Συνέντευξη στην Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Η Αυγή, 13/07/2008
Τον Χριστόφορο Τριανταφίλοφ τον έλεγαν «καθηγητή», στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου της Μόσχας κι αργότερα στο Κινηματογραφικό στούντιο «Γκόρκι», τη μεγαλύτερη φάμπρικα του σοβιετικού σινεμά, το σοβιετικό Χόλιγουντ, όπου επί πολλά έτη εργαζόταν αυτός ο μοναδικός, ελληνικής καταγωγής οπερατέρ ανωτάτης κατηγορίας, σκηνοθέτης και παραγωγός. Ο ίδιος ο Χριστόφορος, υπεραγαπώντας την Ελλάδα, την επισκέπτεται με την κάμερά του κάθε χρόνο, αλλά διστάζει να την «αναγνωρίσει» ως πατρίδα του, για έναν και μοναδικό λόγο: δεν μιλά ελληνικά, μοναδικό «λάθος», για το οποίο πραγματικά μετανιώνει στα 70 του χρόνια.
- Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα, συναντιέστε με Έλληνες, που έχουν λιγότερη ή περισσότερη ιδέα από κινηματόγραφο. Έχετε πλέον καταλάβει πως εδώ θεωρούν θεό τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Εσείς, απ’ ό,τι γνωρίζω, έχετε δουλέψει με τον Ταρκόφσκι.
Όταν σπούδαζα στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου στη Μόσχα, και μιλάμε για τη σχολική περίοδο 1958-1962, σε διάφορα τμήματα της σχολής σπούδαζαν πολλοί έλληνες -ακόμα θυμάμαι τα ονόματά τους. Στο τμήμα σκηνοθεσίας σπούδαζε και ο στενός φίλος του Αντρέι Ταρκόφσκι, που έγινε και δικός μου φίλος, ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι. Μου άρεσε, και συνεχίζει να μου αρέσει η δουλειά του Κοντσαλόφσκι, ειδικά η «Οδύσσειά» του: με τα λεφτά των αμερικάνων, ο Κοντσαλόφσκι δημιούργησε έναν γιγάντιο «μουσαμά», χρησιμοποιώντας το ρωσικό πνεύμα στον ελληνικό μύθο. Κάθε σκηνοθέτης μεταφέρει στην οθόνη τους ελληνικούς μύθους με το δικό του τρόπο, ενώ πολλοί αμερικάνοι τους εκμεταλλεύονται απροκάλυπτα, αρκεί να θυμηθούμε την «Τροία» και τον «Μεγαλέξανδρο». Όμως, αυτή η συμπόνια, αυτή η αληθινή ανησυχία για την τύχη του ήρωα, που εισάγει στην ταινία του ο Κοντσαλόφσκι, είναι καθαρά ρωσικό στοιχείο. Ο Αντρέι κατάφερε να δώσει βαθιά ανθρώπινη διάσταση στο ελληνικό έπος.
Εκείνη την εποχή, ο Κοντσαλόφσκι και ο Ταρκόφσκι ήταν φίλοι. Το 1961, η Σχολή μ' έστειλε να κάνω την πρακτική μου εξάσκηση στο κινηματογραφικό στούντιο «Μοσφίλμ», στην ταινία «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» που γύριζε ο νεαρός Ταρκόφσκι. Ήταν η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, η οποία και τον έκανε παγκοσμίως γνωστό.
Στα γυρίσματα γνωριστήκαμε πολύ καλά με τον Ταρκόφσκι, αλλά και με τον Κοντσαλόφσκι, που έκανε κι εκείνος την πρακτική του ως σκηνοθέτης. Δεν γίναμε φίλοι με τον Ταρκόφσκι∙ ξέρετε, η φύση της δουλειάς μας είναι τέτοια, που η φιλία είναι αντικειμενικά δύσκολη ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον οπερατέρ...
- Οι έλληνες συμμαθητές σας, αφότου επέστρεψαν στην Ελλάδα αξιοποίησαν τις κινηματογραφικές τους σπουδές στη Μόσχα; Αφού κι εκείνοι, όπως κι εσείς, διδάχθηκαν δίπλα στους «θεμέλιους λίθους» της σοβιετικής κινηματογραφίας.
Τα παιδιά επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας και η θέση τους ήταν απαρχής δύσκολη. Η κατάσταση εδώ ήταν εντελώς διαφορετική, ο κινηματογράφος στη Σοβιετική Ένωση χτιζόταν σε διαφορετικές αρχές.
- Πού είναι πιο εύκολο να είναι κανείς κινηματογραφιστής;
Θα σου πως πού είναι πιο εύκολο να είσαι οπερατέρ. Σήμερα, τα πράγματα είναι απλά: κάνεις τις λήψεις σου με τη βιντεοκάμερα και δηλώνεις οπερατέρ. Κάποτε όμως σπουδάζαμε φωτισμό. Στη Δύση το επάγγελμα του οπερατέρ χωρίζεται σε δυο σκέλη: υπάρχει διευθυντής φωτογραφίας και υπάρχει κάμεραμαν. Ο διευθυντής φωτογραφίας φωτίζει το γιγάντιο σκοτεινό πλατό, τα σκηνικά, και ο κάμεραμαν χειρίζεται την κάμερα κι είναι στην άμεση διάθεση του σκηνοθέτη. Μες στην κάμερα υπάρχει βέβαια και το φιλμ, αλλά κι εκείνο το χειρίζεται ο διευθυντής φωτογραφίας...
- Δηλαδή η εργασία του οπερατέρ χωρίζεται σε «πνευματική» και «τεχνική»…
Κάπως έτσι. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σύγχρονου κινηματογράφου είναι ότι τα σκηνικά φωτίζονται δίχως να λαμβάνεται υπόψη η δραματουργική ιδέα της ταινίας.
- Δηλαδή οι σοβιετικοί οπερατέρ συνδύαζαν τον διευθυντή φωτογραφίας και τον κάμεραμαν;
Η δική μας σχολή οπερατέρ τους ήθελε δύο σε έναν. Ο σοβιετικός οπερατέρ κουβαλούσε διπλά βάρη, και το θεωρούσαμε φυσικό. Οι λήψεις στα σκηνικά κόστιζαν ακριβά, έπρεπε να δουλεύουμε γρήγορα, κι εκτός τούτου το σοβιετικό φιλμ δεν ήταν φωτοευαίσθητο, γι’ αυτό και ο φωτισμός έπαιζε βασικό ρόλο. Το ταλέντο και η ικανότητα του οπερατέρ-σκηνοθέτη να καταλάβει τη δραματουργία, και να δημιουργήσει με τη βοήθεια του φωτισμού τη δραματουργία του φωτός, είναι πλέον σπάνια πολυτέλεια. Με βράβευσαν δυο φορές με το ανώτατο βραβείο κινηματογράφου, για την ικανότητα να χειρίζομαι κακής ποιότητας σοβιετικό φιλμ, και ίσως γι’ αυτό με «στόλισαν» με το παρατσούκλι «καθηγητής».
- Ας επιστρέψουμε στον Ταρκόφσκι. Γιατί κατά τη γνώμη σας στη Δύση ακούγεται τόσο πολύ το όνομά του, και όχι, για παράδειγμα του Βασίλι Σουκσίν, ενός εξίσου μεγάλου σκηνοθέτη και συγγραφέα, συνομήλικου μάλιστα του Ταρκόφσκι;
Ναι, είναι ένα ερώτημα γιατί οι γενεές των σύγχρονων ελλήνων κινηματογραφιστών προσανατολίζονται μόνο στον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον Σεργκέι Παρατζάνοφ και τον «πατριάρχη» του σοβιετικού κινηματογράφου, Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ενώ δεν ξέρουν τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, για τον Σουκσίν, τον Γκοβορούχιν, για τους κατεξοχήν «ρώσους» σκηνοθέτες.
- Ο Ταρκόφσκι, κατά τη γνώμη σας, αξίζει αυτή την τεράστια δόξα;
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι ήταν αναμφίβολα ταλαντούχος σκηνοθέτης. Έχουμε συνηθίσει να κριτικάρουμε τη Σοβιετική Ένωση για διάφορές αμαρτίες, αλλά πού αλλού θα μπορούσε να γυρίζει ο Ταρκόφσκι ταινίες που δεν έδιναν ταμείο; Ταινίες που παρουσίαζαν έλλειμμα και όχι κέρδη; Για να κάνει τις ταινίες του ο Ταρκόφσκι χρειαζόταν πολλά λεφτά, και ο Οργανισμός Κρατικού Κινηματογράφου τα έδινε. Τον Ταρκόφσκι τον παίνευαν στη Δύση, κι εγώ σκέφτομαι το εξής: αν ο «εχθρός» σε παινεύει, τότε σκέψου τι λάθος έκανες απέναντι στον εαυτό σου και τη χώρα σου.
Προσωπικά μού είναι ξένες οι παραψυχολογικές του αναζητήσεις. Είμαι ένας υγιής άνθρωπος, όσο δεν παίρνει άλλο, αγαπώ τη ζωή, αγαπώ τις γυναίκες. Βγήκα λοιπόν από εκείνη την κινηματογραφική νεολαία, αντιπροσώπους της οποίας αργότερα διαφήμιζαν πλατιά στη Δύση. Ήξερα και τον Ταρκόφσκι και τον Παρατζάνοφ. Το έργο τους δεν είναι απλό, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου αρέσει ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Γιατί υπάρχει η Τέχνη; Για να φοβίζει τους ανθρώπους;
- Ίσως εδώ ισχύει το σύνδρομο του «γυμνού βασιλιά» του Άντερσεν; Εφόσον τον καλλιτέχνη τον παινεύουν οι ειδικοί, δεν γίνεται να μην αρέσει;
Δεν έχω σκοπό να κατηγορήσω κανέναν. Όμως, όταν την τέχνη του καλλιτέχνη αρχίζουν και την εκμεταλλεύονται για κάποια πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχει πλέον καμιά σχέση με τη δημιουργία. Τι έγινε με την τέχνη του Ταρκόφσκι; Τον μυθοποίησαν, τον σήκωσαν στα ουράνια, όμως δεν μπορείς να πας ψηλότερα από τον θεό. Πρέπει να σταματήσεις κάποια στιγμή. Το ίδιο έγινε και με τον Παρατζάνοφ.
Άλλο ο Αϊζενστάιν. Έχει εφεύρει το μοντάζ, αξίζει να τον προσκυνάμε. Ο Αϊζενστάιν δεν ήταν σκηνοθέτης ηθοποιών, όλες οι ταινίες του είναι μνημειώδεις, σκηνοθετικές. Ο πατέρας του ήταν εκπληκτικός αρχιτέκτονας, τα κτίριά του ακόμα κοσμούν τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Ο Αϊζενστάιν μπορούσε να μοντάρει άσχετα κομμάτια και να φτιάξει ένα σύνολο. Ούτε ο Ταρκόφσκι ούτε ο Παρατζάνοφ εφηύραν κάτι. Ας επιστρέψω όμως πάλι στις σκέψεις για τη Σοβιετική Ένωση και για τις συνθήκες εργασίας εκεί. Ποιος δυτικός παραγωγός θα έδινε λεφτά στο σκηνοθέτη για να γυρίσει δεύτερη φορά την ίδια ταινία; Ο Ταρκόφσκι γύρισε δύο φορές τον «Καθρέφτη» του. Είμαι σε μια ηλικία όπου είναι πια είναι αργά για να φοβάσαι και πρέπει να έχεις το θάρρος της γνώμης σου. Πιστεύω, λοιπόν, πως έχουμε θεοποιήσει τον Ταρκόφσκι και τον Παρατζάνοφ, και ξεχάσαμε άλλους, καθόλου λιγότερο αξιόλογους καλλιτέχνες.
Πιστεύω πως ο Ταρκόφσκι δεν θα είχε διαμορφωθεί ποτέ ως δημιουργός, ως σκηνοθέτης - κινηματογραφιστής, με τόσο υπερτροφικό όνομα, αν εργαζόταν, για παράδειγμα, στο Χόλιγουντ. Δε θα είχε περάσει κανένα από τα σενάριά του. Ή θα τον είχανε κάνει διάσημο, αν πολεμούσε το πολιτικό σύστημα το οποίο πολεμούσε εκείνη την εποχή η Αμερική... Εδώ που τα λέμε, οι ΗΠΑ ακόμα δεν έχασαν το ενδιαφέρον τους για τον πόλεμο, όχι πια με την ΕΣΣΔ αλλά σίγουρα με τη Ρωσία.
Θέλω να πω, ότι σε κάθε σύστημα ο άνθρωπος μπορεί να ολοκληρωθεί ως καλλιτέχνης. Ως δημιουργός. Είναι η ικανότητα που μας έδωσε ο θεός. Δεν ολοκληρώθηκαν μονάχα οι τεμπέληδες, γιατί όταν ο Θεός δίνει ταλέντο, δίνει συνάμα και τεμπελιά.
- Το σινε-μάτι είναι ένας ιδιαίτερος μηχανισμός. Κι εσείς χιλιάδες φορές είδατε την Ελλάδα μέσα από το φακό της κάμερας. Τι είδατε λοιπόν στην Ελλάδα;
Θα ήθελα κάποτε να κάτσω και να γράψω όσα είδα στην Ελλάδα. Θα ήθελα να γράψω για τους δρόμους της, για τις αγορές της, για τους έλληνες και τις ελληνίδες. Να χωρίσω ανά θέμα τις πιο μεγάλες εντυπώσεις μου.
Όσον αφορά τους δρόμους, η μικρή Ελλάδα τους έχει σε τέτοια αφθονία, που η άσφαλτος σε πάει ως το πιο μακρινό χωριό. Μπορεί να είναι μια σερπαντίνα που διασχίζει τα βουνά, μπορεί να είναι ένα τούνελ, σκαλισμένο στο βράχο, αλλά τα έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια! Τι έργο! Κι εδώ, άθελά μου συγκρίνω την Ελλάδα με τη Ρωσία, που είναι επίπεδη, μόνο με πεδιάδες και δάση. Όπως λέει ένας φίλος μου, στη Ρωσία δεν υπάρχουν δρόμοι, υπάρχουν μόνο προορισμοί. Ο ίδιος ισχυρίζεται, πως οι ρώσοι επίτηδες κρατάνε τους δρόμους τους σε μαύρα χάλια, για να δυσκολέψουν την οπισθοχώρηση κάποιου πιθανού εχθρού... Οι καλοί δρόμοι σημαίνουν και καλό νοικοκυριό, σημαίνουν πάντα φρέσκα και καλά διατηρημένα τρόφιμα. Έχω πάει παντού και είδα, π.χ. στην πολυτραγουδισμένη ρωσική Χέρσα Γη, να μεταφέρουν σιτάρι στα καμιόνια δίχως τέντες. Το μισό σιτάρι στο δρόμο έπεφτε ή σάπιζε. Μια διαχείριση που δεν άργησε να επιφέρει το τέλος. Δυστυχώς. Στην Ελλάδα μου κάνουν μεγάλη εντύπωση τα χαμόγελα των ανθρώπων. Η Αθήνα δεν συγκρίνεται με τη Μόσχα, όπου ο κόσμος είναι κατσουφιασμένος και ολίγον εχθρικός. Μπορείς όμως να τη συγκρίνεις με κάποια επαρχιακή ρωσική πόλη, όπου οι πάντες γνωρίζουν τους πάντες και οι σχέσεις είναι στενές.
- Έχετε κάποια κινηματογραφικά σχέδια για την Ελλάδα;
Θ’ αρχίσω να έχω, μόλις βρω τα απαραίτητα, για σοβαρές λήψεις, μέσα. Θα επέστρεφα ευχαρίστως στο θέμα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, γιατί πιστεύω πως η πραγματική ελευθερία ήρθε στην Ελλάδα μετά από την κατατρόπωση του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο. Ο νεαρός τότε τσάρος Νικόλαος Α', αφού κατέστειλε την εξέγερση των Δεκεμβριστών, άφησε πίσω του την Ιερή Συμμαχία και κινήθηκε προς την Ελλάδα. Στη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου, στο «Αζοφ», ήταν όλο το άνθος της ρωσικής ναυτικής ιστορίας: ο Λάζαρεφ, ο Κορνίλοφ, ο Ιστόμιν, ο Ναχίμοφ. Στο νεκροταφείο στον Πειραιά κείτονται ρώσοι ναυτικοί κι έχω τραβήξει τα μνήματά τους.
Η δεύτερη ταινία που θα έκανα, θα είχε τον τίτλο «Ελλάδα, δεύτερη πατρίδα», για τους ρώσους που σε διαφορετικές εποχές και για διαφορετικούς λόγους βρέθηκαν στην Ελλάδα κι έμειναν εδώ για πάντα.
Αλλά το μεγάλο μου όνειρο είναι να κάνω ταινία για τον Φίλιππο Β', τον πατέρα του Μεγαλέξανδρου. Πιστεύω πως ο ρόλος του στην ελληνική ιστορία δεν εκτιμήθηκε αρκετά. Εκείνος ενοποίησε την Ελλάδα, σ’ εκείνον χρωστούσε ο Αλέξανδρος τον άριστα εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο στρατό. Και ο Αλέξανδρος τι έκανε; Σκόρπισε τις καλύτερες δυνάμεις των ελλήνων! Θα μου πεις, μετέφερε στην Ανατολή τον ελληνικό πολιτισμό. Αλλά ποιος του το ζήτησε; Περαστικός καθώς ήταν, κατέστρεψε τον ζωροαστρισμό -οι πέρσες ακόμα τον καταριούνται. Χάρις στον Αλέξανδρο, η Ελλάδα έγινε εύκολη λεία των Ρωμαίων. Δεν αξίζει, λοιπόν, ο Φίλιππος Β' μια ταινία;
(Η κουβέντα μας με τον Χριστόφορο Τριανταφίλοφ, τον έλληνα από την Τιφλίδα, που κατέκτησε το δύσκολο και απαιτητικό Σοβιετικό Χόλιγουντ, δεν σταμάτησε εδώ. Ο Χριστόφορος εκτός από το ανεκτίμητο ταλέντο να αφηγείται έχει και το σπάνιο (όσον αφορά τους καλλιτέχνες, τρεις φορές πιο σπάνιο) ταλέντο ν’ ακούει.
Με τον Χριστόφορο μπορείς να συμφωνείς, μπορεί να διαφωνείς, όμως οι σκέψεις του ενεργοποιούν ευεργετικά τους στοχασμούς του καθενός μας, για εκείνα τα «υψηλά», αλλά συνάμα και αιώνια θέματα, όπως η τέχνη, η ανθρώπινη δημιουργία, και, το βασικότερο, το ρόλο σε όλα αυτά της ανθρώπινης προσωπικότητας.)
No comments:
Post a Comment