Thursday, February 3, 2011

Οι ταινίες της εβδομάδας: Περιορισμένες οι επιλογές...


Φτωχή ποσοτικά αλλά και ασήμαντη ουσιαστικά η βδομάδα. Δύο οι ελληνικές ταινίες, παραγωγής 2011, «Το έτερον ήμισυ» του Βαγγέλη Σεϊτανίδη και 2010 «H Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου. Ερωτική κωμωδία η πρώτη, για την αναζήτηση του ιδανικού «άλλου μισού», για τις αξίες της ζωής και του έρωτα. Μια διαδρομή που αφετηρία έχει τον καναπέ ενός ζεύγους ψυχαναλυτών που επάγγελμά τους είναι να συμβουλεύουν τα ζευγάρια για τις μεταξύ τους σχέσεις και καταλήγει στον παράδεισο των πρωτόπλαστων, σε ένα ζεύγος μανάβηδων που όμως ανατρέπει πρακτικά όποιες θεωρίες. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί Κρατερός Κατσούλης, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Βλαδίμηρος Κυριακίδης και Κατερίνα Παπουτσάκη. Επίσης, η ταινία «Υπογραφή» καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων στην προσπάθειά τους να αλλάξουν την ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες, εγχείρημα που εν τέλει θα καταλήξει στην συντριβή τους. Μια γεμάτη σουσπάνς και μυστήριο ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στην σύγχρονη Αθήνα, στην Αρκαδία και το Παρίσι. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Γιώργος Χωραφάς, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Κουρής και Μαρία Πρωτόπαππα. Πρεμιέρα επίσης αύριο για την πολυσυζητημένη αμερικάνικη ταινία που πραγματεύεται το θέμα του χωρισμού ενός νεαρού ζευγαριού κι ενός γάμου που ψυχορραγεί λίγο πριν το τέλος ... «BlueValentine» ο τίτλος, παραγωγή του 2010 σε σκηνοθεσία Ντέρεκ Σιανφράνς με την Μισέλ Γουίλιαμς και τον Ράιαν Γκόσλινγκ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. 
Αύριο Παρασκευή αρχίζει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας - σε συνδιοργάνωση με το Βρετανικό Ινστιτούτο - τριήμερο αφιέρωμα στον Βρετανό δημιουργό Christopher Petit, με την προβολή τεσσάρων ταινιών του, από το 1979 ως το 2010. Ο Petit που γεννήθηκε το 1949 στο Λονδίνο ξεκίνησε την καριέρα του σαν κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Η πρώτη ταινία του το 1979 με τίτλο «Radio On» - που φέρει σαφείς επιρροές από τον Γκοντάρ και δύσκολα εντάσσεται σε συγκεκριμένη κατηγορία - σηματοδοτεί το πέρασμα του Petit από την θεωρία στην πράξη. Οι ταινίες που έκανε την δεκαετία του '80 έρχονται σαν επιβεβαίωση της αμήχανης σχέσης του με τον κρατούντα κινηματογράφο, καθώς στα φιλμ του έθετε υπαρξιακούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Από τις αρχές του '90 ο Petit ασχολείται με τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και γοητεύεται από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες τόσο στο στάδιο του γυρίσματος όσο και του μοντάζ. Η τελευταία του ταινία «Content» του 2010 συνδυάζει την πρόσφατη ψηφιακή τεχνολογία με το roadmovie, είδος με το οποίο ξεκίνησε πριν τριάντα χρόνια. Το αναλυτικό πρόγραμμα προβολών του αφιερώματος έχει ως εξής: Στις 04/02, ώρα 20.00 «Radio On» (1979), 102΄ και 22.00 «Πτήση για Βερολίνο» (1983), 90΄. Στις 05/02, ώρα 20.00 «Content» (2010), 76΄και 22.00 «Ακατάλληλη Δουλειά για Γυναίκα» (1981), 94΄. Στις 06/02, ώρα 20.00 «Ακατάλληλη Δουλειά για Γυναίκα» (1981), 94΄και 22.00 «Radio On» (1979), 102΄.
Αναμφισβήτητα όμως, το κλου της βδομάδας συνίσταται στην μία και μοναδική προβολή του αριστουργήματος του Αντρέι Ταρκόφσκι «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (φωτ.) του 1962. Μια ταινία ύψιστης τέχνης που πρέπει να δουν και να ξαναδούν μικροί και μεγάλοι για το ορφανεμένο από τον πόλεμο, ευτυχισμένο πριν την ναζιστική βαρβαρότητα, αγόρι που η συνείδησή του δεν του επιτρέπει να συνεχίσει να ζει, καταπίνοντας την φρίκη με αντίτιμο την εξασφάλιση της ατομικής του ησυχίας. Κατατάσσεται εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό και από την πρώτη γραμμή προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην σοσιαλιστική πατρίδα που ο ίδιος γνώρισε και με τα ιδανικά της γαλουχήθηκε. Δεν διστάζει να επιλέξει να θυσιάσει ό,τι πολυτιμότερο, την ζωή του, στον μεγάλο πατριωτικό αντιφασιστικό πόλεμο. Το αντιπολεμικό αυτό αριστούργημα προβάλλεται στον κινηματογράφο «ΦΙΛΙΠ», μόνο την Κυριακή 06/02 και μόνο στις 16.00 το απόγευμα με εισιτήριο, μόνο, 2.50 ευρώ! Πηγαίνετε με τα παιδιά σας. Mην τη χάσετε!

ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 3 Φλεβάρη 2011
ΣΤΙΒΕΝ ΦΡΙΑΡΣ: Cheri 
Στις αρχές του 20ούαιώνα, το Παρίσι της Belle Epoque συνιστά τον ομφαλό της κοσμικής οικουμένης. Οι τέχνες, η σκέψη, η μόδα κι οι συμπεριφορές, τα πάντα στην πόλη αυτή φαίνεται να προηγούνται των καιρών. Το Παρίσι παράλληλα είναι πασίγνωστο και για τις κοκότες του. Θηλυκές υπάρξεις απείρου γοητείας και κάλλους και πεπειραμένες στην τέχνη των ερωτικών υπηρεσιών τόσο, ώστε γόνοι της αριστοκρατίας, βαθύπλουτοι βιομήχανοι, πρίγκιπες ξεπεσμένοι και μη και κληρονόμοι μυθικών περιουσιών απ' όλη την Ευρώπη κι όχι μόνο, εμφανίζονται διατεθειμένοι να ξοδέψουν περιουσίες για χάρη τους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κι αυτήν την ατμόσφαιρα διαδραματίζεται η ιστορία της ταινίας «Cheri» που στηρίζεται σε δύο μυθιστορήματα της Sidonie - Gabrielle Colette, το «Cheri» και το «La finde Cheri» που η συγγραφέας γράφει το 1920 και το 1926, αντίστοιχα, όχι κατά τη διάρκεια της Μπελ Επόκ αλλά αργότερα, όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ή καλύτερα η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε με το πέρας του μεγάλου πολέμου, εμφανίζει τις εταίρες με μειωμένη ισχύ τόσο στην άσκηση πολιτικής από τα μετόπισθεν όσο και στη σφαίρα της καθαυτής αποπλάνησης. 
Ξακουστή κοκότα πολυτελείας η Λέα (Μισέλ Φάιφερ), θεϊκή μάγισσα του έρωτα, πληρωμένη με ακριβή σαμπάνια και σμαράγδια, ελκυστική και πανέμορφη ακόμη παρά την πεπερασμένη της ηλικία. Εχει από καιρό πάψει να ασκεί το επάγγελμα, δεδομένου ότι τα οικονομικά της της επιτρέπουν μια, πολύ παραπάνω από άνετη ζωή. Μια μέρα, η Λέα δέχεται την επίσκεψη της παλιάς συναδέλφου, Μαντάμ Πελού, που ο χρόνος την έχει μεταβάλει σε ανυπόφορη και ξεχειλωμένη ζηλιάρα. Την Μαντάμ Πελού (Κάθυ Μπέιτς) συνοδεύει ο 19χρονος γιο της με το υποκοριστικό Σερί (Ρούπερτ Φρεντ), ένας εύμορφος, άεργος και ηδυπαθής νεαρός με ζωή ανέμελη χωρίς προβλήματα και προβληματισμούς. Η μητέρα Πελού βέβαια τρέφει μεγάλα όνειρα για το μέλλον του γιου της, προς το παρόν όμως, αυτό που άμεσα την απασχολεί είναι να γίνει ο γιος της άνδρας. Ζητά λοιπόν από την απαράμιλλης ομορφιάς και φρεσκάδας Λέα να αναλάβει την ερωτική διαπαιδαγώγηση και ανάπτυξη του νεαρού. Αυτό που άρχισε σαν φλερτ μεταξύ του Σερί και της Λέα μετατρέπεται γρήγορα σε έναν κτητικό και παθιασμένο έρωτα με αναπόφευκτη όμως ημερομηνία λήξης τον γάμο του Σερί με μια νέα κι όμορφη κοπέλα της ηλικίας του.

Ταινία αναποφάσιστη ανάμεσα στον πόνο και τον αστεϊσμό που πατάει στο ταλέντο των πρωταγωνιστριών, στην γοητεία του σκηνικού και στο εύκολο δέλεαρ μιας ιστορίας που αγγίζει και δεν αγγίζει... Ταινία χωρίς εκείνη τη δύναμη στο χαρακτήρα της που θα την καθιστούσε ιδιαίτερη ή μοναδική, τόσο λόγω έλλειψης βάθους στην ενδοσκόπηση όσο κι επειδή το αφήγημα δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια ελεγχόμενων και δαμασμένων προδιαγραφών. Ο Φρίαρς πολύ θα ήθελε να αγγίξει ή έστω να πλησιάσει τις περίφημες «Επικίνδυνες Σχέσεις» που σκηνοθέτησε το 1988. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να καταστεί δυνατό, γιατί ο ίδιος δεν φρόντισε να σκάψει κάτω από την επιφάνεια του δράματος, αλλά επέλεξε χειρισμούς σίγουρους, με επαγγελματικότητα και χωρίς προσθαφαιρέσεις σε αυτά που υπόσχεται το υλικό του, αρκούμενος σε μια νοσταλγική θεώρηση του παρελθόντος, σε μια ρηχή κατάδυση στην Μπελ Επόκ, με μέτρο την απεικόνιση σκηνογραφικής πιστότητας, του κλίματος και της φρενήρους ατμόσφαιρας. 
Η ταινία, που εντάσσεται στο είδος κινηματογράφου εποχής και αφηγείται ιστορίες για έρωτες πονεμένους και καταραμένους, είναι γερμανική παραγωγή, γυρισμένη στ' αγγλικά με Αμερικανούς ηθοποιούς και κυρίαρχο στοιχείο τους γρήγορους, κακεντρεχείς διαλόγους και τις κοφτερές και ειρωνικές ατάκες, που αφήνουν στο στόμα μάλλον γεύση από Οσκαρ Ουάιλντ παρά από την παριζιάνα Κολέτ. Η ταινία είναι αδικαιολόγητα εξωτερική, διακοσμητική και άνιση, αλλού εμφανίζεται εξαιρετικά δουλεμένη - ειδικά στις σκηνές μεταξύ της Φάιφερ και της Μπέιτς - και αλλού υποτονική και μαλθακή. 
Το πρώτο της μέρος λειτουργεί καλύτερα, όπου περιγράφονται πρόσωπα και καταστάσεις, η γέννηση του έρωτα ανάμεσα στους δύο εραστές και διατηρούνται επιπόλαιοι και ειρωνικοί τόνοι και πετυχημένα καυστικά στιγμιότυπα. Στο πρώτο μέρος, όπως συμβαίνει στις καλύτερες στιγμές του σινεμά του Φρίαρς, η ψυχική κατάσταση των χαρακτήρων δεν εξηγείται αλλά υπαινίσσεται. Το φιλμ αρχίζει να χάνει βάρος όταν μπαίνει στην αφήγηση της αίσθησης του κενού και της δοκιμασίας της απουσίας του ενός μακριά από τον άλλο. 
Πιο γραμμική και λιγότερο ίσως σύνθετη από άλλα φιλμ του Φρίαρς, το «Cheri» βρίθει από ίχνη βιωμένης ικανοποίησης, από συνεχή αναζήτηση μορφών ευχαρίστησης, ακόμη και από το είδος της χαμένης ευχαρίστησης που οδηγεί στη μέθη του σινεμά του Οφίλς, για παράδειγμα όταν οι δύο εραστές χωρίζουν συνεχίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, όχι με επιστολές αλλά με σκέψεις και επιθυμίες που διασταυρώνονται ... Ο έρωτας στις «Επικίνδυνες Σχέσεις» ήταν εργαλείο ηδονής και βεντέτας. Εδώ εμφανίζεται ιδιότροπος και παντοδύναμος με καταστροφικές συνέπειες, μοιάζει να σχολιάζει από απόσταση η voiceoff που ακούγεται και που είναι η φωνή του ίδιου του Φρίαρς. ..
Παίζουν: Μισέλ Φάιφερ, Ρούπερτ Φρεντ, Κάθυ Μπέιτς, Ιμπεν Γιέιλε, Φελίσιτι Τζόουνς, Ανίτα Πέλενμπεργκ, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία, Γαλλία (2009). 

ΝΤΑΝΙ ΜΠΟΪΛ: 127 ώρες 
Για τον Βρετανό σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί διάφορα, όχι όμως ότι περιορίζεται να κάνει ταινίες που ανήκουν σε ένα και αυτό κινηματογραφικό είδος. Ο Μπόιλ έχει περίτρανα αποδείξει ότι κινείται με θαυμαστή άνεση από το «Trainspotting» έως το «The Slumdog Millionaire». H τελευταία του ταινία με τίτλο «127 Ωρες» - που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες - είναι μεταφορά στον κινηματογράφο του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Aron Ralston, «Between a rock and a hardplace». Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού άνδρα, εθελοντή διασώστη, ερασιτέχνη αναρριχητή, παθιασμένου με τον κίνδυνο και τις εκδρομές στην άγρια φύση, με τα δύσκολα στοιχήματα με τον εαυτό του και με την ανακάλυψη καινούργιων, απειλητικών και αδύνατων περασμάτων. Τον Απρίλη του 2003 ο Αρον παγιδεύτηκε σε ένα βραχώδες ερημικό πέρασμα για παραπάνω από πέντε μέρες ... Κι έρχονται στο μυαλό κι άλλοι λόγοι και αιτιάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εγκλωβισμό, ένας σεισμός, ένα αυτοκινητικό δυστύχημα... 
Ο συγγραφέας Αρον Ράλστον διηγείται στο βιβλίο του με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις υπεράνθρωπες προσπάθειές του να επιβιώσει εγκλωβισμένος σε μια στενή κι εχθρική χαραμάδα - πέρασμα, με τη δεξιά του παλάμη πολτοποιημένη και ακινητοποιημένη κάτω από το βάρος ενός τεράστιου βράχου που ξεκόλλησε και του μπλοκάρισε το χέρι κατά τη διάρκεια εξερεύνησης ενός νέου περάσματος. Το μη αντιστρέψιμο της εικόνας μετά το δυστύχημα μπλοκάρει τη φαντασία και κάνει το θεατή να αισθάνεται εγκλωβισμένος όσο κι ο ήρωας και να ταυτίζεται μαζί του μέσα από διεργασίες λογικής και όχι ψυχολογίας. Φαίνεται ότι ήταν ακριβώς αυτό το στοιχείο που κέντρισε τον Μπόιλ και τον έκανε να αποφασίσει να αναλάβει σαν στοίχημα τη σκηνοθεσία ενός μικρού φιλμ, μιάμιση ώρα ωφέλιμης κινηματογράφησης σε έναν δύσβατο και τραγικά περιορισμένο χώρο, στη σχισμή ενός βραχώδους κοιλώματος. 
Με προσέγγιση βίντεο κλιπ στην οπτική, το καδράρισμα, το ρυθμό - ακόμη κι εκεί που με δυσκολία «σηκώνει» ρυθμική κάλυψη, με επιταχύνσεις, flash back και split screen, με τη χρήση όλων αυτών των στοιχείων μαζί με ονειρικά οράματα, παραισθήσεις, αλλά και συνεχή τεκμηρίωση της κατάστασής του με τη φωτογραφική καταγραφή των γεγονότων και του σχολιασμού τους, αποδεικνύει τεχνική, κατά βάση, ικανότητα που εκπλήσσει. Ακόμη κι όταν η κάμερα υποχρεούται να κινείται σε περίμετρο λίγων εκατοστών δε μένει στατική αλλά αναπτύσσει ένα δυναμισμό στα όρια της απελπισίας. Αυτό κάνουν οι «127 Ωρες». Οπτικοποιούν - μέσα από σουσπάνς θρίλερ - το κλειστοφοβικό δράμα της περιπέτειας της επιβίωσης ενός ατόμου σε ένα περιβάλλον αδιανόητα εχθρικό. Ο Αρον αποφάσισε μια Παρασκευή βράδυ να φύγει την επομένη, για ένα σαββατοκύριακο μοναχικής αναρρίχησης στους λείους και γλιστερούς βράχους της άγριας φύσης του εθνικού πάρκου Canyonlands. Ούτε που φανταζόταν ότι μπορούσε να του συμβεί αυτό που του συνέβη. Με απειροελάχιστη τροφή και νερό, χωρίς καν στοιχειώδη εργαλεία αποτολμά να απελευθερωθεί με διάφορους τρόπους από το βράχο, αλλά μάταια. Μετά το πρώτο διήμερο που διατηρεί σχεδόν ακέραιες τις δυνάμεις του και μάλιστα έχει ακόμη κουράγιο να αστειεύεται και να καταγράφει με τη φωτογραφική του μηχανή λεπτό προς λεπτό το δράμα που ζει, θα φθάσει την πέμπτη μέρα στο αποκορύφωμα της αργόσυρτης και βασανιστικά επιθανάτιας σχεδόν αγωνίας, να κόψει το δεξί του χέρι με έναν κοπτήρα, ώστε να μπορέσει να απεγκλωβιστεί και ίσως σώσει τη ζωή του. Ο Αρον επιλέγει την πιο δραστική λύση, τον γόρδιο δεσμό που ίσως του εξασφάλιζε τη ζωή. Οι 127 ώρες αλλάζουν άρδην τη ζωή του Αρον, ο θάνατος που πλησιάζει τον αναγκάζει να σκάψει πολύ βαθιά μέσα του και να αναθεωρήσει στάσεις κι αποφάσεις του. Αυτός που πίστευε ότι με τον τρόπο και τις επιλογές που επέλεξε είχε κατακτήσει την απόλυτη αυτάρκεια και δεν είχε ανάγκη κανέναν, κατανοεί τώρα πόσο είναι απαραίτητο να μοιράζεσαι πράγματα με τους άλλους, αρχίζοντας από το πόσο τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά εάν απλά είχε πει στην οικογένειά του και σε φίλους πού σκόπευε να πάει. Κι όσο σφίγγει η κατάσταση τόσο και αναπτύσσεται μία και μοναδική διάσταση, η προσωπική, η ατομική.
Η προσωπική γλώσσα του Μπόιλ καταφέρνει να κρατά άσβεστο το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, χωρίς όμως η συγκίνηση να καταφέρνει να φθάσει ως το μεδούλι. Ούτε η υπερβολική τεχνικότητα, ούτε η εμμονή στη λεπτομέρεια κατορθώνουν να εμβαθύνουν στα σπλάχνα του παρελθόντος μιας ιστορίας που η μεγαλύτερη αξία της βρίσκεται στο υπαρξιακό της νόημα.
Παίζουν: Τζέιμς Φράνκο, Κέιτ Μάρα, Λίζι Κάπλαν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Βρετανία (2010).

No comments: