Τυλιγμένη σε πέπλο πνιγηρής υγρασίας, με οσμή θανάτου η ταινία για τον θείο Μπουνμί που υποφέρει από οξεία νεφρική ανεπάρκεια κι επιλέγει να περάσει τις τελευταίες του μέρες στο αγρόκτημα που έχει, στην εξοχή, και εκεί να κάνει την περισυλλογή του και τον απολογισμό της ζωής και της αρρώστιας του. Ο άρρωστος θέλησε να τον συνοδεύσουν αγαπημένοι του άνθρωποι που θα είναι και οι μάρτυρες για το «πέρασμά» του από αυτήν τη ζωή. Μαζί του θέλησε να έχει την Jen, την αδελφή της πεθαμένης γυναίκας του και τον Tong, έναν έμπιστο νέο που ο Μπουνμί έχει στη δούλεψή του. Ενα ήρεμο, κατασκότεινο βράδυ εμφανίζεται στο τραπέζι του δείπνου το φάντασμα της πεθαμένης γυναίκας του Μπουνμί που ήρθε να συμπαρασταθεί στον άρρωστο στις τελευταίες του στιγμές. Η συζήτηση σπρώχνει σε μνήμες και αναμόχλευση αναμνήσεων από χρόνια νεαρά που τώρα γίνονται πιο ζωηρές, ωθεί σε περιέργειες και φόβους που ανεβαίνουν στην επιφάνεια, όταν ο άνθρωπος ετοιμάζεται να πεθάνει. Στη συντροφιά των ζωντανών και των φαντασμάτων προστίθεται και ο πεθαμένος γιος του Μπουνμί, μετενσαρκωμένος σε μαύρη τριχωτή μαϊμού με κατακόκκινα μάτια και απαντά λεπτομερώς στους συνδαιτυμόνες που ρωτούν για το πώς και το γιατί της συγκεκριμένης του μετενσάρκωσης. Η ταινία - μέσα από την ιστορία του Μπουνμί - μιλά για τις ιδέες και τις πεποιθήσεις του σκηνοθέτη αναφορικά με τη μετενσάρκωση, την ανταλλαγή των ψυχών και των περιπλανώμενων πνευμάτων. Στο αρχικό σενάριο υπήρχε καταγεγραμμένο το, ποιες ήταν και ποιες δεν ήταν, οι περασμένες ζωές του Μπουνμί, στο τέλος όμως ο σκηνοθέτης αποφάσισε να σεβαστεί τη φαντασία του κοινού για το αν στις προηγούμενες ζωές του ο ήρωας της ταινίας ήταν ταύρος ή πριγκίπισσα ή γατόψαρο ή στρατιώτης ή μέλισσα ή ζωύφιο. Ο ινδουιστής Μπουνμί, κάνοντας τον απολογισμό της αρρώστιας του, λέει στην Jen: «Η αρρώστια μου είναι το κάρμα μου, σκότωσα πολλούς κομμουνιστές για το καλό της πατρίδας, σκότωσα όμως και πολλά ζωύφια».
Παίζουν: Ταναπάτ Σαϊσαϊμάρ, Τζεντζίρα Πόνγκπας, Σάκντα Καεμπουάντι, κ.ά.
Παραγωγή: Ταϋλάνδη, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία (2010).
No comments:
Post a Comment