Παρουσιάζει ενδιαφέρον η κινηματογραφική βδομάδα. Πέντε συνολικά οι νέες ταινίες εκ των οποίων μία ελληνική, η «Απνοια» του Αρη Μπαφαλούκα. Επίσημη συμμετοχή στο 51οΦεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, βραβείου κοινού ως καλύτερης ταινίας και FIPRESCI, στο προαναφερθέν Φεστιβάλ. Αρκετά ειλικρινής παρουσία, που όμως δυστυχώς κινείται στα πλαίσια μιας περιοριστικής, πλαστικής αισθητικής και με χροιά φωνών - από πλευράς ηθοποιών - που συχνά ενοχλεί. Παρά το γεγονός ότι ακουμπά - σαν σε τίτλους - την πραγματικότητα και αγγίζει με τα ακροδάχτυλα θέματα ενδιαφέροντα, μοιάζει ξεφούσκωτο μπλε μπαλόνι ακριβώς γιατί δεν τολμά να κάνει οποιουδήποτε είδους τομή, κάτι που της απαγορεύει και να απογειωθεί. Λαμπερός, χλιδάτος και ψεύτικος όσο και το Χόλιγουντ ο «Τουρίστας» με το ζεύγος Τζολί / Ντεπ, με ονειρικά βενετσιάνικα ντεκόρ. Τα ρολάκια και τα περάσματα-έκπληξη να διαδέχονται το ένα το άλλο. Μια γκαλερί πανάξιων Ιταλών, Γάλλων και Αγγλων ηθοποιών πολύ καλύτερων από τους πρωταγωνιστές. Προσελκύει πολύπλευρα την προσοχή το «SUBMARINO», του Δανού Τόμας Βίντερμπεργκ, που στιγματίζει με απόλυτη πιστότητα στην ατμόσφαιρα και το κλίμα τις κατακερματισμένες διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, τα κοινωνικά τους αίτια, η άλλη όψη της εκθειαζόμενης εικόνας της καπιταλιστικής Δανίας. Το μέγιστο όμως ενδιαφέρον αυτήν την βδομάδα συγκεντρώνει το κοινωνικά καταγγελτικό «BIUTIFUL», του Μεξικανού Αλεχάνδρο Ινιάριτου, με έναν εκπληκτικό Χαβιέ Μπαρδέμ που κρατάει όλο το φιλμ στους ώμους του.ΚΡΙΤΙΚΗ
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 13 Γενάρη 2011ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΝΚΕΛ ΦΟΝ ΝΤΟΝΕΡΣΜΑΡΚ: Ο τουρίσταςΘρίλερ κατηγορίας πτερού που συνιστά την πεμπτουσία του ψεύτικου και κίβδηλου μέσα από την αποκορύφωση του τίποτα. Της λαμπρής και ένδοξης χολιγουντιανής παράδοσης της βιομηχανίας του ονείρου όπως ακριβώς αυτή ορίστηκε από τη γέννησή της. Εκείνη, η Αντζελίνα Τζολί στο ρόλο της Ελίζ δεν είναι ηθοποιός, δεν είναι σταρ, ούτε καν εικόνα είναι, παρά μόνο μια κατασκευή επικοινωνιακή που υποδύεται τον δασκαλεμένο επικοινωνιακά εαυτό της. Περιφέρει την ύπαρξή της χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για το ρόλο, σαν να βρίσκεται στην πασαρέλα, σαν μηχανική κούκλα με τέλειο σώμα και γυάλινο βλέμμα. Η Τζολί σε ρόλο femme fatale δεν παίζει, ποζάρει, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη σχέση σταρ και κοινού, μέσα από αυτή την αποστασιοποίηση. Επαναφέρει την αύρα και τη μαγεία της ντίβας. Από το στοιχείο αυτό πηγάζει η αίσθηση του μη πραγματικού που εκπέμπει το φιλμ. Η Τζολί προσπαθεί να αναστήσει τη θεϊκή παρουσία, την ντίβα, φαντάζει όμως αποξενωμένη - σχεδόν σαν καρτούν - γιατί η εποχή των ντιβών παρήλθε ανεπιστρεπτί. Τις ντίβες ως γνωστόν τις παρέσυρε το ρέμα από τα τέλη του '60 ως τα τέλη του '70.
Β©2010 CTMG, Inc. All rights
Η Σκότλαντ Γιαρντ, η Ιντερπόλ και η Ιταλική Αστυνομία παρακολουθούν στενά την Ελίζ, ελπίζοντας ότι θα τους οδηγήσει στον εξαφανισμένο εραστή της Αλεξάντερ, έναν μικροαπατεώνα που κορόιδεψε κι έκλεψε 2 δισεκατομμύρια από έναν μεγαλοαπατεώνα - αλλά όμως δεν πλήρωσε φόρο για τα κλοπιμαία στο κράτος. Ο Αλεξάντερ άλλαξε παντελώς χαρακτηριστικά και ταυτότητα, σβήνοντας τα ίχνη και το παρελθόν του με αλληλουχία πλαστικών επεμβάσεων. Ο Αλεξάντερ παίρνει επαφή με την αγαπημένη του Ελίζ, καθοδηγεί τις κινήσεις της κι εκείνη υπακούει, τραβώντας στο δραματικό κύκλο που την προτρέπει ο Αλεξάντερ έναν τουρίστα που βρίσκει στο τρένο της γραμμής Παρίσι - Βενετία, τον οποίο φλερτάρει με τρόπο που να ξεγελά το πλήθος των πρακτόρων που την καταδιώκουν. Κάπως έτσι ξεκινά η ίντριγκα που υπόκειται σε συνεχείς ανατροπές, με αναμενόμενη - από ένα σημείο κι έπειτα - λύση του μυστηρίου.
Ο τουρίστας Τζόνι Ντεπ, ένας αδιάφορος καθηγητής μαθηματικών από το Γουισκόνσιν, που τον παράτησε η αγαπημένη του, εμπλέκεται κατά λάθος σε μια σκοτεινή κατάσταση. Το ζευγάρι συναντιέται σε ένα τρένο, αυτή ως καλοντυμένη, κομψότατη κυρία που την κυνηγούν οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου ολόκληρου και θέλει για κάλυψη τον αθώο τουρίστα, που όμως δε λέει όχι για μια - δυο μέρες στο πολυτελές ξενοδοχείο «Danieli» στη Βενετία.
Φιλμ φιλόδοξο, χωρίς όμως πια κοινό που να πιστεύει σε τέτοιου είδους ετεροχρονισμένες παραγωγές. Πάρτε το γι' αυτό που είναι, μια λαμπρή πολύ - πολύ light κωμωδία, με υβρίδιο θρίλερ, με μπόλικο σκοτάδι, με νυχτερινά πλάνα, μυθικά περιβάλλοντα και βεστιάριο, πράκτορες και αγωνία. Ούτε ιδιαίτερη αίσθηση ρυθμού έχει, ούτε έχει λαδώσει τις ενώσεις της ταινίας για να μην τρίζουν όταν περνά από το κίτρινο στο ροζ, από το ειρωνικό στο ρομαντικό και το δραματικό στοιχείο. Ακόμα και οι διάλογοι δεν είναι πια ατάκες στο στιλ των παλιών, καλών, χολιγουντιανών κωμωδιών. Ο σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, γνωστός από τη γερμανική «Οι Ζωές των Αλλων», το 'ριξε στο τσάμικο και τώρα θέλει να ψυχαγωγήσει με μια ελαφριά, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, ιστορία με κωμικό στιλ και φαντασμαγορικά πλούσιες εικόνες - κάτι σε στιλ Ρότζερ Μουρ στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ - παρά με ένα σοβαρό θρίλερ. Και τα καταφέρνει. Χωρίς βεβαίως ποτέ να απογειώνεται...
Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Τζόνι Ντεπ, Τίμοθι Ντάλτον, Μπρούνο Βολκοβίτς.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Γαλλία (2010).
ΤΟΜΑΣ ΒΙΝΤΕΡΜΠΕΡΓΚ: Submarino
Συχνά τα δανέζικα φιλμ είναι καλά. Το έξτρα όμως καλό στοιχείο που διαθέτουν είναι ο ωμός ρεαλισμός που τα διέπει. Το έκτο μεγάλου μήκους φιλμ του Τόμας Βίντερμπεργκ βράζει από τέτοιου είδους ωμό, κυνικό και ακατέργαστο ρεαλισμό. Ο Βίντερμπεργκ, ανιχνεύοντας στα υπόγεια ρεύματα της Κοπεγχάγης, καταφέρνει να περιγράψει τους χαρακτήρες που στήνει με ανθρώπινο τρόπο. Η ταινία αναφέρεται στη σκληρή και συγκινητική ιστορία δύο αδελφών που συνδέονται από μια κοινή δυστυχισμένη παιδική ηλικία στα περίχωρα της Κοπεγχάγης βουτηγμένοι στην φτώχεια, στην κακομεταχείριση και το αλκοόλ. Παρότι κατάμαυρη σαν το κάρβουνο, η ταινία κατορθώνει να μεταδώσει αυθεντική ζεστασιά και συναίσθημα.
Το φιλμ μιλάει για δυο αδέλφια που απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο σε πολύ νεαρή ηλικία, αναγκαζόμενοι να επωμισθούν τις ευθύνες των ενηλίκων και φέροντας το στίγμα ενός φοβερού γεγονότος, μιας τραγωδίας που διαμέλισε ολόκληρη την οικογένεια. Σήμερα η ζωή του ενός, του Νικ, είναι πνιγμένη στο αλκοόλ και τη βία. Ο νεότερος αδελφός, πατέρας μόνος και ηρωινομανής, προσπαθεί να δώσει στον γιο του Μάρτιν μια καλύτερη ζωή. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται και στρώνουν το έδαφος για μια αντιπαράθεση, η μόνη γόνιμη αντίδραση που μπορεί να τους φέρει κοντά. Ταινία για τους ανθρώπους ως φορέων μιας κοινωνικής κληρονομιάς και, παράλληλα, ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον. Η ταινία πραγματεύεται το τραύμα, τις τύψεις, το βάρος και τη συμφιλίωση. Μια απλή και ταυτόχρονα κομψά σύνθετη και σκοτεινή κατασκευή, με ένα δυνατό σενάριο και σκηνοθεσία σίγουρη στη δύναμη του στιλ της. Αιχμηρή και λειτουργική δραματουργία, ηθοποιοί παρόντες υποκριτικά και ενσωματωμένη στην αφήγηση χρήση του φωτός και του ήχου. Τα πάντα συμβάλλουν στη δημιουργίας μιας βαθιά πειστικής εικόνας της ανθρώπινης ζωής.Παίζουν: Γιάκομπ Σέντεργκρεν, Πέτερ Πλάουγκμποργκ, Πατρίσια Σούμαν, κ.ά.
Παραγωγή: Δανία, Σουηδία (2010).
ΓΙΑΝ ΧΡΕΜΠΕΚ: Κάθε ψέμα κρύβει μια αλήθειαΕνώ ο Δανός Βίντερμπεργκ και ο ισπανοθρεμμένος Ινιάριτου από το Μεξικό πραγματεύονται όχι απλά υπαρκτά και καθημερινά θέματα, αλλά με το ρυθμό που τρέχουν, υπερεπείγοντα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα του παρόντος, ο Τσέχος Γιαν Χρεμπέκ, με έναν ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο τα παρακάμπτει όλα αυτά και κάνει μια ταινία στα χνάρια της γερμανικής «Οι ζωές των άλλων». Εδώ, η τέταρτη εξουσία επαναφέρει στην επιφάνεια ένα ανούσιο πλέον θέμα που η εμφάνισή του και μόνο υποχρεώνει σε σκέψεις και ερωτηματικά ως προς τους στόχους της κινηματογραφικής αυτής παραγωγής. Σε ποιους αποδέκτες απευθύνεται πρωτίστως η ταινία: Απευθύνεται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, στα διεθνή φεστιβάλ και τις αγορές του εξωτερικού ή κύρια στην εσωτερική - της χώρας - αγορά; Εάν συμβαίνει το πρώτο, η ταινία ακολουθεί τη σίγουρη, εμπορευματικά - κι όχι μόνο - κερδοφόρα πεπατημένη ως προς τα διεθνή φεστιβάλ και αγορές. Εάν τώρα ισχύει το δεύτερο, εάν δηλαδή το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται πρωτίστως στην εσωτερική αγορά, τότε μάλλον υποδηλώνεται ότι υπάρχει μια κοινωνία που βράζει, ειδικά όταν παράγονται ταινίες που τείνουν να συμψηφίζουν και να διαπραγματεύονται το κακό, το καλό και το άσχημο.
Ο Χρεμπέκ, μας λέει ότι οι παρουσιαζόμενες ως ιδεολογικές αντιθέσεις βασίζονται πολύ συχνά σε προσωπικές κυρίως αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, οι οποίες αποδεικνύονται ότι - κατά περίπτωση - μπορούν να μετουσιωθούν σε συγκρούσεις με πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Ας δώσουμε λοιπόν τέλος στην αντιπαράθεση και ας προβούμε σε «εθνική» συμφιλίωση με συνοπτικές διαδικασίες, προτρέπει η συγκεκριμένη ταινία... Ας μην ξεχνάμε ότι αποδίδεται αφειδώς άφεση αμαρτιών σε όσους εκ των «κατηγορουμένων» για συμμετοχή και σύμπραξη με το κομμουνιστικό καθεστώς, αναγνωρίσουν ως έγκλημα την όποια συνεργασία τους και ομολογήσουν, εκλιπαρώντας δημόσια τη συγνώμη. Σήμερα πια, μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και την πλήρη αποκάλυψη της απάνθρωπης βαρβαρότητας του καπιταλισμού, όλες αυτές οι ταινίες, εκτός από έναν καλό τεχνικά κινηματογράφο, κάτι που χρωστάνε στο σοσιαλιστικό τους παρελθόν, δεν είναι παρά σαχλές και κουραστικές, πολύ «δήθεν»... Εφιστούμε την προσοχή σας στο «βάθος» της παρουσίασης/ανάλυσης του θέματος, των προβληματισμών και των διαλόγων της ταινίας. Θα ανακαλύψετε ότι είναι φτιαγμένο για ευρύ καταναλωτικό κοινό που έχει εξοστρακίσει από το DNA του την πολιτική γνώση και σκέψη. Αλήθεια, είναι το σήμερα στην Τσεχία τόσο άψογο για τον δημοκράτη Χρεμπέκ, ώστε να μην τον απασχολεί η καταγγελία των ισχυουσών φασιστικών απαγορεύσεων λόγου, συμβόλων ακόμη και της οργάνωσης της Κομμουνιστικής Νεολαίας και άλλα συναφή; Μάλλον η ευαισθησία του Χρεμπέκ εστιάζεται στο πώς θα προετοιμάσει την πανηγυρική του είσοδο στη χολιγουντιανή βιομηχανία - σαν τον Γερμανό φον Ντόνερσμαρκ - για μια επόμενη ταινία της Αντζελίνα Τζολί...Παίζουν: Λένκα Βλασάκοβα, Μάρτιν Χούμπα, Ντανιέλα Κολαρόβα, Μίλαν Μικουλτσίκ, Πέτρα Χρεμπίτσκοβα κ.ά.
Παραγωγή: Τσεχία (2009).
ΑΛΕΧΑΝΔΡΟ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ ΙΝΙΑΡΙΤΟΥ: BiutifulΗ ταινία Biutiful μοιάζει με μια καρτ ποστάλ από έναν υπερδιαφημισμένο τουριστικό προορισμό που όμως κανείς δε θα ήθελε να δει. Εδώ δεν μπαίνουμε μέσα στα κοσμικά μπαρ και τις πολυτελείς εμπορικές στοές αλλά στον «σύμπαν» της πίσω πλευράς. Στους Αφρικανούς και τους Κινέζους μετανάστες χωρίς χαρτιά, στους νταβατζήδες και τις πόρνες, στους μικροαπατεώνες, τα πρεζόνια και τους αλκοολικούς. Ο ήρωας της ταινίας, ο Ουξμπάλ, είναι ένας απ' αυτούς, ταυτόχρονα όμως δεν είναι. Ο Μεξικανός Ινιάριτου επανακάμπτει με ό,τι πιο γυμνό, ωμό και δυνατό. Με μια απλή και ευθεία ιστορία για έναν σοβαρά άρρωστο άνδρα, έναν λούμπεν του υποκόσμου της Βαρκελώνης που ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει αυτόν τον κόσμο, να κλείσει τα βιβλία του με όλες του τις υποχρεώσεις, τα ανοιχτά ζητήματα και τη συνείδησή του.
Την εισαγωγή της ταινίας την αισθάνεσαι ατελείωτη και γεμάτη μυστήριο. Σχεδόν χάνεις την αίσθηση του χρόνου και του χώρου και ξαφνικά... ανοίγει μια καταπακτή και πέφτεις μέσα στην καθημερινότητα ενός άνδρα για την οποία αρχικά δεν καταλαβαίνεις πολλά πράγματα. Αμέσως μετά ο ίδιος άνδρας υπόκειται σε ιατρική εξέταση. Η διάγνωση καταδικαστική. Είναι γεμάτος μεταστάσεις και του απομένουν μόνο λίγοι μήνες ζωής. Από κείνη τη στιγμή η παγερή σκιά του θανάτου επικάθεται στην καθημερινότητά του και του επιβάλλει εγρήγορση στην επίλυση ανοιχτών λογαριασμών. Ντροπή και τύψεις τον πλημμυρίζουν κι αρχίζει να προσεγγίζει από άλλη οπτική οτιδήποτε άπτεται της ζωής του. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ουξμπάλ (Χαβιέ Μπαρδέμ) ενέχουν διαστάσεις τραγωδίας, προσωπικής, υπαρξιακής αλλά και συλλογικής. Οσο ο πόνος της αρρώστιας μεγαλώνει η λεκάνη της τουαλέτας βάφεται όλο και πιο κόκκινη από τα ούρα του. Είναι ιδιαίτερα στοργικός με τα δυο του παιδιά, τη δεκάχρονη κόρη του και τον μικρό γιο που ακόμα «βρέχει» στον ύπνο του το κρεβάτι. Την εικόνα της πραγματικότητάς του συμπληρώνει η έντονη παρουσία της παθολογικά διαταραγμένης πρώην γυναίκας του που αδυνατεί - όσο κι αν θέλει - να οργανώσει την ίδια της τη ζωή. Είναι και ο αδελφός του Ουξμπάλ, ο Τίτο, που τη μέρα εξασφαλίζει εργατική δύναμη, εξαθλιωμένα ανθρώπινα όντα που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, σε εργολάβους οικοδομών και τα βράδια χώνεται στα σεξ κλαμπ με τις πόρνες, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ για να νεκρώσει τις αισθήσεις και τη συνείδησή του. Από την εικόνα δε λείπουν και οι αμιγείς εκπρόσωποι του επίσημου συστήματος, διεφθαρμένοι αστυνομικοί που χρηματίζονται για να παραβιάζουν το νόμο. Από παντού στην ιστορία ξεφυτρώνουν παράνομοι Αφρικανοί και λαθραίοι Κινέζοι σκλάβοι εργασίας και οι ιδιοκτήτες τους. Ενας κακοφωτισμένος μικρόκοσμος που στην ταινία καταλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό χώρο και την εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας.Μια κατασκευή συγκλονιστική, μια άηχη κραυγή, μια ταινία που γίνεται μεγάλη κυρίως από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία. Ο Ινιάριτου συνθέτει, σκηνή τη σκηνή, κόψιμο το κόψιμο. Το κύριο εργαλείο του είναι ο Χαβιέ Μπαρδέμ που «γεμίζει» το ρόλο, καλύτερος ίσως από ποτέ. Είναι εξαιρετικά «παρών» και όντως αψεγάδιαστος. Περιφέρεται στους σκοτεινούς δρόμους της Βαρκελώνης, μάλλον σαν σκιά, σαν φάντασμα, μετράει συνεχώς τα βρώμικα και πολυκαιρισμένα χαρτονομίσματα και προσπαθεί να κάνει το καλύτερο, ώστε να μην ανησυχήσει ιδιαίτερα τα παιδιά του όταν ο πόνος χτυπάει κόκκινο, όπως και τα ούρα του, σκέτο αίμα. Η προοπτική του θανάτου τον κάνει ευάλωτο αυτόν τον μπλεγμένο ως τα μπούνια με τον υπόκοσμο, την παραοικονομία, αυτόν που σχεδιάζει μαζί με τους ιδιοκτήτες των σκλάβων τις προοπτικές για δουλειά και κατοικία των Κινέζων λαθρομεταναστών. Αυτόν τον μεσάζοντα, τον συνδετικό κρίκο της μαύρης εργασίας με την αγορά. Ο Ουξμπάλ διαθέτει κι ένα εγγενές χάρισμα. Εκείνο της επικοινωνίας με τους νεκρούς την ώρα που ξεψυχούν. Εκείνο του οδηγού τους στην άλλη όχθη. Μεταφυσικό στοιχείο που μάλλον συνδράμει τη ροή και την ποιητικότητα της οπτικοποίησης σε μια μελοδραματική ιστορία που καλύπτεται ώρες ώρες από ένα πέπλο μισοθρησκευτικής, μισοπαραισθησιακής τάξης... Πολύ καλοδουλεμένη σπουδή πάνω στο χαρακτήρα που υποδύεται ο Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Ουξμπάλ, που συναντά για πρώτη φορά τον πατέρα του, σαν ταριχευμένο σε πολύ νεαρή ηλικία, πτώμα. Ετσι, στο εκπληκτικό πλάνο του χιονισμένου δάσους, ο πατέρας είναι πολύ νεότερος από το γιο...
Ο Ινιάριτου αποδεικνύεται πανάξιος στην παράλληλη και ταυτόχρονη αφήγηση ιστοριών της μοίρας πολλών ανθρώπων, παρά την απουσία αιχμηρής αφηγηματικής δομής και σεναριακών ανατροπών. Η, σκηνοθετημένη με οπτική μαστοριά, αφήγηση μετεξελίσσεται σε ένα υπόκωφο και σπαρακτικό πένθιμο τραγούδι που το κοινωνικό πάθος και η ταξική προσέγγιση αναμειγνύονται μέσα από μαγικό ρεαλισμό.
Παίζουν: Χαβιέ Μπαρδέμ, Μαριθέλ Αλβαρες, Εντουαρντ Φερνάντες.
Παραγωγή: Ισπανία, Μεξικό (2010).
No comments:
Post a Comment