Friday, June 4, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ιστορίες καινούριες, παλιότερες και παλιές


Μοιρασμένες ισομερώς οι ταινίες της βδομάδας σε δυο καινούριες παραγωγές του 2009 και δυο κλασικές σε επανέκδοση. Ολες τους ενδιαφέρουσες, η καθεμιά με τον τρόπο της. Εχει επίσης εξαγγελθεί και μια ελληνική παρουσία. Μια κωμωδία που φέρει τον αγγλικό τίτλο «The Kings of Mykonos», μια ελληνο-αυστραλέζικη συμπαραγωγή σε σκηνοθεσία Πίτερ Ανδρικίδη. Την ταινία δεν την είδαμε, αλλά, για στοιχειώδη ενημέρωσή σας, παραθέτουμε το δελτίο Τύπου που την συνοδεύει και έχει ως εξής: «Η ταινία περιγράφει την ιστορία ενός Ελληνοαυστραλού που κληρονομεί μια παραλία και μια ταβέρνα στην Μύκονο από έναν θείο που δε γνώρισε ποτέ. Αγνοώντας την ελληνική νοοτροπία και κουβαλώντας την "αφέλεια" του μετανάστη, θα ταξιδέψει με τον κολλητό του στην Μύκονο. Εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπος με συγγενείς και τοπικούς παράγοντες που όλοι θα προσπαθήσουν να τον εξαπατήσουν και να του βάλουν τρικλοποδιές. Ετσι θα ανακαλύψει πως μια δελεαστική κληρονομιά κρύβει πολλές παγίδες και πως η όμορφη Μύκονος δεν είναι ο παράδεισος που φανταζόταν». Στο φιλμ μεταξύ άλλων κρατούν πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Δημήτρης Σταρόβας και η Ζέτα Μακρυπούλια. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 3 Ιούνη 2010]
ΑΛΕΞΙΣ ΔΟΣ ΣΑΝΤΟΣ: Ξέστρωτα κρεβάτια 
Με την μηχανή - ως επί το πλείστον - στον ώμο, με πληθώρα κοντινών, κυρίως όμως πρώτων πλάνων και «σφήνες» με λεπτομέρειες από πόμολα, κουπαστές και κλειδαριές, με σειρά γοητευτικών σεκάνς με voice off και με κερματισμένο και γρήγορο μοντάζ με σημασία εκφραστική κι όχι απλά αφηγηματική, η δεύτερη ταινία του Αργεντινού Αλέξις Δος Σάντος, πνιγμένη στη μουσική, αφηγείται δυο παράλληλες ιστορίες τοποθετημένες στο Λονδίνο.
 
Του εικοσάχρονου Ισπανού Αξλ και της κατά τι μεγαλύτερής του Βελγίδας, Βέρα. Δυο ξένοι που γνωρίστηκαν τυχαία στο κοινόβιο, που ζουν στο υπό κατάληψη κτίριο, ο ένας ψάχνει να βρει τον, άγνωστο, Αγγλο πατέρα του, η άλλη ψάχνει να βρει τον εαυτό της, μετά από μια ερωτική αποτυχία. Ο πρώτος κατορθώνει να εντοπίσει τον γεννήτορά του, γρήγορα όμως κατανοεί ότι δεν είναι το αίμα, αλλά η επαφή που γεννά τις ανθρώπινες σχέσεις (αντεστραμμένο το ερώτημα που τίθεται στον «Καυκασιανό Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπρεχτ). Η δεύτερη βρίσκει γιατρειά μέσα από έναν καινούργιο έρωτα - όπως συνήθως συμβαίνει. 
Η ανάπτυξη της θεματικής τελεί σε πλήρη αρμονία με το νεαρό της ηλικίας των ρόλων της ταινίας. Οι νέοι, κατά κανόνα, ψάχνουν και ψάχνονται. Οι νέοι, πολλές φορές στεγάζονται προσωρινά σε εγκαταλελειμμένα - υπό κατάληψη - κτίρια και ζουν σε συνθήκες κατά το μάλλον ή ήττον σπαρτιάτικες. Οι νέοι, συνήθως, διαθέτουν πολυτέλεια χρόνου. Οχι, φυσικά, οι νέοι της εργατικής τάξης που, ιδιαίτερα σήμερα, πνίγουν τα νιάτα τους οι ανάγκες της επιβίωσης. Γι' αυτούς λίγοι κινηματογραφιστές μιλούν, αυτοί δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την «τέχνη». Αντικείμενο της σπουδής είναι άλλοι, αυτοί που έχουν την πολυτέλεια της ομφαλοσκόπησης και που ο Δος Σάντος καταγράφει, χρησιμοποιώντας την κινηματογραφική γλώσσα, για να συνθέσει μια πράγματι προσωπική αφήγηση. Με κύριο όγκο υλικού πλάνα που όλο και περνούν σε πιο κοντινά, σε πιο «α-χωρικά» και «α-χρονικά» που παραπέμπουν σε ψυχολογική διερεύνηση. Πέρα από μια προδιαγεγραμμένη καθημερινότητα, οι δυο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες αναλώνονται σε ατέρμονες συζητήσεις, σε ξενύχτια και μεθύσια σε φοιτητικά στέκια που φιλοξενούν την τέχνη άγνωστων μουσικών ταλέντων και σε ψυχαγωγικές συνάξεις διαφόρων τύπων. Ξενίζει ότι όχι μόνο στο αμιγώς στενό αλλά και στο ευρύτερα εικονογραφούμενο - εντός και εκτός κάδρου - περιβάλλον δε συναντάται κάποια θέση, κάποια άποψη, έστω υπαινιγμός κοινωνικο - οικονομικο - πολιτικής διάστασης που να συνδέει το προσωπικό με το κοινωνικό σε αυτό το μονοσήμαντα απεικονιζόμενο περιβάλλον και κλίμα μέσα στο οποίο «υπάρχουν» αυτά τα συμπαθέστατα κατά τ' άλλα παιδιά.
Παίζουν: Φερνάντο Τίλβε, Ντέμπορα Φρανσουά, Ιντο Γκόλντμπεργκ, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία (2009).
ΑΝ ΦΟΝΤΕΝ: Coco before Chanel
Η αφίσα της ταινίας
Μέσα από την οπτική της Αν Φοντέν και την ερμηνευτική γραμμή της Οντρέ Τοτού, αποκομίζει κανείς την αίσθηση ότι η προσέγγιση του θέματος επικεντρώνεται στην απόδοση ειδικού βάρους στο συνδυασμό ψυχισμού και χαρακτήρα της Σανέλ, όπως διαμορφώθηκαν μέσα από τα δυσάρεστα και δύσκολα που της φύλαγε μια ζωή πλούσια σε προσβολές και καταπίεση.
 
Η μητέρα της πεθαίνει νωρίς, ο πατέρας εγκαταλείπει τις δυο μικρές του κόρες σε ορφανοτροφείο και έκτοτε χάνεται από τη δύστροπη και τραχιά ζωή των αδελφών, που ράβουν στριφώματα και τραγουδούν ως δεσποινίδες, σε πνιγμένα στους καπνούς επαρχιακά κακόφημα καταγώγια. Η προσέγγιση αυτή μοιάζει να προλειαίνει το έδαφος, ώστε, κατά κάποιο τρόπο, να μετριάζεται και να κατατάσσεται σε γενικά πλαίσια ανθρώπινης αδυναμίας, η συμπεριφορά του ιστορικού προσώπου Κοκό Σανέλ ή Gabrielle Bonheur Chanel (1883-1971), που τα κρίσιμα χρόνια 1939-1945 η πεμπτουσία της γυναικείας κομψότητας χαριεντιζόταν κάτω από τα παπλώματα, με αξιωματούχους των Ες-Ες. Πράξεις collaborateur, συνεργάτη δηλαδή του κατακτητή, πράξη που απέχει παρασάγγας από κάθε έννοια γοητείας, χάρης και λεπτότητας. Τόσο το φιλμ της Φοντέν, όσο και ακόμα μία πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή με τίτλο «Coco Chanel & Igor Stravinsky» τηρούν σιγήν ιχθύος για κείνα τα χρόνια. Δικαιολογίες, βέβαια, υπάρχουν, η οριοθέτηση του μύθου δεν ακουμπά χρονικά το γεγονός που στιγμάτισε την Σανέλ με ρετσινιά ανεξίτηλη, την οποία κουβαλούσε ως το θάνατό της και που αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να ξεπετάξει από τις ζέρσεϊ φούστες της. Πού ξέρετε, όμως, μπορεί σε λίγα χρόνια η ευρωένωση να της απονείμει και ειδικής κοπής ευρωενωσιακό μετάλλιο για τη συνεργασία της με τους Ναζί και ας βρισκόταν στο Παρίσι και όχι στο Βισί του Πετέν. 
Βασισμένη στο βιβλίο «L' irreguiliere ou mon itineraire Chanel» της Edmonde Charles - Rouxs, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και φεμινιστική. Μια γυναίκα με έντονα στοιχεία πρωτοφεμινισμού, που προπορεύεται της εποχής της. Το οστέινό της σώμα, η ανδρόγυνη στάση της, το σικ στον τρόπο που κινείται, στον τρόπο που υπάρχει. Μια γυναίκα που αγωνιά να αναρριχηθεί ταξικά και να επικυρώσει την καταξίωση και κυριαρχία της μέσα από την οικονομική της ανεξαρτησία. Ενδοιασμούς για τα μέσα που θα την οδηγήσουν στο σκοπό δεν έχει. Αν πρέπει, ας είναι οι εύποροι εραστές ή παντός είδους χορηγοί - φθάνει ό,τι γίνεται, να γίνεται με καθωσπρεπισμό, όπως επιβάλλουν οι κώδικες της τάξης, στο libro d' oro της οποίας επιθυμεί να καταχωρηθεί ως προεξέχον μέλος. Η ερμηνεία της Οντρέ Τοτού, μινιμαλιστική σε χειρονομίες και έκφραση σώματος, βασίζεται και εστιάζει στο βλέμμα το οποίο όχι μόνον αντικατοπτρίζει σκέψεις και κρίσεις του υποδυόμενου ρόλου, αλλά εξερευνά και καταγράφει τα συμφραζόμενα κάθε περιβάλλοντα χώρου. Το μεγαλύτερο ταλέντο της αντικομφορμίστριας - και καθόλου επαναστάτριας - Σανέλ είναι το βλέμμα της. Υπερευαίσθητο και ταυτόχρονα γυάλινο, πειθαρχημένο και παγερά υπολογιστικό να προγραμματίζει το μέλλον, να ρουφά αχόρταγα οτιδήποτε κινείται στην ακτίνα όρασής του και να το μετουσιώνει σε αισθητική εφαρμογή με πλατφόρμα ένα νέο ενδυματολογικά, κατά βάση, στιλ που όμως έρχεται σαν ιστορική εξέλιξη της αστικής, γυναικείας απελευθέρωσης.
Η σκηνοθέτης επιλέγει ξεκάθαρα να ξεδιπλώσει το μύθο της σε τεθλασμένη οδό, η οποία δε στοιχίζεται ακριβώς πίσω από τη βιογραφία - με τη συνήθως, αγκυλωμένη ιστορική αναπαράσταση, που πνίγει την αφήγηση λόγω της πιστής αναπόλησης που περνά από τους διαδρόμους των σκηνογραφικών σκαλωσιών της ταινίας εποχής. Δε στοιχίζεται, όμως, ούτε πίσω από το κλασικό μελόδραμα, που θα περιόριζε το μύθο και την πρωταγωνίστριά του στο ρυάκι ενός συναισθηματικού μελό. Η Φοντέν κόβει και ράβει την ταινία της στα μέτρα ενός υβριδίου που δεν υπόκειται στους φορμαλισμούς των προαναφερθέντων ειδών και σφραγίζεται από υψηλή κομψότητα, όχι μόνον ενδυματολογικής, αλλά πρωτίστως ερμηνευτικής τάξης, αναφέρομαι στην αποκαλυπτική ερμηνεία του Βέλγου Μπενουά Πελβούρντ, που κάποιες φορές, σε ντουέτο με την Τοτού - την ατμομηχανή της αφήγησης - αγγίζουν ανυπέρβλητα επίπεδα αλήθειας. Παρατήρηση. Πλήθος βιογραφικών ταινιών. Μακρύς ο κατάλογος με τόσες πολλές ζωές μυθιστορηματοποιημένες κατά τρόπο που να φαντάζουν μοναδικές στην πράξη. Οι διαφορές βεβαίως αποδεικνύονται από ελάχιστες έως ανύπαρκτες σε αυτήν τη μακρά λίστα βιογραφικών πονημάτων, πλήρως όμως άχρηστων. Αξιομνημόνευτη είναι η τελευταία σκηνή της ταινίας, η οποία είναι όχι μόνον εξαίρετη κινηματογραφικά για το παιχνίδισμα του μη εικονιζόμενου και του αντικατοπτρισμού, αλλά και για το χρονικό άλμα, από φιλμ εποχής σε απεικόνιση μεταπολεμικής αισθητικής.
Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Μπενουά Πελβούρντ, Εμανουέλ Ντεβός, Αλεσάντρο Νιβόλα, Μαρί Ζιλέν, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2009).
ΤΕΡΙ ΤΖΟΟΥΝΣ: Ενας προφήτης μα τι προφήτης 
Ανήμερα Χριστούγεννα, ο Μπράιαν γεννιέται σε ένα στάβλο, ακριβώς δίπλα στο στάβλο που την ίδια στιγμή γεννιέται ο Ιησούς
 
Οι Τρεις Μάγοι που καταφθάνουν οδηγούμενοι από το λαμπρό άστρο, προσφέρουν τα δώρα τους, κατά λάθος, στον Μπράιαν, γρήγορα όμως καταλαβαίνουν ότι πρέπει να τα αποθέσουν στο νεογέννητο του διπλανού στάβλου. Αυτή, εν ολίγοις, είναι η ζωή του Μπράιαν που γεννήθηκε στους Αγιους Τόπους και έχει μια ύποπτη ομοιότητα με τον Ιησού Χριστό. Ολοι και πάντα κατά λάθος, νομίζουν ότι ο Μπράιαν είναι ο Μεσσίας. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο Μπράιαν δεν μπορεί με τίποτα να τους πείσει πως δεν πρέπει και... να σταυρωθεί κατά λάθος! 
Ταινία καταστάσεων και παρεξηγήσεων, ασεβής σάτιρα πάνω στη θρησκεία και τη διαμόρφωση μυθολογιών, από τις πιο αστείες, δημοφιλείς αλλά και αμφιλεγόμενες. Παραγωγή με δυσκολίες στην εξεύρεση χρηματοδότησης λόγω της «βλάσφημης» - όπως χαρακτηρίστηκε - θεματικής της που γυρίστηκε στο Λονδίνο και την Τυνησία. Ο εξαμελής πυρήνας της ομάδας των Βρετανών - εξ ων ένας Αμερικανός, ο Τέρι Γκίλιαμ - Monty Python's, μαζί με μια γερή ομάδα ηθοποιών, αναλαμβάνει να ερμηνεύσει πάνω από 40 ρόλους. Η ταινία δε γελοιοποιεί τον Ιησού. Βάλει κατά της ανθρώπινης βλακείας με ατάκες, σκηνές και σκετσάκια που δε στοχεύουν πουθενά, απλά έχουν πολύ πλάκα.
Παίζουν: Γκράχαμ Τσάπμαν, Τζον Κλιζ, Τέρι Γκίλιαμ, Ερικ Αϊντλ, Κάρολ Κλίβελαντ, Τέρι Τζόουνς, Μάικλ Πέιν, Κένεθ Κόλι, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία (1979).
ΖΑΝ ΚΟΚΤΟ: Η πεντάμορφη και το τέρας 
Ο Ζαν Κοκτό, που επέστρεψε τα μεταπολεμικά χρόνια στον κινηματογράφο μετά από 16χρονη απουσία, ενσάρκωσε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη, τη λογοτεχνική τάση του γαλλικού σινεμά της εποχής.
 
Το 1946 έγραψε και σκηνοθέτησε - μαζί με τον Ρενέ Κλεμάν - μια μαγευτικά όμορφη παραλλαγή, σε οπτικό στιλ βασισμένο στη ζωγραφική του Vermeer, του μύθου που έχει τον τίτλο «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» και που πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία στα μισά του 18ου αιώνα. Η ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου κατατάσσει την ταινία του Κοκτό στα σημαντικότερα επιτεύγματα του φανταστικού σινεμά. Ο Σλοβάκος σουρεαλιστής σκηνοθέτης Juraj Herz το 1979 πραγματοποίησε ριμέικ της εν λόγω ταινίας, στο οποίο ύφανε γαλλικές και κεντροευρωπαϊκές λαϊκές παραδόσεις μαζί. Οι αμερικανικές εκδοχές του ίδιου μύθου είναι επίσης αρκετές. Αναφέρουμε τη βερσιόν του Edward Cahn από το 1963, την τηλεοπτική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Fielder Cook το 1976, καθώς και την πασίγνωστη animation μεταφορά της Ντίσνεϊ, από το 1991. 
Η ασπρόμαυρη ταινία του Κοκτό ξεκινά με επίκληση της αφέλειάς μας, κάτι που συνιστά προϋπόθεση αλλά και προσανατολισμό ως προς τον τρόπο ανάγνωσης του φιλμικού κειμένου. Επιπλέον, ο δημιουργός μάς ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουμε είναι ένα παραμύθι του τύπου «Μια φορά κι έναν καιρό...» χωρίς όμως νεράιδες. Το κλασικό αυτό αριστούργημα, παρά τα 64 έτη ύπαρξής του, παραμένει ικανό να γραπώνει και να αιχμαλωτίζει τον θεατή ήδη από τις πρώτες του στιγμές, αποτελεί δε - κατά τον δημιουργό - τον αληθινό καθρέφτη που αντικατοπτρίζει με σάρκα και οστά τα όνειρά του. Το θεμελιώδες δομικό στοιχείο αυτού του εξωπραγματικού ρεαλισμού που μοιάζει πιο αληθινός κι απ' την ίδια την αλήθεια, συνίσταται στη λειτουργία του ρυθμού. Στο μυθικό πύργο του Τέρατος δεν υπάρχουν έμψυχα όντα, τα άψυχα όμως ζουν και αναπνέουν ως έμψυχα. Η ανεπαίσθητη κίνηση, στο αριστουργηματικό εύρημα, των ανθρώπινων «μπράτσων» των κηροπηγίων με τη φλόγα να τρεμοπαίζει. Το αόρατο ανθρώπινο χέρι που σερβίρει κρασί. Τα πρόσωπα των πέτρινων αγαλμάτων που ζωντανεύουν, τα μάτια τους φαντάζουν αεικίνητες μπίλιες, που όχι απλά παρακολουθούν την εξέλιξη της δράσης αλλά επιπλέον σχολιάζουν και προτρέπουν - ως κορυφαίοι του χορού σε αρχαίο δράμα. Η διάχυτη θεατρικότητα της κινηματογραφικής κατασκευής υποστηρίζεται κύρια από το ζεύγος Πεντάμορφη και Τέρας (Ζοζέτ Ντε και Ζαν Μαρέ), συνίσταται δε κατά βάση στις στυλιζαρισμένες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την κινησιολογία, ερμηνείες, στην εκφορά και άρθρωση του εκπληκτικά στρογγυλού λόγου, στη μουσική, στο ενδυματολογικό και σκηνογραφικό μέρος. Ολα, ισάξια και ισοβαρή συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας εικόνας όπου κυριαρχούν τα αντικείμενα/σύμβολα της προσωπικής μυθολογίας του δημιουργού, οι βασικές του θεματικές, και το αναγνωρίσιμό του ύφος.
Παίζουν: Ζαν Μαρέ, Ζοζέτ Ντε, Μίλα Παρέλι, Ναν Ζερμόν, Μισέλ Οκλερ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1946).

No comments: