Επτά, Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
Η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία, λένε, και πράγματι, τα περιστατικά στα οποία βασίστηκαν πολλές από τις ξένες ταινίες που θα προβληθούν φέτος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (4-13 Νοεμβρίου, Ολύμπιον, Παύλος Ζάννας, Λιμάνι) ξεπερνούν και την πιο αρρωστημένη φαντασία.
Το θέμα βέβαια είναι το πώς πιάνεις θέματα όπως η παιδεραστία ή οι σίριαλ κίλερ. Και ευτυχώς οι ταινίες που επέλεξε φέτος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Δ. Εϊπύδης, δεν «πατάνε» σε μια ηδονοβλεπτική λογική αλλά μπαίνουν σε βάθος στις ψυχές των ηρώων αποκαλύπτοντας τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, μακριά από τη ρεπορταζιακή τηλεοπτική προσέγγιση. Οπως και άλλες, που άντλησαν τα θέματά τους από πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα, όπως το Τσέρνομπιλ, το καθεστώς Τσαουσέσκου, τον Τζούλιο Αντρεότι και τη δανέζικη αντίσταση.
* Μια τέτοια περίπτωση είναι το «Snowtown» του Τζάστιν Κούρτζελ (τμήμα «Ανοιχτοί ορίζοντες») για τον χειρότερο σίριαλ κίλερ στα χρονικά της Αυστραλίας, τον Τζον Μπάντινγκ: σχεδόν σε αρρωσταίνει με τη σκληρότητα και το νατουραλισμό του. Ισως γιατί σε πείθει πως όλα συμβαίνουν σε πραγματικούς ανθρώπους. Η ταινία έχει άλλωστε έντονο ντοκιμαντερίστικο χαρακτήρα.
Ολα διαδραματίζονται στην Αυστραλία, στα βόρεια προάστια της Αδελαΐδας, όπου ζει μια φτωχή γυναίκα με τους τρεις γιους τους. Αρχικά νομίζεις πως το θέμα της ταινίας είναι η παιδεραστία, καθώς ο εραστής της γυναίκας έχει ως χόμπι να φωτογραφίζει τα αγόρια της γυμνά. Κι όμως όχι. Ο αρρωστημένος ερωτισμός του άντρα επισκιάζεται από τις φρικαλέες πράξεις του αντικαταστάτη του: δηλαδή του νέου εραστή της γυναίκας, που υιοθετεί τον ρόλο του τιμωρού των παιδεραστών, των γκέι, των ναρκομανών και όλων όσων υποτίθεται πως απειλούν την τιμή αυτής της συντηρητικής μικροκοινωνίας. Την ίδια στιγμή παρουσιάζεται τρυφερός πατέρας των τριών παιδιών και ιδιαίτερα του 16χρονου ελληνοαυστραλού ήρωα Λούκας Πίταγουεϊ (βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κανών) που είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας. Αρχικά, το παιδί εμφανίζεται άβουλο, να υφίσταται διάφορες σεξουαλικές κακοποιήσεις από ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Ομως αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στη σταδιακή αλλοτρίωση της ψυχής του από τον νέο του χαρισματικό μέντορα, ο οποίος σιγά σιγά και μεθοδικά τον μυεί στο έγκλημα: τον εξαναγκάζει να πυροβολήσει τον σκύλο του και σταδιακά του αποκαλύπτει πτυχές της κατά συρροήν εγκληματικής δραστηριότητάς του: μια μπανιέρα γεμάτη αίματα, σακούλες με πτώματα, έναν άνθρωπο που υφίσταται φρικτά βασανιστήρια. Δεν θα ξεχάσουμε τη σκηνή όπου ο δολοφόνος με το γελαστό πρόσωπο, τεμαχίζει 3-4 καγκουρό και στη συνέχεια τα πετάει έξω από την πόρτα του παιδεραστή για να τον εξαναγκάσει να φύγει από τη γειτονιά...
Σε αυτό το εντυπωσιακό ντεμπούτο, ο σκηνοθέτης Τζάστιν Κούρτζελ χτίζει με αυθεντικότητα ένα παγερό ψυχολογικό θρίλερ που δεν παραλείπει να δώσει έμφαση στις κοινωνικές παθογένειες. «Αρχικά είχα επιφυλάξεις για το αν έπρεπε να εμπλακώ σε μια τόσο σκοτεινή ιστορία», παραδέχεται. «Οταν όμως διάβασα το σενάριο και τα βιβλία που ενέπνευσαν την ταινία, με συνεπήρε όχι μόνο η ιστορία αλλά και η κλειστή αυτή κοινότητα στην οποία διαδραματίζονταν όλα. Και βέβαια η περίπλοκη σχέση πατέρα-γιου που δημιουργήθηκε μεταξύ του σίριαλ κίλερ Τζον Μπάντινγκ και του νεαρού Τζέιμι Βλασάκη: ένα απίστευτο μείγμα βαναυσότητας και τρυφερότητας. Ελπίζω το κοινό να αναρωτηθεί γιατί ένα τέτοιο έγκλημα συνέβη στη σύγχρονη Αυστραλία και παρέμεινε ανεξιχνίαστο για τόσα πολλά χρονια...».
* Με την κατά συρροήν ... παιδεραστία καταπιάνεται το αυστριακό «Michael» (κι αυτό θα προβληθεί στους «Ανοιχτούς ορίζοντες»), σκηνοθετικό ντεμπούτο του έμπειρου διευθυντή κάστινγκ Μάρκους Σλάιζνερ, ο οποιος υπήρξε βοηθός του Χάνεκε στην εξαιρετική «Λευκή κορδέλα». Εδώ, κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας παιδόφιλος που κρατά στο σπίτι του αιχμάλωτο ένα μικρό αγόρι -και όχι, δεν είναι συμπτωματική η ομοιότητα με την περίπτωση της Αυστριακής Νατάσα Κάμπους, η οποία δραπέτευσε έπειτα από οκτώ χρόνια ομηρίας...
Η ταινία περιγράφει τους πέντε τελευταίους μήνες της «συμβίωσης» του 35χρονου παιδόφιλου και του μικρού αγοριού που έχει απαγάγει και βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν την αυστριακή κοινωνία με την υπόθεση της 10χρονης Κάμπους, που απήχθη από έναν παιδόφιλο το 1998. Η ταινία συμμετείχε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών.
Το ενδιαφέρον με την ταινία του Σλάιζνερ, μια κατ' εξοχήν αστική ταινία τρόμου, ιδωμένη από την πλευρά του θύτη και όχι του θύματος, είναι πως εστιάζει στην προσπάθεα του παιδόφιλου να έχει μια «φυσιολογική» ζωή παρά το γεγονός ότι έχει φυλακισμένο ένα παιδάκι στο υπόγειό του. Κι ο θεατής έντρομος συνειδητοποιεί ότι αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει στο σπίτι οποιουδήποτε γείτονα, φίλου ή συναδέλφου του.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει να δείξει ακραίες σκηνές βίας προς το παιδί, και προσεγγίζει με μια κλινική ματιά τα τεκταινόμενα, αλλά η ταινία ξεχειλίζει από ένταση. Αυτό το μείγμα υπόγειας βίας και sui generis αρρωστημένης τρυφερότητας προς το παιδί, είναι εκρηκτικό...
* Το «Innocent Saturday» πάλι, του ρώσου συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλεξάντερ Μιντάτζε («Ανοιχτοί ορίζοντες») μας μεταφέρει στα τραγικά γεγονότα του Τσέρνομπιλ. Λίγα λεπτά μετά την έκρηξη του πυρηνικού αντιδραστήρα τον Απρίλιο του 1986, η κυβέρνηση σιωπά και ο πληθυσμός δεν έχει ιδέα για το μέγεθος της καταστροφής. Ομως ο νεαρός Βάλερι Κάμπις, αφοσιωμένο μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, αντιλαμβάνεται τον πανικό στους ιθύνοντες, συνειδητοποιεί πως κάθε δευτερόλεπτο μετρά και προσπαθεί να δραπετεύσει από την πόλη μαζί με τη σύντροφό του και τους μουσικούς φίλους του. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του: μια αποτυχημένη απόπειρα ενός ανθρώπου να αφήσει πίσω του έναν τόπο καταστροφής και θανάτου, ένα Σάββατο που ο ήλιος λάμπει, το γρασίδι είναι ακόμα καταπράσινο και όλοι αφήνονται στην τύχη τους...
Η ταινία προβλήθηκε φέτος στο Βερολίνο, και είναι άκρως επίκαιρη μετά τα συμβάντα στην Ιαπωνία που έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής καταστροφής. Συλλαμβάνει δε πιστά την ατμόσφαιρα της περιόδου, αλλά και τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων μπροστά σε έναν αόρατο κίνδυνο. Σημειώστε πως τη φωτογραφία υπογράφει ο Ρουμάνος Ολέγκ Μούτου («4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες»).
«Για πολύ καιρό σκεφτόμουν να γυρίσω μια φιλμική μεταφορά για την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ», λέει ο σκηνοθέτης. «Οχι ένα ντοκιμαντέρ, όχι ένα μπλοκμπάστερ, ούτε ένα φιλμ για το ποιος και πότε πάτησε το λάθος κουμπί. Αυτό που με κέντριζε ήταν το γιατί άνθρωποι που γνώριζαν για την καταστροφή δεν εγκατέλειψαν τελικά την πόλη. Μήπως γιατί ο κίνδυνος ήταν αόρατος; Μήπως γιατί, ως αντίδραση, αγκιστρώθηκαν στις μικρές καθημερινές απολαύσεις της στιγμής;». Στην ταινία ο ήρωας είναι έτοιμος να φύγει με την κοπέλα του, όμως το τακούνι της σπάει λίγο πριν φτάσουν στον σταθμό, ύστερα ψάχνουν το διαβατήριό της, και τέλος παρασύρονται σε ένα γαμήλιο γλέντι. Τελικά βρίσκονται στην καρδιά της καταστροφής αντί να απομακρυνθούν απ' αυτήν. Η αντιπαραβολή του πυρακτωμένου εργοστασίου και του «πυρετού» της γαμήλιας γιορτής από τον Μιντάτζε εγγράφεται στο νου.
* Από μια πυρηνική καταστροφή σε ένα εργατικό ατύχημα επί Τσαουσέσκου. Μια μαύρη κωμωδία είναι το «Adalbert's Dream» του Ρουμάνου Γκαμπριέλ Ακίμ («Ματιές στα Βαλκάνια»), που όμως ασκεί δριμεία κριτική στο καθεστώς Τσαουσέσκου μέσα από ένα απίστευτο αλλά αληθινό περιστατικό: την αναπαράσταση ενός εργατικού ατυχήματος που οδήγησε σε νέο εργατικό ατύχημα και συνέβη σε ένα εργοστάσιο τη δεκαετία του '80 στην κομμουνιστική Ρουμανία. Ο εργάτης που υποδυόταν το θύμα, κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης έχασε κι αυτός το χέρι του, όπως ακριβώς συνέβη παλιότερα στον συνάδελφό του... Η δράση τοποθετείται προς το τέλος του καθεστώτος Τσαουσέσκου δυο εβδομάδες μετά το Τσέρνομπιλ, την μέρα που μια ρουμανική ποδοσφαιρική ομάδα σημείωσε μια θριαμβευτική νίκη επί της Μπαρτσελόνα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Η ταινία γυρίστηκε επίτηδες σε βίντεο (και μάλιστα σε VHS) προκειμένου να αναδείξει τόσο την αίσθηση της εποχής όσο και τις συνθήκες ζωής της περιόδου.
* «Flame & Citron» του Ολε Κρίστιαν Μάντσεν (στο πλαίσιο του αφιερώματος του φεστιβάλ στον δανό σκηνοθέτη): ο Μάντσεν σκηνοθέτησε το 2008 την τολμηρή αυτή ταινία που ρίχνει φως σε μια άγνωστη πτυχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατάφερε να δημιουργήσει μια από τις πιο εμπορικές ταινίες του δανέζικου κινηματογράφου, ενώ στην Ελλάδα προβλήθηκε στις αίθουσες με τον τίτλο «Μέρες θυμού».
Κοπεγχάγη, 1944. Η Δανία βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή. Οι Flame και Citron είναι δύο μαχητές της αντίστασης και αχώριστοι φίλοι που έχουν αναλάβει να εξοντώσουν τους δανούς πληροφοριοδότες. Οταν όμως ζητείται από τον Flame να εκτελέσει την κοπέλα του, την αινιγματική Κετι, εκείνος παρακούει τις εντολές και αναρωτιέται ποια είναι πραγματικά αυτή η γυναίκα. Συνειδητοποιεί δε πως στον αγώνα για την ελευθερία γίνεται όλο και πιο ασαφές ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός...
* Στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Πάολο Σορεντίνο, θα δούμε ξανά και την επιτυχημένη του ταινία «Il divo», αυτήν την οπερατικού ύφους βιογραφία του Τζούλιο Αντρεότι.
Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις τελευταίες μέρες της καριέρας του Τζούλιο Αντρεότι, ιδρυτικού μέλους του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών και πρωθυπουργού της Ιταλίας για έξι θητείες, μέχρι την έναρξη της πολύκροτης δίκης για την ανάμειξή του με την ιταλική μαφία. Η μεγαλομανής πολιτική φιλοσοφία και η δεσποτική ιδιοσυγκρασία του Ιταλού πολιτικού βρίσκουν ιδανική ενσάρκωση στο πρόσωπο του Τόνι Σερβίλο, ο οποίος παραδίδει μια ερμηνεία-σημείο αναφοράς, θυμίζοντας φιγούρα του βωβού εξπρεσιονισμού. Χιούμορ και σκηνοθετική βιρτουοζιτέ συνυπάρχουν σε αυτήν την ταινία που μοιάζει με μαύρη κωμωδία, διότι ο Σορεντίνο ούτε πολιτικό σινεμά κάνει, ούτε επιχειρεί να λύσει τον πολιτικό γρίφο Αντρεότι. Απλώς «υποκύπτει» στη μυστηριώδη θελκτικότητα μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, για να διερευνήσει τις πιο σκοτεινές όψεις της εξουσίας και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
* Τέλος, στις ειδικές προβολές θα δούμε και το «Rebellion», τη νέα φιλόδοξη ταινία του ταλαντούχου ηθοποιού και σκηνοθέτη Ματιέ Κασοβίτς («Το μίσος», «Αμελί»). Ο Κασοβίτς εδώ σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, αναπλάθοντας ένα συμβάν που έλαβε χώρα στη γαλλική αποικία της Νέας Καληδονίας το 1988: την αιματηρή κρίση ανάμεσα σε ντόπιους αυτονομιστές και τις επίλεκτες γαλλικές δυνάμεις που κλήθηκαν στην περιοχή, μετά την απαγωγή 26 αστυνομικών και τη δολοφονία άλλων τριών. Ο Κασοβίτς επιχειρεί μια ισορροπημένη και προσεκτική πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ανάλυση των γεγονότων που επηρέασαν τις τότε γαλλικές προεδρικές εκλογές. Κάποιοι βρήκαν ομοιότητες με το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα...
No comments:
Post a Comment