Thursday, January 6, 2011

2011... και η ζωή συνεχίζεται...


  • Διανύουμε αισίως την πρώτη βδομάδα του 2011 με μεγάλο αριθμό πρωτοεμφανιζόμενων παραγωγών όπως: Το βρετανικό μουσικό δράμα «Sex and Drugs and Rock and Roll» για το βίο και πολιτεία του Ian Dury σε σκηνοθεσία Ματ Γουάιτκρος με τον Αντι Σέρκις στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αμερικανική αισθηματική κωμωδία «Αγάπη σαν ναρκωτικό» του Εντουαρντ Ζούικ με την Αν Χάθαγουεϊ, τον Τζέικ Γκίλενχααλ και την, πρόσφατα αποβιώσασα από καρκίνο, Τζιλ Κλέιμπουργκ στην τελευταία της εμφάνιση. Για τα παιδιά υπάρχει η τρισδιάστατη αμερικανική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων των Νέιθαν Γκρένο και Μπάιρον Χάουαρντ «Μαλλιά Κουβάρια», ενώ για 5ηβδομάδα συνεχίζεται η προβολή της ταινίας «Ποίηση», για 12η το «Μέλι» και τέλος για 3η βδομάδα το «Ο Κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία».

ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 6 Γενάρη 2011
ΚΛΙΝΤ ΙΣΤΓΟΥΝΤ: Η ζωή μετά
Ο Κλιντ Ιστγουντ θυμίζει καλό κρασί που γίνεται καλύτερο με τον καιρό. Η τελευταία και πιο ευρωπαϊκή του ταινία αφηγείται τρεις παράλληλες ιστορίες που διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές γωνιές της Γης. Πρωταγωνιστούν τρία διαφορετικά άτομα που έτυχε να αγγίξουν με διαφορετικό τρόπο καθένας τους το θάνατο και πορεύονται δρόμους ανεξάρτητους, που όμως, εν κατακλείδι, συμπλέκονται... Και ο Ιστγουντ κάνει ένα μακρύ και αργό φιλμ για το θάνατο ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής, χωρίς καταληκτική πρόταση. Και ποια εξάλλου θα μπορούσε να είναι αυτή; 
Η Μαρί Λελέ, δημοσιογράφος από το Παρίσι, βρίσκεται για διακοπές στην Ινδονησία το 2004 όταν ξεσπά το τσουνάμι. Τραυματίζεται και σε κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου βιώνει αστραπιαία το πέρασμα στον άλλο κόσμο. Την ίδια ώρα στο Λονδίνο τα δίδυμα αδέλφια Τζέισον και Μάρκους ζουν μια δύσκολη καθημερινότητα με την εξαρτημένη από ουσίες μητέρα τους και την ασφυκτική πίεση των κοινωνικών υπηρεσιών. Ενα θανατηφόρο δυστύχημα θα ανατρέψει αναφανδόν τη ζωή τους. Στο Σαν Φρανσίσκο, ο Τζορτζ Λόνεγκαν εργάζεται σαν βιομηχανικός εργάτης αφότου αρνείται επίμονα να στήσει επιχείρηση και να πουλά ακριβά το αποδεδειγμένα εμπορευσιμότατο χάρισμά του (κατάρα το ονομάζει ο ίδιος) να επικοινωνεί με τους νεκρούς. Η σύμπτωση ή άλλως το τάιμινγκ τα φέρνει έτσι ώστε οι δρόμοι των τριών αυτών ανθρώπων να διασταυρωθούν στο Λονδίνο, στη διεθνή έκθεση βιβλίου. 
Το φιλμ του Ιστγουντ υφαίνει σύγχρονα γεγονότα όπως το τσουνάμι και το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό του Λονδίνου στον καμβά του μύθου του και τα χρησιμοποιεί σαν μοχλούς στην εξέλιξη της πλοκής. Μιλώντας για το θάνατο δεν αρθρώνει την παραμικρή μεταφυσική ανησυχία, υπαινιγμό ή αναζήτηση. Μιλά για το θάνατο σαν προσωπική εμπειρία, όπως την βίωσε η Μαρί, το θάνατο σαν απουσία, όπως τον βιώνει και τον υπομένει ο μικρός Μάρκους και το θάνατο σαν μέρισμα, όπως τον βιώνει ο Τζορτζ μέσω της επικοινωνίας με τους νεκρούς. Στο ερώτημα «τι είναι ο θάνατος» και «τι μας περιμένει μετά» η ταινία δεν απαντά. Η διαχείριση όμως του ερωτήματος είναι ζήτημα πολιτικό, μας λέει ο Ιστγουντ και καταγγέλλει ευθέως την ανοχή για την εμπορική εκμετάλλευση αυτού του θέματος - ταμπού από κάθε λογής τσαρλατάνους. Ο θάνατος στην ταινία σηματοδοτεί το όριο, τη γραμμή που χωρίζει την παρουσία από την απουσία. Το μαρκάρισμα αυτής της γραμμής γίνεται η βάση του εναλλασσόμενου μοντάζ των ιστοριών που διαδραματίζονται σε αστικούς χώρους όπου χαράσσεται η μοίρα αυτών των ανθρώπων όπως στα κοινωνικά μυθιστορήματα του Ντίκενς. 
Στην ουσία πρόκειται για μια ταινία πάνω στις ανθρώπινες αντιδράσεις, τους ανθρώπινους φόβους και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή εδώ, κάτω στη Γη. Ο τρόπος που ο Ιστγουντ ξεδιπλώνει τις παράλληλες ιστορίες, αλλά ιδιαίτερα ο τρόπος που τις «μαζεύει» στο κομβικό σημείο, στο Λονδίνο, στην έκθεση βιβλίου και προετοιμάζει (κάπως αδέξια όντως) την επικείμενη σύμπτωση/κάθαρση, παραπέμπει στον Κισλόφσκι και την «Κόκκινη ταινία» του. Γοητευτικό...
Παίζουν: Ματ Ντάμον, Σεσίλ Ντε Φρανς, Τιερί Νεβίτς, Φράνκι Μακ Λάρεν, Τζορτζ Μακ Λάρεν, Μάρτα Κέλερ, Τζέι Μορ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ: Οι συνέπειες του έρωτα
Γεννημένος το 1970 στη Νάπολη ο Πάολο Σορεντίνο - σκηνοθέτης του πρόσφατου φιλμ «ILDIVO», με ήρωα τον χριστιανοδημοκράτη Ιταλό πολιτικό Τζούλιο Αντρεότι - εμφανίζεται στο προσκήνιο ως αξιόλογος δημιουργός αναμφισβήτητης αναγνωρισιμότητας. 
Δεν αφηγείται απλά μια ιστορία, αλλά παράγει κινηματογραφική τέχνη. Φαίνεται ότι κυριαρχεί απόλυτα στα εκφραστικά του μέσα και ότι ελέγχει πλήρως τις διαδικασίες προσέγγισης της ιστορίας που πραγματεύεται. Χρησιμοποιεί την τέχνη του κινηματογράφου σαν όχημα για να αφηγηθεί με πρωτοτυπία και στιλιστική ευκρίνεια μια περίεργη ιστορία την οποία τοποθετεί στο εσωτερικό μιας «πραγματικότητας», το αυστηρό περίγραμμα της οποίας έχει προσδιορίσει η συνεπής αισθητική σύνθεση του σκηνοθέτη. Ο αργός και αινιγματικός ρυθμός που κυριαρχεί στο πρώτο μισό της ταινίας δημιουργεί αφηρημένες αναμονές, αλλά και εφοδιάζει το θεατή με σημεία και ενδείξεις ερμηνευτικής αξίας απαραίτητα για την κατανόηση της εξέλιξης των πραγμάτων κατά το δεύτερο μισό. 
Κατ' αρχήν, η ταινία επιβάλλεται στο θεατή μέσω της ομοιογένειας, της γραμμικότητας και της σίγουρης σκηνοθεσίας στο εσωτερικό του πλάνου, στοιχεία που με τη σειρά τους δημιουργούν τη γενική ατμόσφαιρα και τις κατάλληλες αποχρώσεις ώστε να αναδυθούν στην επιφάνεια με τον καλύτερο τρόπο οι χαρακτήρες της ιστορίας που κατασκεύασε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο σεναριογράφος της ταινίας. Ο Σορεντίνο, με τη βοήθεια της φωτογραφίας και της μουσικής, συνθέτει κομμάτι - κομμάτι ένα παζλ εν κινήσει και αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στη θέση που πρέπει οτιδήποτε σχετίζεται με την ανάπτυξη του φιλμικού κειμένου και την οπτικοποίησή του. 
Ο πενηντάρης Τίτα Ντι Τζιρόλαμο, από τη Νότια Ιταλία, διαμένει σε ένα διακριτικό ξενοδοχείο στην ελβετική μεθοριακή πόλη Κιάσο στα σύνορα Ιταλίας και ιταλόφωνης Ελβετίας. Ο Τίτα πάντοτε καταβάλλει τις οικονομικές οφειλές του προς το ξενοδοχείο έγκαιρα μολονότι όλα συναινούν στο ότι ο ίδιος είναι άεργος ... Ανελλιπώς, κάθε βδομάδα, δυο με τρεις φορές, επισκέπτεται με προδιαγεγραμμένο τελετουργικό μια συγκεκριμένη Τράπεζα κρατώντας ένα μαύρο βαλιτσάκι ...με μαύρο, βρώμικο χρήμα.
Ανελλιπώς. Εδώ και οκτώ χρόνια! Οκτώ χρόνια σιωπής, καθημερινών μακρόσυρτων τελετουργικών και αμέτρητων τσιγάρων, το ένα πίσω απ' το άλλο. Ο Τίτα, μονίμως καλοντυμένος, χωρίς ίχνος κοσμικότητας, με καταλυτική κομψότητα εμφάνισης και τρόπων που βγαίνουν από άλλες εποχές, ξοδεύει τον άπλετο χρόνο του ανάμεσα στο λόμπι του ξενοδοχείου και το μπαρ, καθισμένος στην ίδια πάντα θέση, παγερά διάφορος και απόλυτα απαθής για τη ζωή που περνά από μπροστά του.
Τη ζωή που ο ίδιος απώλεσε. Την εικόνα της που σπουδάζει από απόσταση, καλύπτοντας το νεκρωμένο του βλέμμα πίσω από αδιαφανή σύννεφα καπνού από τα τσιγάρα. Ο ήρωας της ταινίας έχει εξαρχής ξεκαθαρίσει «κάθε άνθρωπος έχει ένα ανομολόγητο μυστικό». Διαπίστωση που εκφράζει πρωτίστως τη δική του κατάσταση. Κι εδώ ακριβώς εστιάζεται ο πυρήνας του ψυχολογικού αυτού θρίλερ. Ποιο να είναι το ανομολόγητο μυστικό του Τίτα Ντι Τζιρόλαμο;
Ο ικανός Πάολο Σορεντίνο, με τη συνδρομή του ικανότατου ηθοποιού Τόνι Σερβίλο, αφηγείται αποκλειστικά «ό,τι φαίνεται» από το δρομολόγιο της ζωής του Τίτα. Μαθαίνουμε ότι υπήρξε έμπορος, ότι έχει σύζυγο, ενήλικα παιδιά και συγγενείς... Μιλάει μαζί τους στο τηλέφωνο. Μόνο που η αφήγηση αποφεύγει πεισματικά να αγγίξει «ό,τι εσωτερικό» του Τίτα. Το φιλμ φροντίζει να κοινωνήσει σταδιακά στο θεατή τα κλειδιά για την αποκωδικοποίηση της διαδικασίας ανακάλυψης, αποκάλυψης και κατανόησης τέλος της μυστηριώδους συμπεριφοράς του Τίτα Ντι Τζιρόλαμο και του ανομολόγητου μυστικού του. Το φιλμ φροντίζει να παραθέσει δεικτικούς και ακριβείς υπαινιγμούς, αιχμηρούς και ποτέ κοινότοπους.
Η βαθιά αποξένωση που διέπει το μικρόκοσμο του ξενοδοχείου εκφράζεται και στη συμπεριφορά των μεμονωμένων ενοίκων που κινούνται σαν φαντάσματα σε διαδρόμους και δωμάτια, δίπλα και γύρω από τον Τίτα. Φιγούρες μοναχικές, συγκεχυμένα περιγράμματα, ξεπεσμένες ...άνθρωποι υποχρεωμένοι, για πλείστους όσους λόγους, να περνούν τη ζωή τους σ' αυτή την παγωμένη φυλακή πολυτελείας. Θλιβερό το ηλικιωμένο ζευγάρι των πρώην ιδιοκτητών του εν λόγω ξενοδοχείου που έχασε την ιδιοκτησία της επιχείρησης στον τζόγο και τώρα μένει σε κάποιο δωμάτιο που ο φιλεύσπλαχνος νέος ιδιοκτήτης τους παραχώρησε καταχρηστικά...
Και η όμορφη και νεαρή Σοφία περνά τη ζωή της στο ξενοδοχείο γιατί δουλεύει στο μπαρ. Την Σοφία θα ερωτευθεί σιωπηλά ο Τίτα, τα αισθήματα θα τον σπρώξουν σε πράξεις ανείπωτα ρηξικέλευθες και φυσικά θα υποστεί πεισματικά σιωπηρά τις καταστροφικές συνέπειες του έρωτά του. Την Σοφία υποδύεται η Ολίβια Μανιάνι, εγγονή της Αννα Μανιάνι, που όμως δεν κληρονόμησε το ταμπεραμέντο της γιαγιάς της. Στην ταινία εμφανίζεται και ο Αντριάνο Τζιανίνι, γιος του Τζιαν Κάρλο Τζιανίνι. Φιλμ εντυπωσιακής αφηγηματικής οικονομίας και ολοκληρωμένου προσωπικού στιλ που δεν μπάζει από πουθενά...
Παίζουν: Τόνι Σερβίλο, Ολίβια Μανιάνι, Αντριάνο Τζιανίνι, Ραφαέλε Πίζου κ.ά.
Παραγωγή: Ιταλία (2004).

ΜΑΤ ΡΙΒΣ: Ασε το κακό να μπει

©2010 Fish Head Productions, L
Είναι γνωστό ότι η χολιγουντιανή κινηματογραφική βιομηχανία λειτουργεί με ήθος και όρους βαμπίρ για κάθε μη αμερικανική παραγωγή που αποδεικνύει ότι διαθέτει προϋποθέσεις κερδοσκοπικά εμπορεύσιμης δυναμικής. Ετσι, δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της ομότιτλης σουηδικής ταινίας του Tomas Alfredson «Ασε το κακό να μπει», την κατά πολλούς ομορφότερη ταινία τρόμου των τελευταίων ετών, επανακάμπτει ένα αμερικανικό, ομότιτλο ριμέικ σε σκηνοθεσία Ματ Ριβς. Τα ριμέικ γενικά προδιαθέτουν για μια νέα ματιά, ένα καινούριο βλέμμα πάνω στην ιστορία, κάτι που η αμερικανική βερσιόν δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κάνει. Αντίθετα. Εκτός από την επιβαλλόμενη «αμερικανοποίηση» κάποιων στοιχείων και την προσαρμογή κάποιων άλλων σε στερεότυπα καλούπια του «πολιτικά σωστού», όχι μόνο διατήρησε την ουσία του πρωτότυπου, αλλά η σκηνοθετική απόδοση ολόκληρων σεκάνς είναι πανομοιότυπη της σουηδικής γραμμής. Σαν αυτόνομη ταινία μπορεί επιεικώς να χαρακτηριστεί έως και πετυχημένη, σαν ριμέικ όμως είναι σίγουρα παντελώς ανώφελη. 
Πρόκειται για τη μεταφορά στον κινηματογράφο του μυθιστορήματος «Ασε τον σωστό να μπει μέσα» του Σουηδού συγγραφέα ιστοριών τρόμου John Ajvide Lindqvist. Ο Αμερικανός Ματ Ριβς, μέγας θαυμαστής της ρομαντικής αυτής ιστορίας αγάπης μεταξύ δύο παιδιών, την μεταφέρει στην Αμερική του 1983, στο χειμωνιάτικο, σκανδιναβικά παγωμένο Λος Αλαμος του Νέου Μεξικού. Ο 12χρονος Οουεν ζει με μια θρησκόληπτη μητέρα που διανύει περίοδο κατάθλιψης. Στο σχολείο κακοποιείται συστηματικά από συμμορία συμμαθητών του και χαϊδεύοντας ένα σουγιά ονειρεύεται ρεβάνς. Ενα βράδυ συναντά την ξυπόλυτη στο χιόνι Αμπι, ένα συνομήλικό του, ωχρό κορίτσι που μετακόμισε πρόσφατα με τον πατέρα της στο διπλανό διαμέρισμα. Τα δυο παιδιά συνδέονται με τον καιρό με βαθιά φιλία που εξελίσσεται σε αγάπη, γίνονται αχώριστοι, μέχρι που η Αμπι αποκαλύπτεται βαμπίρ. 
Τα δυνατότερα σημεία της σουηδικής ταινίας είναι παρόντα: Η κατασκευή των χαρακτήρων, οι στιγμές κλειδιά της ιστορίας, ο αργός υπνωτικός ρυθμός. Ούτε καν το κλίμα δεν άλλαξε ο Ριβς, κάτι που θα σηματοδοτούσε μια πραγματική οπτική αλλαγή, το διατήρησε ηπειρωτικό, ίσως γιατί οι βρικόλακες συνδέονται κυρίως με τις κουλτούρες του βορρά. Για όσους έχουν δει το φιλμ του Αλφρεντσον, το, σχεδόν αντίγραφο ριμέικ του Ριβς, το ταυτισμένο με το σουηδικό πρωτότυπο, φαντάζει ετερόφωτη κόπια, χωρίς προσωπικότητα. Το χειρότερο δε είναι ότι τα αμερικανικά ριμέικ, τα οποία λόγω γλώσσας και δικτύωσης διαθέτουν πολλαπλάσιες δυνατότητες διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά, με το που αντιγράφουν κατά γράμμα την καλή δουλειά άλλων σκηνοθετών, σφετερίζονται δάφνες που δεν τους ανήκουν.
Στο ριμέικ του Ριβς έγιναν και κάποιες επιπλέον προσθαφαιρέσεις. Η μεταμόρφωση της Αμπι π.χ. όταν περνά στην βαμπίρ της υπόσταση, η σχέση με τον πατέρα της, η εμφάνιση του ρόλου του αστυνομικού που δομικά υποστηρίζει αφηγηματικές διεξόδους, «αλφαδιάζοντας» το νήμα της ίντριγκας. Διάσπαρτα και άλλα στοιχεία που λειτουργούν σαν «σημαδούρες». Η μουσική π.χ. αλλάζει χαρακτήρα και με σχεδόν ενοχλητικά κρεσέντο προετοιμάζει κάθε επικείμενη σημαντική τροπή, κυρίως όταν η βαμπίρ Αμπι ετοιμάζεται να επιτεθεί και να δολοφονήσει τα θύματά της, ρουφώντας τους το αίμα. Μορφικά η ταινία διαθέτει αξιόλογη αισθητική και ατμόσφαιρα ποιητικού μυστηρίου, με ιδιαίτερα όμορφη φωτογραφία και τόλμη στην προσέγγιση του θέματος και στην υπέρβαση των κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Βέβαια, θα ήταν πολύ καλύτερα αν το αμερικανικό ριμέικ είχε απομακρυνθεί από το πρωτότυπο και αντιμετώπιζε μεταφορικά αυτήν την ιστορία για τα βάσανα της εφηβείας. Υπό το παρόν πρίσμα τα όρια μεταξύ μιας καλής ιστορίας και μιας αποτυχημένης μεταφοράς εξακολουθούν να είναι δυσδιάκριτα.
Παίζουν: Κόντι Σμιτ-Μακ Φι, Κλόι Μόρετς, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Κάρα Μπουόνο, Ελίας Κοτέας κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Βρετανία (2010).
ΑΝΕΣΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: Eccemomo! 
Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας ο Μορίς Μοσέ (Μόμο) ήταν κλινικά νεκρός για 3 λεπτά και 17 δευτερόλεπτα. Οταν ανέκτησε ξαφνικά τις αισθήσεις του, τα πρώτα λόγια του ήταν: Γιατί Αφρική; Επειδή δεν είναι ούτε Νότος, ούτε Δύση. Ούτε Βορράς, ούτε Ανατολή. Είναι πάνω απ' τη γη. 
Ταινία, σπουδή στο στυλ, που υπερβαίνει τις δυόμισι ώρες, σε ρώσικη γλώσσα, με ελληνικούς υπότιτλους. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, μοντέρ, συνθέτης κι εκτελεστής των περισσότερων μουσικών κομματιών καθώς και αφηγητής ο Ανέστης Χαραλαμπίδης που καίτοι διέθετε ένα ντοκουμενταρίστικο πρωτογενές οπτικό υλικό, κατόρθωσε, μέσα από την αντίληψη, την οργάνωση και την διαχείριση του συνόλου των στοιχείων που συνθέτουν την ταινία, να την κάνει να αιωρείται, ανάμεσα σε κολάζ, ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία. 
Ο υπερσυγκεντρωτισμός του Χαραλαμπίδη θα μπορούσε να αποβεί ιδιαίτερα θετικός σε περίπτωση ύπαρξης ουσιαστικών προϋποθέσεων υποστήριξης κάθε ιδιότητας ξεχωριστά. Για παράδειγμα: Εάν χρησιμοποιούνταν η σκούρας χροιάς φωνή ενός ηθοποιού, με εκφορά λόγου στρογγυλού, παύσεις, χρωματισμό, ποικίλους ρυθμούς και τόνους, οι θεσπέσια ποιητικοί ρώσικοι ήχοι θα μετουσιώνονταν σε άκουσμα υψίστης απόλαυσης. Γιατί στο φιλμ του Χαραλαμπίδη ο λόγος χρησιμοποιείται αντιστικτικά και του αποδίδεται ειδικό βάρος, δεν αποτελεί απλό συντελεστή του ήχου. 
Συνιστά κύριο στιλιστικό στοιχείο του «παραμετρικού» τρόπου αφήγησης που επέλεξε ο σκηνοθέτης και σύμφωνα με τον οποίο, το στιλιστικό σύστημα διαμορφώνει καλούπια ανεξάρτητα από εκείνα που αξιώνει το σύστημα σεναρίου. Αυτός ο τύπος αφήγησης - που εμφανίστηκε στα μέσα του '50 με το nouveau roman - υιοθετείται από λιγοστούς κινηματογραφιστές, δεν συνδέεται με εθνικές σχολές, ή συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή κάποιο είδος κινηματογράφου ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις βρίσκεται πιο κοντά στην θεωρία και στην κριτική παρά στην καθαυτό εφαρμοσμένη σκηνοθεσία. Το φιλμ του Χαραλαμπίδη περισσότερο από μια ιστορία, αφηγείται μια ψυχική κατάσταση. Με ακίνητη μηχανή και σταθερή γωνία λήψης ως επί το πλείστον. 
Με πλάνα κυρίως από εσωτερικούς χώρους, καφέ, μέσα αστικών συγκοινωνιών. Γκαλερί με πορτρέτα νέων γυναικών. Στο εσωτερικό του κάδρου παιχνιδίζουν κίνηση και φως, αντανακλάσεις και καθρεφτισμοί αποτυπώνουν πολλαπλές επιστρώσεις εικόνων που μόνο ξεφλουδίζοντάς τες φθάνεις στον πυρήνα. Περιπλάνηση σε χώρο γεωγραφικό αλλά ταξίδι εσωτερικό. Ο μονόλογος ποιητικός με αποδέκτη τον εαυτό του, ισχνά τα σχόλια. Μακρινές συγγένειες σε επίπεδο θεώρησης του ποιητικού έργου με το 50λεπτο ασπρόμαυρο αριστούργημα «Elegy ofa voyage» του Αλεκσάντρ Σοκούροφ από το 2001. Προβάλλεται μόνο σε αίθουσα της Ταινιοθήκης.
Παραγωγή: Ελλάδα (2008).

No comments: