Wednesday, June 16, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας

Εξανθρωπισμός του ανθρώπου, αλλά και... αντικομμουνιστικό παραλήρημα
Εβδομάδα των άκρων με αδιάφορα, έως ποταπά ενδιάμεσα. Εάν η εκπληκτική ταινία της Μία Χάνσεν - Λέβε ανήκει στον «παλιό κινηματογράφο», ενώ η «εμετική» ρουμάνικη παραγωγή, η πολυδιαφημιζόμενη ως σημαντικότατη, στον «νέο κινηματογράφο», ε, τότε ναι! Ζήτω ο παλιός κινηματογράφος! a` propos, έχετε παρατηρήσει ότι πλέον, πληθώρα τίτλων, αμερικάνικων κατά βάση, κινηματογραφικών ταινιών, δεν αποδίδεται πια στα ελληνικά αλλά ρίχνονται στην αγορά με τον original αγγλικό τους τίτλο; Ε! λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, φθάνει η ώρα που, όπως υποστηρίζει και η νυν υπουργός Παιδείας, η αγγλική πρέπει να καταστεί επίσημη γλώσσα της ελληνικής μπανανίας, ή σφάλλω;

ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 17 Ιούνη 2010
ΜΙΑ ΧΑΝΣΕΝ - ΛΕΒΕ: Ο πατέρας των παιδιών μου
Στο «Ενα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών 2009 προβλήθηκε και βραβεύτηκε με το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής. Παρακολουθώντας την, δεύτερη, ήρεμη ταινία της Μία Χάνσεν - Λέβε, ήρθε αυθόρμητα στο νου ο τίτλος ενός άλλου γαλλικού φιλμ του Ετιέν Σατιγιέ, από το 1988, τίτλος που εδώ θα ταίριαζε γάντι: «Η ζωή είναι ένα μακρύ ήσυχο ποτάμι». Ετσι ήσυχα, η 29χρονη σκηνοθέτης, παριζιάνα δανο-γερμανικής καταγωγής, αφηγείται γραμμικά, με υποδειγματική οικονομία παρά την αίσθηση κάποιου πλατιασμού στην ανάπτυξη επιμέρους πτυχών της ιστορίας, τη ζωή και το θάνατο του κινηματογραφικού παραγωγού Γκρεγκουάρ Κανβέν, χαρακτήρας μυθοπλαστικός, εμπνευσμένος όμως από ένα υπαρκτό πρόσωπο τον Humbert Barsan. Το φιλμ μιλά για μια παρουσία, για έναν πραγματικό άνθρωπο, για την αύρα, τη γοητεία, τη χάρη και την κομψότητά του. Οντως ... 
Ο Γκρεγκουάρ Κανβέλ είναι ένας άνθρωπος χορτασμένος, ισορροπημένος, που τον αγαπούν, τόσο σαν επαγγελματία, σαν κινηματογραφικό παραγωγό, όσο και σαν σύζυγο, σαν πατέρα και φίλο. Η εταιρεία του, η Moon Films, αντιμετωπίζει σωρευμένα οικονομικά προβλήματα. Τράπεζες και λοιποί χρηματοδότες, του έχουν πρακτικά γυρίσει την πλάτη. Το πρόβλημα γιγαντώνεται κι όταν φτάνει να συγκρουστεί με το αδιέξοδο, ο Γκρεγκουάρ αυτοκτονεί δημόσια. Δεν ξέρω γιατί, η αυτοκτονία του μου θύμισε τον κάποτε Γάλλο πρωθυπουργό Μπερεγκοβουάρ και τον ηθικό εξανδραποδισμό του που θα επακολουθούσε, εάν δεν προέβαινε σε αυτοκτονία. Με το θάνατο του Γκρεγκουάρ, ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο, ένα άλλο φιλμ, μια άλλη αφήγηση με πρωταγωνιστή, αυτή τη φορά, το σιωπηλά συγκινητικό κουράγιο, με το οποίο η γυναίκα και οι κόρες του Γκρεγκουάρ, καταφέρνουν να συνεχίσουν τη ζωή τους και να αντιμετωπίσουν ενωμένες τη μοίρα τους. Σε εποχές και μέρες που όλοι και όλα ευτελίζονται, ώστε να καταστούν εμπορεύσιμα, έρχεται αυτός ο διαφορετικός, ο εξανθρωπισμένος άνθρωπος και στέκεται όρθιος, στηρίζοντας με έργα, τις δύσκολες επιλογές του. Επιλέγει συνειδητά, έχοντας πλήρη γνώση της οικονομικής χασούρας, να στηρίζει νέους, αξιόλογους ήτοι μη εμπορικούς δημιουργούς. Είναι λογικό, όταν το σύστημα γενικευμένης εμπορευματοποίησης έχει φροντίσει με παγκοσμιοποιημένα συστηματική δουλειά να ευνουχίσει το κοινό, εγκλωβίζοντάς το στις εκχυδαϊσμένες του επενδύσεις που αποκαλεί τέχνη, η μη ύπαρξη «καταναλωτών» για τις ταινίες που παράγει ο Γκρεγκουάρ είναι αυτονόητη και οδηγεί στο αυτονόητο αποτέλεσμα της οικονομικής χρεοκοπίας. Ο Γκρεγκουάρ αντιστέκεται με πράξεις, στο να τον καταπιεί η ροή της σημερινής καθημερινότητας, η επιβεβλημένη από τη νέα τάξη πραγμάτων. Οταν δε βρίσκεται στο γραφείο του, είναι με την οικογένειά του, διαπαιδαγωγεί, διδάσκει και καθοδηγεί τις κόρες του. Συνειδητά κι επώδυνα τις διδάσκει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Βέβαια, σαφώς διαθέτει και τα οικονομικά μέσα, ώστε να πηγαίνουν στη Ραβένα για να «μελετήσουν» τα ψηφιδωτά, ή σε μεσαιωνικά παρεκκλήσια όπου προσπαθεί να τις μυήσει στην αρχιτεκτονική της αναγέννησης. Ο Γκρεγκουάρ συνθλίβεται από το σύστημα της τάξης στην οποία ανήκει. Μοναδικά έντιμο υπόλειμμα της αστικής τάξης, που στην εποχή της προσέφερε πολλά, παρήγαγε μάλιστα υψηλό πολιτισμό. Η ιστορική νομοτέλεια όμως έχει τώρα ξεπεράσει την τάξη αυτή. Ο Γκρεγκουάρ αυτοκτονεί υπό το βάρος του επικείμενου εξανδραποδισμού του, της επικείμενης υποδούλωσής του, που πια ως άτομο θα είναι ανελεύθερο να ζήσει σύμφωνα με τις επιλογές του. Με την αυτοκτονία του, ο Γκρεγκουάρ προδίδει την τάξη του, αρνητικό ναι, αλλά με αυτόν τον τρόπο προβαίνει ο αστός Γκρεγκουάρ στο καθοριστικό βήμα εξόδου από την τάξη του. Η επαλήθευση έρχεται στη συνέχεια, όταν η οικογένειά του, συνειδητά πια, συνεχίζει την αξιοπρεπή αλλά επώδυνη πορεία του πατέρα... Μην το χάσετε!
Παίζουν: Κιάρα Καζέλι, Λουί-Ντο ντε Λανκσένγκ, Αλίς ντε Λανκσένγκ, Αλίς Γκοτιέ, Μανέλ Ντρις, Ερίκ Ελμονινό, Ιγκόρ Χάνσεν - Λέβε, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Γερμανία (2009).
ΤΖΟ ΚΑΡΝΑΧΑΝ: The A - Team
Και τα 121 λεπτά της ταινίας σφύζουν από φρενήρη, ασίγαστη δράση σε στεριά, αέρα και θάλασσα, σε Μεξικό, σε Ιράκ, σε Γερμανία, σε Αυστρία, σε Λος Αντζελες και αλλού. 
Η μια ενότητα δράσης διαδέχεται την άλλη χωρίς ιδιαίτερη μεταξύ τους σύνδεση και με κατακλυσμική χρήση οπτικών εφέ, όλων των ειδών. Στο κινηματογραφικό ριμέικ τηλεοπτικής σειράς από τα μέσα της δεκαετίας του '80, τέσσερις αήττητοι καταδρομείς που συνθέτουν το Α - Team (ένα ισχυρό καστ ηθοποιών), ξανασυναντιούνται στο Ιράκ μετά από 8 χρόνια υπηρεσίας και ισάριθμες πετυχημένες αποστολές. Εκεί τους ανατίθεται κρυφά από Συνταγματάρχη του αμερικανικού στρατού να φέρουν πίσω κλεμμένες απόρρητες πλάκες που κατευθύνονται προς το Ιράν ώστε εκεί να αρχίσουν να τυπώνονται και να διακινούνται δισεκατομμύρια πλαστά δολάρια. Η αποστολή αυτή, με όλες τις διαστάσεις που λαμβάνει καθ' οδόν και η τελική της έκβαση, συνιστά το θέμα της ταινίας.
Στην υπόθεση εμπλέκονται επίσης η ιδιωτική εταιρεία μισθοφόρων «Black Forest», η CIA αλλά και ο επίσημος στρατός των ΗΠΑ. Μόνοι τους τα λένε... Στους 4 του Α - Team στήνουν παγίδα και κατά την επιστροφή της νικηφόρας αποστολής τους συλλαμβάνονται με τις πλάκες από το στρατό και κατηγορούνται ως υπεύθυνοι της κλοπής. Καταδικάζονται, καθαιρούνται και κλείνονται σε τέσσερις διαφορετικές στρατιωτικές φυλακές. Αποφασίζουν να δραπετεύσουν για να συλλάβουν τους πραγματικούς εγκληματίες να ξεπλύνουν το όνομά τους από τη ντροπή και να αποκαταστήσουν την καθαρότητα του ποινικού τους μητρώου.
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Μπράντλεϊ Κούπερ, Πάτρικ Ουίλσον, Τζέσικα Μπιλ, Κίντον «Ραμπέιτζ» Τζάκσον, Σάρλτρο Κόπλεϊ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010). 
ΓΚΑΡΙ ΓΟΥΙΝΙΚ: Γράμματα στην Ιουλιέτα 
Ανάλατο παστίτσιο με έρωτες που ορκίζονται αιωνιότητα, ιταλικά ζυμαρικά και μαντολίνα που όμως δεν κατορθώνει να συγκινήσει περισσότερο από τις, εκπάγλου κάλλους, τοποθεσίες όπου γυρίστηκε η ταινία, στη Βερόνα και τη Σιένα. Χιλιοστή μάλλον χολιγουντιανή ρομαντική περιπέτεια βασισμένη στη σούμα των κλισέ μιας αισθηματικής κωμωδιούλας που μοιάζει να γράφτηκε, να σκηνοθετήθηκε και να ερμηνεύτηκε με τον αυτόματο πιλότο. 
Η βαρετή και κοινότοπη ιστορία αναφέρεται στις περιπέτειες δύο νεαρών αρραβωνιασμένων που έρχονται από τη Νέα Υόρκη στη Βερόνα, πόλη του έρωτα, πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, ο καθένας για το δικό του σκοπό. Εκείνη, ερευνήτρια, για να γράψει ένα άρθρο για την εφημερίδα New Yorker, εκείνος για να μυηθεί στα μυστικά της ιταλικής μαγειρικής μια που ανοίγει δικό του εστιατόριο. Ενώ, λοιπόν, εκείνος χάνεται μέσα σε τυριά, συνταγές για ορντέβρ και ακριβά κρασιά, εκείνη ανακαλύπτει ένα γράμμα προς την Ιουλιέτα γραμμένο πριν από 50 χρόνια από μια Αγγλιδούλα που οδύρεται για τον Ιταλό αγαπημένο της που δε θα ξανάβλεπε πια. Η ερευνήτρια στέλνει απάντηση στην αποστολέα και την επόμενη - κυριολεκτικά - μέρα, η ερωτευμένη Αγγλιδούλα - ηλικιωμένη πλέον - καταφθάνει στη Βερόνα με τον εγγονό της. Οι δυο πρόσφατα αφιχθέντες ξεκινούν μαζί με τη νεαρή Αμερικανίδα για ένα οδοιπορικό ανά την Τοσκάνη, προς αναζήτηση του «αγαπημένου» της επιστολής, Λορέντζο Μπαρτολίνι (Φράνκο Νέρο), τον οποίο τελικά πρωτοαντικρίζουν καβάλα στο άλογο, ως ιππότη του παραμυθιού. Η πολύ καλή φωτογραφία της ταινίας αναδεικνύει την ομορφιά της Βερόνας και της Σιένας, ομορφιά όμως που σε τελική ανάλυση καταλήγει σε στατικό τοπίο καρτ ποστάλ. Επίσης, είναι πάντα ιδιαίτερα ευχάριστο να βλέπει κανείς, έστω και σε μικρούς ρόλους /περάσματα, την Μιλένα Βούκοτιτς και τον Φάμπιο Τέστι...
Παίζουν: Αμάντα Σίφριντ, Βανέσα Ρέντγρεϊβ, Φράνκο Νέρο, Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Κρίστοφερ Ιγκαν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010). 
ΑΛΑΝ ΠΟΥΛ: The back - up plan 
Κακή ρομαντική κωμωδία με πρωταγωνίστρια την Ζόι, ιδιοκτήτρια pet shop, που έχει κουραστεί να ψάχνει τον πρίγκιπα του παραμυθιού και που εκτός από σκύλο θέλει να έχει και ένα μωρό και κάνει τεχνητή γονιμοποίηση. Την ίδια όμως μέρα εμφανίζεται ο πρίγκιπας των ονείρων της. 
Η ταινία αγγίζει πολλά ζητήματα αλλά δεν εμβαθύνει σε κανένα. Από τη φύση της εξ άλλου δεν μπορεί. Ο έρωτας, οι σχέσεις, η τεχνητή γονιμοποίηση, οι μόνες και «περήφανες» γι' αυτό μητέρες, ο εναλλακτικός τοκετός, ο φεμινισμός που συνιστά εξ ορισμού πολιτικό και φιλοσοφικό όρο... κλπ... κλπ...
Παίζουν: Αλεξ Ο' Λάφλιν, Τζένιφερ Λόπεζ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010). 
ΧΟΡΑΤΙΟΥ ΜΑΛΑΕΛΕ: Σιωπηλός γάμος 
Λόγος ύπαρξης αυτής της τσαρλατάνικα κίβδηλης καρικατούρας από τη Ρουμανία, είναι ο επαίσχυντα αγοραίος της αντικομμουνισμός! Παρά τον υπερβάλλοντα «καλλιτεχνικό» ζήλο, ώστε να καταστεί πειστική και πιστευτή - τόσο η ανάγκη πραγμάτωσής της, όσο και η αγνότητα/ αλήθεια των προθέσεών της - η ταινία παραμένει κατ' ουσία ψεύτικη, γελοία και δόλια. Ο σκηνοθέτης λες και βιάζεται να καταθέσει στο πρώτο του φιλμ όποιο εύρημα, ιδέα και σκέψη έχει και δεν έχει στα μπαγκάζια του. Ετερόκλητο, όσο τα στοιχεία που το συνθέτουν, μονοδιάστατο, όσο η ναΐφ εικαστική του οπτική και αντιφατικό, όσο τα α-συνεπή δραματουργικά του σκιαγραφήματα. 
Σε αυτόν τον ethnic αχταρμά, με στοιχεία κωμωδίας, τραγωδίας, παρωδίας, ειρωνείας, συμβολισμούς, μεταφορές και ό,τι άλλο υφίσταται, πασπαλισμένο με ολίγη από τσιγγάνους, με ολίγη από Ταβιάνι (αρχική σκηνή, από τα ψηλά ώριμα στάχυα εκτινάσσεται τοξοειδώς προς τα πίσω το σώμα ενός άνδρα, από το «Νύχτα του Σαν Λορέντζο») με κάτι από Κισλόφσκι (η μπαλαρίνα μαριονέττα, οι κινήσεις της και η μουσική που ντύνει την σκηνή «Η διπλή ζωή της Βερόνικα»), με αιωρούμενες φιγούρες που παραπέμπουν στον Κουστουρίτσα, με κάποιον νάνο αλλά και «νάνα» από τα φρικιά του Χέρτσογκ, με κλόουν και κάρα τσίρκου από Φελίνι, με τρελό του χωριού με όνομα σαιξπηρικό αλλά και τέσσερις κομμουνιστές κνώδαλα, όλα είναι d'j' vu και όλα αυτά διακρίνονται ως «αμιγή δάνεια» ακριβώς γιατί δεν εντάσσονται οργανικά στο σύστημα της αφήγησης. Εφόσον αυτά τα δάνεια δεν υπόκεινται σε σχέσεις αίτιου/ αιτιατού δε δικαιολογείται η αφομοίωσή τους στο φιλμικό κείμενο, αλλά εμφανίζονται ξεκάρφωτα και αποσπασματικώς «καλλιτεχνικά»...
Ενα τηλεοπτικό team ψάχνει για μεταφυσικές ιστορίες τις οποίες εμπορεύεται με ενδιαφερόμενα κανάλια. Συντροφιά, με έναν ντόπιο οδηγό διασχίζουν έναν κρανίου τόπο, ερείπια ψηλών πυκνών κτισμάτων, χαλάσματα που παραπέμπουν σαφώς σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής. Εν μέσω ανεξήγητα χαζών χαχάνων, ο οδηγός δίνει το καθοριστικό στίγμα «Το 1945 όλοι ψήφισαν φιλελεύθερους και βγήκαν οι κομμουνιστές». Αυτοί «κατέστρεψαν ένα χωριό για να χτίσουν εργοστάσια... που... (αργότερα) κατέστρεψαν οι καπιταλιστές για να χτίσουν χωριά». Με αυτές τις περισπούδαστες σοφίες ξεκινά η αφήγηση, σε φλας μπακ, του οδηγού αναφορικά με την «άνοδο και πτώση» του χωριού με τα δέκα σπίτια και τις πενήντα ψυχές. Ετος 1953. Οι κάτοικοι του χωριού, στο πρώτο μισό του φιλμ, παρουσιάζονται μονοδιάστατα ως τουλάχιστον «απλοϊκοί αγροίκοι» χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα, εκτός του «ποιος ερωτοτροπεί και πηδά ποια», και του αλκοόλ που ρέει σαν το πετρέλαιο στο καφενείο του χωριού, όπου φιλοξενούνται οι σταθερές αλλά επιφανειακές συζητήσεις/επιθέσεις στους κομμουνιστές και μόνο. Ωσπου φθάνει η ώρα που έτοιμος ο γάμος φρενάρεται από τον αιφνίδιο θάνατο του Στάλιν και την ανακήρυξη εθνικού πένθους. Τότε, η συμπεριφορά - κατά το φιλμ - του σοβιετικού στρατιωτικού κάνει τους άνδρες των SS να φαντάζουν εθελοντές στο στρατό της σωτηρίας. Βέβαια, γνωρίζουμε καλά ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης Μαλαέλε, εάν επιθυμεί να παραμείνει στο στερέωμα με το αζημίωτο φυσικά, θα πρέπει από τώρα να σχεδιάζει τον επόμενο, κλιμακούμενο, αντικομμουνιστικό του σχεδιασμό. Διαφορετικά καλά θα κάνει ο σκηνοθέτης να παραμείνει στο θέατρο γιατί εκεί φαίνεται να αποδίδει τα μέγιστα.
Αυτό εξάγεται από τη βουβή σκηνή στο γαμήλιο τραπέζι και την επιμονή του σκηνοθέτη να αποδώσει με πραγματικό, κι όχι συμβατικό χρόνο, την σκηνή των «αερίων» ενός καλεσμένου που ξεφεύγουν θορυβωδώς. Εκεί κάνει χρήση πρώτων πλάνων, κι ενώ με την χρήση πραγματικού χρόνου, τραβά το γκαγκ πολύ μακριά και εμπίπτει στην κινηματογραφική κατάχρηση, ο ίδιος χρόνος, με χρήση θεατρικής σύμβασης θα αποδεικνύονταν κάτι παραπάνω από απαραίτητος. Ενα και μοναδικό αξιόλογο στοιχείο έχει να επιδείξει η ταινία. Την σύντομη σεκάνς, με τα θεατρικότατα ταμπλό βιβάν, τα μονταρισμένα σε στακάτο ρυθμό ταμπούρλου. Δυστυχώς όμως, αντιμετωπίζοντάς τα σαν μέρος της ολότητας ενός κακού φιλμ, με τα επιμέρους στοιχεία, τα οποία εκλαμβάνονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της δομής του φιλμ, παίρνουν την ποιότητα της ολότητας στην οποία ανήκουν, ως αναπόσπαστο μέρος της. Η προσπάθεια να πεισθούμε σαν κοινό από του λόγου το αληθές, αυτοαναιρείται από τη μοναδική υπαρκτή πραγματική εικόνα, εκείνη των ερειπίων των τεράστιων έργων παραγωγικών υποδομών που από μόνη της αφηγείται τη χασούρα των λαών από την κοινωνικοποίηση. Την υπαρκτή και την πραγματική. Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε και φτιάχτηκε για τις απαίδευτες μάζες της Εσπερίας που δυστυχώς αριθμούν πολλές. Και φτιάχτηκε ακριβώς τη στιγμή που έχει μπει σε πρακτική εφαρμογή όλο το κατάπτυστο σχέδιο των πρωτοφασιστών της ευρωένωσης. Είναι τόσο βαρετοί πια οι πρώην ανατολικοί, οι τότε δήθεν καταπιεσμένοι , χωρίς - οι καημένοι - δικαίωμα να αρθρώσουν λόγο για δημοκρατία και ελευθερία. Αλήθεια; Δηλαδή τώρα που συμβαίνουν στη Δύση σημεία και τέρατα, πώς έτσι και αυτοί, οι par excellence δημοκράτες, δεν ανοίγουν στόμα; Είναι λοιπόν ικανοποιημένοι σήμερα; `Η η δημοκρατικότητά τους εξαντλείτο στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού; Ο,τι και να αρθρώσουν τα πληρωμένα ανθρωπάρια, διαψεύδονται από τον κινηματογραφικό φακό που είναι αμείλικτος. Και που επιτρέπει στην αλήθεια να μπαίνει στην εικόνα από τις χαραμάδες και τα χάσματα που αφήνουν οι κατασκευασμένες «ιστορικές» αλήθειες. Οι παραγωγικές υποδομές είναι εκεί. Κατεστραμμένες ... από τα δημοκρατικά, χα, χα όπλα...
Παίζουν: Μέντα Αντρέα Βικτόρ, Αλεξάντρου Ποτοκεάν, Βαλεντίν Τεοντοσίου, κ.ά.
Παραγωγή: Ρουμανία, Λουξεμβούργο (2008).

No comments: