Η ανεξάρτητη αυτή παραγωγή πραγματοποιήθηκε κάτω από τις χειρότερες των συνθηκών. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι στα μισά των γυρισμάτων, η υπεύθυνη εταιρεία για τις ηχητικές εγκαταστάσεις αρνήθηκε να συνεχίσει τη συνεργασία για λόγους πολιτικούς. Η ταινία, που ήταν αδύνατον να ξαναγυριστεί από την αρχή, σπατάλησε πολλά λεφτά σε δικαστικές διαδικασίες.
Η μυρωδιά της ατμόσφαιρας στους δρόμους του Βερολίνου, στις αρχές της δεκαετίας του '30, μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη των μεγαλουπόλεων της περιόδου 1914 - '18. Ενας επισκέπτης στην πόλη, μετά από δυο - τρεις μέρες, θα απορούσε πράγματι για το πώς και δεν ξεσπά κάποιου είδους εξέγερση... Οχι ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει με γυμνό μάτι, αλλά η μυρωδιά και μόνο στην ατμόσφαιρα παρέπεμπε σε κάποιου είδους ξέσπασμα ενάντια σ' αυτό το πιεστικά εκρηκτικό ψυχοπλάκωμα, που προμήνυε σίγουρη καταιγίδα η οποία θα ξεσπούσε βίαια. Αυτή την εποχή το Βερολίνο αναμένει με περισσότερο ενδιαφέρον από οτιδήποτε άλλο το φιλμ «Kuhle Wampe».
Η ταινία βρήκε θυελλώδη αντίδραση από τα συντηρητικά στοιχεία και απαγορεύτηκε πάραυτα η προβολή της λόγω του έντονου πολιτικού της μηνύματος, της ξεκάθαρης πολιτικής της θέσης και της αισιοδοξίας της για μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Παραπέμπουμε στο τραγούδι της Αλληλεγγύης, στο καταληκτικό μαχητικό μήνυμα που υμνεί την ταξική αδελφοσύνη και δικαιοσύνη αναδεικνύοντας μια τέχνη, που μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί με επαναστατικό τρόπο.
Δευτερευόντως θα έπρεπε να γίνει μνεία ορισμένων σημείων που σήμερα ίσως να μην προκαλούν την παραμικρή εντύπωση, στην εποχή τους όμως συνιστούσαν τουλάχιστον τομή ριζοσπαστική. Η ρηξικέλευθα υποκείμενη δομή της ταινίας εκφράζεται στη μη συνήθη σεναριακή της κατασκευή. Το ότι ο γιος αυτοκτονεί στο εισαγωγικό μέρος κι όχι στον επίλογο, αποτελεί στοιχείο που εναντιώνεται στο σύνολο της γερμανικής σκηνικής παράδοσης. Το αυτό συμβαίνει και με την ερωτική ιστορία της Αννι και του Φριτς, που παρουσιάζει ειδικό βάρος για τα τότε δεδομένα της εργατικής τάξης. Ο Φριτς επιστρέφει στην Αννι όταν ωριμάζει η ταξική του συνείδηση και όταν καταφέρνει να αποβάλει τις μικροαστικές του αντιλήψεις. Αυτό το οποίο τώρα συνδέει τους δύο ερωτευμένους είναι το ευκταίο σε ό,τι αφορά γενικότερα στην πρακτική κοινωνική του εφαρμογή. Η ελευθερία της εργατικής τάξης εξαρτάται από το βαθμό χειραφέτησής της, η ευτυχία της εξαρτάται από το βαθμό ωριμότητάς της.
Η εισαγωγή της ταινίας - το πρώτο της μέρος - είναι μαρτυρία για το πνεύμα μιας ολόκληρης προ κρίσης εποχής που καταγράφεται μέσα από τις clear-cut εικόνες. Ο Βούλγαρος Ντούντοβ έμαθε από τους Ρώσους να αποδίδει τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών καταστάσεων μέσα από επιλεγμένα πορτρέτα και υπαινικτικές γωνίες της μηχανής. Βλέπουμε τροχούς εν κινήσει, εικόνες από μεγάλα έργα υποδομής, τεράστιες παραγωγικές μονάδες, φουγάρα - ενεργά και μη - από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Εικόνες που διαδέχονται γρήγορα η μια την άλλη, μοντάζ που πατάει στο στακάτο της μουσικής σύνθεσης του Αϊσλερ, στοιχεία μιας σύνθεσης που παραπέμπει στη σοβιετική βουβή κινηματογραφία των ετών '26 και '27, την οποία χαρακτηρίζει έντονη φουτουριστική διάθεση, δομή και ρυθμός. Τώρα την εποχή της καλπάζουσας ανεργίας προβάλλουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα εκατομμύρια των ανέργων που πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Ερήμωση, εξαθλίωση και απογοήτευση στις γειτονιές, στις εσωτερικές αυλές των εργατικών κατοικιών και στους δρόμους που κινούνται αυτοί που παράγουν. Οι άνεργοι συγκεντρώνονται τα χαράματα και περιμένουν την έκδοση του ημερήσιου φυλλαδίου προσφοράς εργασίας. Ξεχύνονται σε έναν απεγνωσμένο αγώνα δρόμου για ένα λιγοστό μεροκάματο που μόνο ελάχιστοι τυχεροί κατορθώνουν να βρουν. Μετά το γενικό, έρχεται το ειδικό, το μεσημεριανό τραπέζι μιας εργατικής οικογένειας χτυπημένης από την οικονομική κρίση. Ο πατέρας μακρόχρονα άνεργος, πικραμένος και απογοητευμένος. Το ίδιο κι ο γιος με πενιχρότατο επίδομα ανεργίας, μαθαίνει από τον πατέρα του ότι θα κοπεί κι αυτό, έτσι διακηρύσσει το διάταγμα έκτακτης ανάγκης. Κι η μητέρα ν' αναμασά αστικά ιδεολογήματα του τύπου, άνεργοι μένουν οι τεμπέληδες και οι ανίκανοι... Η μόνη που ακόμα έχει δουλειά είναι η Αννι, η κόρη που αντιστέκεται σθεναρά στην ηττοπαθή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ο γιος παραδίδεται στη μοίρα του, πηδά από το παράθυρο και βάζει τέλος στη μίζερη ζωή του. «Ενας άνεργος λιγότερος» σχολιάζει κατάματα στο φακό μια γυναίκα. Η οικογένεια αδυνατεί να πληρώσει το νοίκι, της γίνεται έξωση και μετακομίζει στην κατασκήνωση των ανέργων, στο Kuhle Wampe, μια ώρα έξω από το Βερολίνο.
Το δεύτερο - και πιο αδύνατο - μέρος, που διαδραματίζεται στην κατασκήνωση των ανέργων, παρουσιάζει κάποια προβλήματα, εστιάζοντας κυρίως σε συμπεριφορές, νοοτροπίες και ήθη. Στιγματίζει τη συμπεριφορά των «μεγαλύτερων σε ηλικία» και διαχωρίζει την εργατική τάξη σε παλαιότερες και νεότερες ηλικίες. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να καταδικάσει τον τρόπο συμπεριφοράς των μεγαλύτερων ηλικιών στο «τραπέζι».Στο τρίτο μέρος της ταινίας - στον επίλογο - κυριαρχεί μια ελπιδοφόρα διάθεση που παραγκωνίζει την προηγούμενη, εκείνη της κατάθλιψης. Η συλλογική εικόνα επισκιάζει εκείνη των ανοιχτών προσωπικών ζητημάτων. Η Αννι συσπειρώνεται στο μαζικό αθλητικό κίνημα των ριζοσπαστών εργατών, ξανασυναντά τον - άνεργο πια - Φριτς και επανατοποθετούν τη σχέση τους σε υγιέστερη βάση. Η κομμουνιστική νεολαία προσδιορίζεται ως η μόνη επαναστατική πρωτοπορία, στην τελευταία μακρά σκηνή της πολιτικής λογομαχίας για την παγκόσμια οικονομική κρίση, σκηνοθετημένη από τον ίδιο τον Μπρεχτ. Τα πράγματα δεν άλλαξαν, το επιβεβαιώνουμε και σήμερα καθημερινά άρα το φιλμ «Kuhle Wampe» μας δείχνει και σήμερα ακόμα τον σταθερό δρόμο του αγώνα...
Παίζουν: Ερνστ Μπους, Χέρτα Τίλερ, Μάρτα Βόλτερ, Αντολφ Φίσερ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία (1932).
[ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
No comments:
Post a Comment