας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σπάνια ντοκιμαντέρ των Ανατολικογερμανών Βάλτερ Χαϊνόφσκι και Γκέρχαρντ Σόιμαν:
«
Ο πόλεμος με τις μούμιες», 1974, μας μεταφέρει από την πρώτη σκηνή σε μια ενθουσιώδη διαδήλωση των αρχών του '70, με κυρίαρχο σύνθημα «Οποιος δε χοροπηδάει είναι μούμια!», όπου η λέξη μούμια, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, συμβολίζει τον «καπιταλιστή, αυτόν που κλέβει το μεροκάματο του εργάτη». Στο φιλμ αυτό, παρουσιάζεται η προετοιμασία του πραξικοπήματος. Οι εικόνες νεορεαλιστικής αισθητικής, με τα πεινασμένα παιδιά, πείθουν για την εξαθλίωση του λαού και την αναγκαιότητα του κοινωνικού έργου του Αλιέντε, που δεσμεύεται για «τέσσερις τοίχους και μία στέγη για όλους». Μια χαρακτηριστική κινηματογραφική πρακτική των σκηνοθετών είναι η χρήση ενός «ιδεολογικού» μοντάζ, μέσα από την αντίφαση: κατά το βομβαρδισμό του προεδρικού μεγάρου, βλέπουμε μια αγρότισσα να λέει «ο Πρόεδρος δε θα μας προδώσει, είναι άνθρωπος με καλή καρδιά» και ένα πλάνο συλλογικής φωτογραφίας του δικτάτορα Πινοσέτ σε αυταρχική πόζα, ανάμεσα σε χουντικούς στρατιωτικούς. Γνωστή αισθητική, που επιχειρεί με πόζες μεγαλείου να επιβάλει την εξουσία των στρατηγών. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τις κτηνωδίες της χουντικής δικτατορίας, με ανθρώπους δεμένους πισθάγκωνα, που καταλήγουν σε κοντινό πλάνο με υψωμένη γροθιά, μπροστά από τη σημαία της Λαϊκής Ενότητας. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα της εξαιρετικής δουλειάς του μοντάζ των Χαϊνόφσκι και Σόιμαν, που δημιούργησαν τα πιο πολιτικά ντοκιμαντέρ για τη δικτατορία της Χιλής. Η εστίαση στα πρόσωπα, ως αυθεντικά πορτρέτα του χιλιανού λαού, μαρτυρά την ουμανιστική μαρξιστική αισθητική των σκηνοθετών. Στο ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτονται βήμα προς βήμα τα συμφέροντα των αμερικάνικων μονοπωλίων και των πολυεθνικών που οδήγησαν τη Χιλή σε οικονομικό αποκλεισμό.
«
Αλύγιστος στη φωτιά», 1978. Η πρώτη εικόνα δείχνει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε ετοιμοπόλεμο, με το αυτόματο που του χάρισε ο Φιντέλ Κάστρο και στρατιωτικό κράνος, κατά το πρωινό της 11
ης Σεπτέμβρη 1973. Η σύζυγός του Ορτένσια και ο σύντροφός του Ντανίλο Μπαρτουλίν μιλάνε μπροστά στο φακό για τις τελευταίες ώρες του Αλιέντε. Εδώ αποτυπώνεται λεπτό προς λεπτό η μάχη της υπεράσπισης του προεδρικού μεγάρου. Οι διοικητές της χούντας αποκαλύπτουν την επιχείρηση της Αεροπορίας, με κωδικό όνομα «Σιλένσιο», για το βομβαρδισμό του Λα Μονέδα, καθώς και πολυάριθμων ραδιοσταθμών και της οικίας του Προέδρου. Συγκλονιστική είναι η ακρόαση του τελευταίου λόγου του Αλιέντε, που αποχαιρετά τον χιλιανό λαό.
«
Οι νεκροί δε σιωπούν», 1978. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες των συζύγων υπουργών Αμυνας επί Αλιέντε, που αποκαλύπτουν ότι υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια πριν τη δολοφονία τους από τη χούντα. Η εικόνα του φλεγόμενου προεδρικού μεγάρου συνδυάζεται με τη βαθύτατα μελαγχολική σονάτα του Μπαχ για σόλο βιολί από τον Γιεχούντι Μενουχίν. Η θλιμμένη μελωδία του Μπαχ συνοδεύει και τις κηδείες των δολοφονηθέντων υπουργών. Ο μαρξιστικός χαρακτήρας του μοντάζ είναι έκδηλος και στις παρελάσεις, όπου βλέπουμε εμβόλιμα πλάνα πολιτών που συλλαμβάνονται, υπό τους ήχους του ίδιου στρατιωτικού εμβατήριου.Αλλα ντοκιμαντέρ του περίφημου ντουέτου σκηνοθετών, είναι:
«Η Χιλή μετά το πραξικόπημα», 1974, όπου οι σκηνοθέτες κατάφεραν να κινηματογραφήσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να πάρουν συνεντεύξεις από τους πολιτικούς κρατούμενους, καθώς και «Το λευκό πραξικόπημα», 1975, για την ανεπιτυχή προσπάθεια της ανατροπής του Αλιέντε κατά τις βουλευτικές εκλογές.
Αξίζουν επίσης «Η Χιλή με όπλα και τραγούδια», 1973, σε συλλογική σκηνοθεσία, το σοβιετικής παραγωγής ντοκιμαντέρ «Νύχτα πάνω από τη Χιλή», 1977, των Σεμπάστιαν Αλαρκόν και Αλεξάντρ Κοζάρεβ και «Η πόλη των φωτογράφων», 2006, του Σεμπάστιαν Μαρένο, όπου μια ομάδα φωτορεπόρτερ απαθανατίζει στους δρόμους το λαό της Χιλής κατά τη διάρκεια της 17χρονης χούντας.
Μην χάσετε το εξαιρετικό αυτό αφιέρωμα, που ενισχύει την ιστορική μνήμη μέσα από συγκλονιστικές εικόνες σκοτεινών εποχών, που δεν πρέπει να λησμονούμε, γιατί όπως επισημαίνει και ο Πατρίτσιο Γκουσμάν «... μια χώρα χωρίς ντοκουμέντα είναι μια οικογένεια χωρίς φωτογραφίες, μια άδεια μνήμη».
Ιφιγένεια ΚΑΛΑΝΤΖΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
No comments:
Post a Comment