ΜΠΕΝΙΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ, ΠΑΜΠΛΟ ΤΡΑΠΕΡΟ, ΕΛΙΑ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ, ΧΟΥΛΙΟ ΜΕΝΤΕΜ, ΓΚΑΣΠΑΡ ΝΟΕ, ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΤΑΜΠΙΟ, ΛΟΡΑΝ ΚΑΝΤΕ
Το είδος της σπονδυλωτής ταινίας άνθισε τις δεκαετίες του '60 και '70 στον ιταλικό ιδίως κινηματογράφο. Το είδος μοιάζει να επανέρχεται μάχιμο. Ετσι με ραχοκοκαλιά το «βλέμμα» του κινηματογραφιστή στην πόλη, μετά το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, ήρθε η σειρά της Αβάνας να γίνει αντικείμενο διερεύνησης «τουριστικού» βλέμματος... «Τουριστικού» με ό,τι η έννοια συνεπάγεται. Δηλαδή ρηχού, φευγαλέου, αποσπασματικού και επιφανειακού... Ακριβώς όπως και τα 7 δεκαπεντάλεπτα βλέμματα των σκηνοθετών του πονήματος, με επεισόδια που συνδέονται αφ' ενός με χρονολογική τάξη και αφ' ετέρου με κάποιους κοινούς «χαρακτήρες». Ενώ το χρονολογικό στοιχείο δεν έχει οργανικό αντίκρισμα στο περιεχόμενο, το στοιχείο των επανερχόμενων χαρακτήρων έχει και παραέχει. Αυτό γίνεται εμφανές στο προτελευταίο, αμφιλεγόμενο επεισόδιο που φέρει τον τίτλο «DULCE AMARGO» και είναι το μοναδικό που σκηνοθέτησε αυτόχθων, ο γνωστός Κουβανός Χουάν Κάρλος Ταμπίο. Ο σκηνοθέτης, μέσα από μια ιστορία με μορφολογία λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, επαναφέρει στο προσκήνιο προβλήματα για τα οποία έχει γίνει λόγος πρωτύτερα στο φιλμ και λειτουργεί κάνοντας το «κλείσιμο». Τα προβλήματα αυτά έχουν να κάνουν με ελλείψεις αγαθών (αυγά εν προκειμένω), με συχνές διακοπές ρεύματος, με οικονομικά προβλήματα (η ψυχολόγος για να τα βγάλει πέρα οικονομικά φτιάχνει και πουλάει γλυκίσματα - προηγούμενα ήταν ο μηχανικός που δούλευε ταξιτζής), με κοινωνικά προβλήματα (κατανάλωση αλκοόλ) κλπ. Στο «κλείσιμο» μπαίνει ξεκάθαρα πια το μεγάλο δίλημμα. Να μείνει κανείς σε μια τέτοια χώρα με τόσο δύσκολη καθημερινότητα ή να εγκαταλείψει με μια σχεδία αυτήν τη μίζερη καθημερινότητα για το χρήμα;
Η Αβάνα αποκτά ιδιαίτερο βάρος γιατί δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός τόπος αλλά σύμβολο. Σύμβολο του σοσιαλισμού και του μαρτυρίου του εγκληματικού εμπάργκο εκείνων που εξάγουν δημοκρατία κι ελευθερία με τη σέσουλα. Δεν έλειψαν και κατηγορίες προς τους συμμετέχοντες σκηνοθέτες ότι δεν εξέφρασαν «πολιτική θέση» κατά του ολοκληρωτικού καθεστώτος της χώρας που «γλείφουν» ως ανταπόδοση για την παραγωγή γραφικών τουριστικών καρτ ποστάλ.
Το είδος της σπονδυλωτής ταινίας εγείρει πάντα ίδιες επιφυλάξεις. Το άνισο επίπεδο κάνει την ταινία σαν σύνολο να παραπαίει, την καθιστά αβέβαιη. Και οι «7 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΒΑΝΑ» δεν αποτελούν εξαίρεση του κανόνα. Χωρίς να υπάρχει κάποιο επεισόδιο σπαραξικάρδιο ή άμεσα ατιμωτικό, υφίσταται δυσκολία στο να βρει κανείς κάποιο κομμάτι αριστουργηματικό. Αν κάποιο επεισόδιο ξεχωρίζει απόλυτα είναι εκείνο του Παλαιστίνιου Ελία Σουλεϊμάν με βλέμμα ουσιαστικά προσωπικό και βαθιά κινηματογραφικό πάνω στην πόλη. Ενα βασικότατο στοιχείο που λείπει από όλα τα άλλα επεισόδια. «DIARY OF A BEGINNER» τιτλοφορείται το σκετς της Τετάρτης, σκηνοθετημένο από τον «εστέτ της εξορίας», με την ψιλόλιγνη σαστισμένη φιγούρα με την παγωμένη ειρωνεία στο βλέμμα που εξερευνά τα πάντα γύρω του. Την λαβυρινθική ομοιότητα των απανταχού Γης πολυτελών ξενοδοχείων για τουρίστες, την γερασμένη Αβάνα, τα μπαρ με το άφθονο αλκοόλ και τις στημένες φωτογραφίσεις με τις εύκολες κοπέλες υπό το βλέμμα του μπρούντζινου Χέμινγουεϊ... Φωτογραφίες ταμπλό βιβάν, εικόνες αποσπασματικές χωρίς πριν και μετά, όπως ακριβώς λειτουργεί ο τουρίστας. Ο Ελία Σουλεϊμάν στην περιπλάνησή του στην αποικιακή αρτ ντεκό σκηνογραφία περιγράφει με μπουρλέσκ διάθεση μάλλον τη δική του ψυχολογική κατάσταση της αναμονής - περιμένει να πάρει συνέντευξη από τον Φιντέλ, γι' αυτό βρίσκεται στην Αβάνα - παρά διεισδύει, σχολιάζει και ερμηνεύει τις στατικές και αποσπασματικές εικόνες με τις ξεκάθαρες γεωμετρικές γραμμές, τα πρόσωπα/περιγράμματα και το μη φυσιολογικό βάθος πεδίου. Με όλους τους τρόπους ο Σουλεϊμάν συνεχώς υπενθυμίζει ότι το σινεμά είναι - πάνω από όλα - ζήτημα βλέμματος. Και ότι η ταυτότητα της επικοινωνίας περνά σε επίπεδο καθαρά κινηματογραφικής γλώσσας. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες που το ξέχασαν και το αντικατέστησαν με ένα πάτσγουορκ από καρτ ποστάλ. Αμέσως μετά το κομμάτι του Σουλεϊμάν έρχεται εκείνο της μέρας Τρίτης του Αργεντινού Πάμπλο Τραπέρο. «JAMSESSION» ο τίτλος, το πρώτο φιλμ του Τραπέρο εκτός Αργεντινής. Πρωταγωνιστεί ο πληθωρικός Εμιρ Κουστουρίτσα που φθάνει στην Αβάνα να παραλάβει κάποιο βραβείο στη δίνη μιας έντονης αισθηματικής κρίσης. Χαρισματικός, σαν τεράστια σλάβικη αρκούδα, αδιάφορος για πρωτόκολλα και τύπους, ξύνει την επιφάνεια μέχρι που την ματώνει. Στο μόνο επεισόδιο που οι κοπέλες στις μπουάτ δεν έχουν περιβολή πόρνης, που το ποτό συνιστά συμπλήρωμα του βιώματος κι όχι αυτοσκοπό για φυγή από την πραγματικότητα. Εδώ ο αισθησιασμός είναι παράγωγο της τέχνης και βρίσκεται στον αντίποδα των φτηνιάρικων δυτικότροπων συμπεριφορών που δεν είναι ανάγκη να τρέχεις μέχρι την Κούβα, δόξα τον θεό του κέρδους, τα μόνα που έφερε παντού, δίπλα σου...
Παράδειγμα κραυγαλέο το πρώτο επεισόδιο, βουτηγμένο στα κλισέ και τις κοινοτοπίες, υπογραμμένο από τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο, που στο παρελθόν υποδύθηκε τον Τσε και για πρώτη φορά βρίσκεται πίσω από την κάμερα. «ELYUMA» ο τίτλος, έτσι αποκαλούν τους Αμερικανούς στην αργκό. Αφηγείται τον περίπλου ενός νεαρού Αμερικανού στην Αβάνα όπου έρχεται για τη σχολή κινηματογράφου και όπου αναπάντεχα ανατρέπονται όλες του οι στερεοτυπικές βεβαιότητες. Βέβαια η εικόνα των ανθρώπων «σ' αυτήν την χώρα που δείχνουν μόνο κάτι βαριές ρώσικες ταινίες», που παρουσιάζει η ταινία, λέει ότι οι δυσκολίες της επιβίωσης τρώνε όλο τους το χρόνο κι έτσι κανείς δεν ασχολείται με κάτι ουσιαστικό. Υπονοείται ξεκάθαρα ότι αν στόχος ζωής δεν είναι το κέρδος, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μαλθακά όντα που περιφέρουν άσκοπα την ύπαρξή τους.
Ωστόσο, παρ' όλη την καλή διάθεση και προσπάθεια είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κανείς σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η πολυδιαφημιζόμενη «έμπνευση» των 7 Δυτικών σκηνοθετών, που αν δεν την μετουσίωναν σε καλλιτεχνικό έργο, θα «έσκαγαν»...
Ο Κουστουρίτσα, παίζοντας τον εαυτό του, αποψιλωμένος από επαρχιωτισμούς και κοσμοπολιτισμούς, ήξερε τι ζητούσε. Φρόντισε να μείνει με συντροφιές αυθεντικές που τον έμπασαν στην γνήσια μουσική και καλλιτεχνική Αβάνα, του μόχθου, της θέλησης, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς φιλίας... ένα χώρο για τον οποίο κανείς στην ταινία δεν κάνει καν νύξη, όπως και για το εμπάργκο... Εκεί ανήκει ο ταξιτζής τρομπετίστας και η μικρή του κόρη, με το μαντιλάκι των μαθητών δεμένο στο λαιμό...
Η προσέγγιση οποιουδήποτε αφηγητή διαπνέεται από τις καταβολές του (πολιτισμικές, ιδεολογικές κλπ.) και φιλτράρεται μέσα από τα συμφέροντά του, υλικά και μη. Ισως εδώ να χωρά η περίεργη επιλογή θέματος του Γάλλου αργεντινής καταγωγής Γκασπάρ Νοέ για την πέμπτη ιστορία. Ο σκηνοθέτης μοιάζει σαν να ήθελε να κάνει επίδειξη του ταλέντου της οπτικής του σύνθεσης με το επεισόδιο με τίτλο «RITUAL» για τον νυχτερινό τελετουργικό εξορκισμό ενός κοριτσιού με ομοφυλοφιλικές τάσεις. Αισθησιακότατο δεκαπεντάλεπτο ταξίδι σε σκοτεινά ταμπού, στους κόσμους της μαγείας και των πνευμάτων, με σαμανιστική έκσταση. Ενας δεκαπεντάλεπτος ρυθμικός χορός απερίγραπτου ερωτισμού, χωρίς παραμικρό σύνδεσμο με χώρο και χρόνο. Σε διάλογο, με το τελευταίο επεισόδιο της ταινίας, του Γάλλου Λοράν Καντέ, με τίτλο «Η ΠΗΓΗ». Με ντοκουμενταρίστικους τόνους η γήινη αυτή ωδή στην επινοητικότητα και τη συλλογικότητα, με γενναιόδωρο χιούμορ και εντονότατα χρώματα, το πιο περιγραφικό επεισόδιο με τάση να θέλει να πει πολλά, σε λίγο χρόνο. Είναι η ιστορία μιας θρησκευόμενης γυναίκας που η θεότητα που λατρεύει της ζητά να κατασκευάσει ένα σιντριβάνι με χρυσόψαρα καταμεσής στο δωμάτιο του διαμερίσματος και να κάνει μια μεγάλη γιορτή για όλους. Πολύχρωμος παγανιστικός χριστιανισμός, διάσπαρτος από τις δεισιδαιμονίες και τα κάθε λογής κατάλοιπα της προηγούμενης θρησκείας των ιθαγενών πληθυσμών. Περίεργα ανώδυνο θέμα, ο Καντέ δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια ...
Παραγωγή: (ΓΑΛΛΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, 2012).
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 17/8/2012
No comments:
Post a Comment