Του ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΙΚΑ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7 - 13/07/2008
Οι «Φυγάδες του Μιζούρι» έφτασαν στις αμερικανικές αίθουσες τη στιγμή που το κινηματογραφικό είδος του γουέστερν, που πρέσβευε η ταινία, φαινόταν να οδεύει προς το τέλος του. Η δεκαετία του '70 έστεκε μάλλον εχθρική απέναντι σε ένα παραδοσιακό είδος της αμερικανικής οθόνης που τώρα πλέον φάνταζε οπισθοδρομικό, ένα σινεμά που έβλεπαν οι μπαμπάδες και έπρεπε τώρα να μισήσουν οι γιοι.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήταν μάλλον απίθανο για τον σκηνοθέτη Αρθουρ Πεν να πείσει την πλειονότητα των τότε θεατών να πληρώσουν εισιτήριο για να δουν ένα αλλοπρόσαλλο και σχιζοφρενικό γουέστερν, για το οποίο είχε διαρρεύσει η φήμη ότι καθένας από τους βασικούς του εμπλεκόμενους έκανε οτιδήποτε ήθελε στα γυρίσματα. Στο ρόλο ενός συμπαθούς κλέφτη αλόγων, ο πρωταγωνιστής Τζακ Νίκολσον περιέφερε την αίγλη του πιο πολυσυζητημένου ηθοποιού των τελευταίων ετών, μετά ιδίως και από το Οσκαρ α' αντρικού ρόλου που είχε μόλις κερδίσει για τη «Φωλιά του Κούκου», και προσπαθούσε να επιβάλει τις απόψεις του γύρω από τη μορφή που έπρεπε να πάρει κατά τη γνώμη του το φιλμ. Ο σκηνοθέτης που πριν από μερικά χρόνια είχε υπογράψει τον βίαιο αντιεξουσιαστικό ύμνο του «Μπόνι και Κλάιντ» άλλαζε διαρκώς τις διαθέσεις του ως προς την ταινία, υπονομεύοντας τον δραματικό και περιπετειώδη χαρακτήρα της με σφήνες παράλογου χιούμορ αλλά και τον γνήσιο κυνισμό ενός πρώην χίπη ο οποίος στεκόταν απομυθοποιητικά απέναντι στις ηρωικές θεωρήσεις περί Αγριας Δύσης.Πιο αλλόκοτη όλων ήταν, εντούτοις, η συμπεριφορά του Μάρλον Μπράντο ο οποίος φρόντισε, από την πρώτη του μέρα στα γυρίσματα, να προκαλέσει πονοκέφαλο και αγανάκτηση στον σκηνοθέτη με τα καπρίτσια του, την άρνησή του να σεβαστεί τους διαλόγους που του όριζε το σενάριο, τους ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς του και τις αλλόκοτες λεπτομέρειες που θέλησε να επιβάλει στον ρόλο του. Μία από τις ιδιόρρυθμες λεπτομέρειες που επέβαλε στον μακιαβελικό πληρωμένο εκτελεστή που ερμήνευε ήταν να εμφανίζεται σε κάθε σκηνή και με μία διαφορετική αμφίεση, ντυμένος πότε ως ιερέας, πότε ως τζέντλεμαν του Νότου, πότε ως Ινδιάνος και πότε ως... ηλικιωμένη γυναίκα με πλήρη ένδυση και συμπεριφορά γιαγιάς! Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους της Αμερικής τον Μάιο του 1976 με ισχνές εισπράξεις και πολλή δυσαρέσκεια. Αφ' ενός από τη μεριά της εταιρείας που έβλεπε τα χρήματα που επένδυσε να χάνονται αστραπιαία, αφ' ετέρου από τη μεγαλύτερη μερίδα των κριτικών που κατηγορούσαν το φιλμ ως μια χειρονομία εκκεντρικότητας από μέρους του δημιουργού του και τους θεατές που έβρισκαν δύσκολο να κατανοήσουν τον ασυνήθιστο συνδυασμό γουέστερν, μαύρης κωμωδίας και πικρόχολης κριτικής. Ιδιαιτέρως δυσαρεστημένη με το φιλμ φάνηκε όμως και η Αμερικανική Εταιρεία Προστασίας Ζώων που, όταν ανακάλυψε ότι η πραγματοποίησή του οδήγησε στον θάνατο ενός αλόγου και στον τραυματισμό πολλών άλλων, τοποθέτησε τους «Φυγάδες του Μιζούρι» σε μια απαξιωτική λίστα.Ετσι, το ιδιοσυγκρασιακό γουέστερν του Αρθουρ Πεν χάθηκε βιαστικά από τις αίθουσες και παρέμεινε για περίπου 15 χρόνια δυσεύρετο. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, πολλοί ζήτησαν την αναθεώρηση του παρεξηγημένου αυτού δημιουργήματος, κάνοντας λόγο για ένα από τα πιο αντισυμβατικά και μοντέρνα φιλμ της δεκαετίας του '70 αλλά και για μια ταινία που έπαιρνε ρίσκα στην προσπάθειά της να υπερβεί και να ανανεώσει τα στεγανά του είδους της. Η επανέκδοσή της αυτές τις μέρες στα ελληνικά σινεμά μένει να επαληθεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς.
No comments:
Post a Comment