Οσα εκατομμύρια ευρώ και να έδινε ο ΕΟΤ, τη διαφήμιση που θα κάνει στα ελληνικά νησιά το «Mamma Mia!» δεν θα μπορούσε να την πληρώσει. Την τελευταία δεκαετία, το θεατρικό μιούζικαλ της Κάθριν Τζόνσον, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο κομμάτι του καταλόγου των επιτυχιών των ABBA, λειτουργεί ως διαφήμιση για την Ελλάδα, στα πάμπολλα ανεβάσματά του στις θεατρικές σκηνές του κόσμου, από το Λονδίνο και το Μπρόντγουεϊ, μέχρι και την Κορέα.
Η κινηματογραφική του βερσιόν, την οποία θα παρακολουθήσουν πολλά περισσότερα εκατομμύρια θεατών, ενισχύει στο πολλαπλάσιο την προβολή της Ελλάδας ως ιδανικό τόπο να κάνεις διακοπές, να ζήσεις και να ερωτευτείς. Ο κυπριακής καταγωγής διευθυντής φωτογραφίας Χάρης Ζαμπαρλούκος έχει χειριστεί τις κάμερες με τέτοιο τρόπο, ώστε να απεικονίσει τα τοπία της Σκιάθου, της Σκοπέλου και του Πηλίου σαν να πρόκειται για ένα φανταστικό μέρος, την απόλυτη επιλογή για μοναδικές διακοπές.
Το μυστικό της επιτυχίας είναι κάτι που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Αυτό το έργο -είτε κινηματογραφικό, είτε θεατρικό, είτε μουσικό- που έχει απήχηση στο κοινό, είναι πάντα το καλύτερο με καλλιτεχνικά κριτήρια; Οπωσδήποτε, όχι. Ομως, συχνά, από την κριτική το λαοφιλές αντιμετωπίζεται με υπεροψία και αρκετά συχνά με απέχθεια. Ωστόσο, ό, τι αγαπιέται από τον κόσμο το καταφέρνει για κάποιους σοβαρούς λόγους, έστω κι αν ως αποτέλεσμα δεν αντιμετωπίζεται ως «σοβαρό».
Τέτοια είναι η περίπτωση του «Mamma Mia!». Με μια απλή και πιασάρικη δραματουργική συνταγή και με τις ποπ νότες των ΑΒΒΑ, που μπορούν να ακούγονται μέχρι το τέλος του κόσμου, εξασφαλίστηκε η δεκαετής θριαμβευτική πορεία στις θεατρικές σκηνές. Στον κινηματογράφο, όμως, οι απαιτήσεις είναι αρκετά διαφορετικές. Το απλό περιστροφικό σκηνικό της παράστασης έπρεπε να εξελιχθεί σε θέαμα και το καστ να αποκτήσει λάμψη. Ηταν άραγε ικανή να τα καταφέρει η Φίλιντα Λόιντ, που σκηνοθέτησε την παράσταση, αλλά είναι πρωτάρα στο σινεμά;
Σε μεγάλο βαθμό απέδειξε ότι μπορεί. Στο καστ έχει κάνει θαυμάσιες επιλογές, ακόμη κι αν οι ηθοποιοί στους οποίους κατέληξε δεν έχουν εξαιρετικές φωνές. Είναι όμως απολύτως κατάλληλοι για τους ρόλους και τους αντιμετωπίζουν με όρεξη και διάθεση να διασκεδάσουν οι ίδιοι. Πρώτη και καλύτερη η Μέριλ Στριπ. Η σημαντικότερη ίσως ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου διασκεδάζει σαν κοριτσάκι, παίζοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας και είναι εξαιρετική και στα τρία. Και καταφέρνει με τη μεγαλύτερη άνεση να είναι κωμική και συγκινητική στις κατάλληλες στιγμές.
Η Αμάντα Σέιφριντ που παίζει την κόρη της, που αναζητεί την ταυτότητα του πατέρα της, είναι γλυκιά και χαριτωμένη, ενώ οι τρεις υποψήφιοι πατεράδες, Πιρς Μπρόσναν, Κόλιν Φερθ και Στέλαν Σκάρσγκαρντ, αν και δεν διακρίνονται για τις ικανότητές τους στο τραγούδι, είναι σωστοί για τους χαρακτήρες που παίζουν. Και η Τζούλι Γουόλτερς με την Κριστίν Μπαράνσκι είναι άψογες στους ρόλους των φίλων της μητέρας.
Σε κινηματογραφικό επίπεδο, η ταινία έχει πολλά σφάλματα. Και βασικά, ακόμη και για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Ομως, η Λόιντ έχει καταφέρει να μετατρέψει το θεατρικό θέαμα σε κινηματογραφικές σκηνές και η ταινία που γύρισε, βασιζόμενη κυρίως στο ταλέντο και τη διάθεση της Μέριλ Στριπ, έχει και αρκετές σκηνές με γέλιο και συγκίνηση.
[Του Παναγιώτη Παναγόπουλου, Η Καθημερινή, 05/07/2008]
No comments:
Post a Comment