Με λειτουργία δίχως αξιώσεων, απλοϊκής και προβλέψιμης ψυχαγωγίας η τελευταία ταινία του Λάσε Χάλστρεμ, που αρχίζει υποσχόμενη μέσα από τους ελαφρούς κωμικούς της τόνους και το κάποιο «τσίμπημα» πολιτικής σάτιρας ...για να καταλήξει χαμένη στο συναισθηματισμό! Ανόητη ιστορία που προσβλέπει στο να καταστήσει το θεατή συμμέτοχο σε ένα βλακώδες περιβαλλοντικό πρότζεκτ, που ξεκινά από έναν επιχειρηματία με πολλά λεφτά, αλλά ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Προϊόν ό,τι πρέπει για την αμερικανική αγορά, που ως γνωστόν λατρεύει τις ταινίες που μυθοποιούν την καθημερινότητα, από το γκολφ ως την αγοραπωλησία μετοχών. Η τάση αυτή διαμορφώνει κινηματογραφικά προϊόντα επιτηδευμένα και εκνευριστικά μπανάλ - εκτός απειροελάχιστων εξαιρέσεων. Η προσπάθεια του Χάλστρεμ και της ταινίας του να αναγάγει το ψάρεμα σολομού σε υψηλή φιλοσοφία δεν κατατάσσει σίγουρα το φιλμ στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις!
Γεγονός αναμφισβήτητο: Ο Χάλστρεμ κατέχει την τέχνη του «feel good», κάνοντας το πλατύ κοινό να νιώθει καλά. Το αποδεικνύει και σε αυτήν, την πρώτη του προσπάθεια επανάκαμψης, μετά την αποτυχία της προγενέστερης ταινίας του «ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΤΖΟΝ». Στο «ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΟΛΟΜΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΕΜΕΝΗ» σερβίρει μια πατενταρισμένη ερωτική, κατά βάση, ιστορία - με φόντο μια πολιτική σάτιρα. Μια «α λα Χάλστρεμ» εκδοχή, που μετά από δεκαετίες αρχίζει πια να γίνεται κουραστική. Η ιστορία διαθέτει αρκετές δόσεις «feel good». Και είναι εκείνα ακριβώς τα κομμάτια που συνιστούν τα λειτουργικά μέρη της ταινίας, η οποία στο πρώτο της μισό κυλά σαν γάργαρο νερό με ύψη και εκρήξεις που προϊδεάζουν για μια διασκεδαστική ιστορία που αναλαμβάνουν να απογειώσουν ηθοποιοί που φαίνεται ότι «την βρίσκουν». Μετά σαν να πέφτει πάνω της ένα τεράστιο βαρίδι που την καθηλώνει. Γιατί αρχή του τέλους είναι να ερωτοτροπείς δημόσια ψαρεύοντας θεατές...
Η ίντριγκα της ιστορίας πηγάζει από την πολιτική σάτιρα, που κι αυτή με την σειρά της δεν έχει άλλη χρήση από μπαχαρικού. Στην εισαγωγή η αγγλική κυβέρνηση ψαρεύει απελπισμένα οποιαδήποτε θετική αρθρογραφία θα μπορούσε να ενδυναμώσει τους δεσμούς της χώρας με το μουσουλμανικό κόσμο σαν αντίβαρο στην ωμή βία των μίντια. Συναντάμε τον στεγνό Βρετανό ιχθυολόγο Αλφρεντ Τζόουνς - τον ερμηνεύει υποδειγματικά ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ - ο οποίος για πολιτικούς λόγους υποχρεώνεται σε ατέλειωτους υπολογισμούς σχετικά με τη δημιουργία ενός ποταμού στα υψίπεδα της Υεμένης. Ο πελάτης που παραγγέλλει, ένας πολυεκατομμυριούχος σεΐχης που λατρεύει το ψάρεμα - συγκρίνει την αλιεία με την πίστη σε ανώτερες δυνάμεις - είναι έτοιμος να πληρώσει τρελά ποσά για ένα ποτάμι στη μέση της ερήμου με ζωντανούς σκοτσέζικους σολομούς, τους οποίους θα εισάγει με τη βοήθεια πρώην αποικιοκρατών. Βέβαια πρόκειται και για περιβαλλοντικό και ποτιστικό πρότζεκτ. Τον επιστήμονα Τζόουνς θα συνδράμουν στο πρότζεκτ η νεαρή Χάριετ (Εμιλι Μπλαντ), εκπρόσωπος του σεΐχη στη Βρετανία και η κυνική Πατρίσια Μάξγουελ (Κριστίν Σκοτ Τόμας) το δεξί χέρι του πρωθυπουργού και υπεύθυνη Τύπου. Μπροστά σε τέτοιους ηθοποιούς αναδιπλώνεται κανείς και αναμένει εκείνο το συναρπαστικό που πρόκειται να συμβεί... Αλλά δε συμβαίνει απολύτως τίποτα πέραν των συνηθισμένων. Δυο άνθρωποι, συνεργάτες παρά τη θέλησή τους, στην αρχή έρχονται όλο και πιο κοντά εκθέτοντας τις κατεστραμμένες τους σχέσεις που αναλαμβάνουν να στήσουν το γεγονός: Πλατειάζει, ξεδιπλώνεται και καταλήγει επίπεδο, ενώ η ταινία στραγγίζεται από όλη της την ενέργεια. Η ίδια ερωτική ιστορία εδώ και δεκαετίες. Το υλικό παράγει συνειρμούς για διαφορετική τύχη που θα μπορούσε να έχει, πιο ξεκάθαρη και λιγότερο «χαϊδευτική». Στο σύνολο η ταινία δε βελτιώνεται και παραμένει στον αέρα μεταξύ ενός ντεμί-ευχάριστου και ντεμί-γοητευτικού σταδίου, ίσως αυτή μόνο να ήταν η φιλοδοξία της, γιατί με το που προσπαθεί να είναι κάτι παραπάνω από τη γνωστή ερωτική ιστορία, πέφτει στο κενό.
Ο Λάσε Χάλστρεμ σε μια συνέντευξή του ανέφερε ότι ένας Αμερικανός κριτικός έγραψε για την τελευταία του ταινία ότι ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να κάνει τέτοια φιλμ στον ύπνο του! Ο Σουηδός φυσικά αντέκρουσε τον ισχυρισμό, λέγοντας ότι ταινίες δράσης βεβαίως και μπορεί κάποιος να κάνει κοιμώμενος, επ' ουδενί όμως ένα δράμα τέτοιου είδους που «αξιώνει ένα ξύπνιο αυτί που να πιάνει τους λαρυγγώδεις τόνους...» Ανεξάρτητα από το αν είναι ξύπνιος ο Χάλστρεμ εν ώρα σκηνοθετικής εργασίας, η διαπίστωση του Αμερικανού είχε μάλλον κάποια βάση. Είναι γνωστό και ορατό τοις πάσι ότι ο Χάλστρεμ βρίσκεται σε φάση γοητευτικού αναμασήματος και όσο αυτός ο μηρυκασμός γεννά δολάρια, ο σκηνοθέτης πρέπει να συνεχίζει να προμηθεύει την αγορά... Τουλάχιστον για όσο διάστημα επιλέγει να δουλεύει στην Αμερική.
Αν είναι κάτι που ψευτοσώζει την ταινία είναι οι πρωταγωνιστές, που κατορθώνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον για τους κλισέ χαρακτήρες που ερμηνεύουν, κλισέ τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σαν ζευγάρι ...κάπου κάπου σε βαθμό που να ξεχνά κανείς την ανόητη ταινία που κάθεται και βλέπει.
Το χειρότερο βέβαια βγαίνει στην επιφάνεια όταν ο Χάλστρεμ και η ταινία του προσπαθούν να σκιαγραφήσουν το πορτρέτο των ανθρώπων της Ανατολής. Είναι τουλάχιστον λυπηρό και θλιβερό η εικόνα που ορθώνεται να καταφέρνει να περικλείει και το σύγχρονο στερεότυπο του Αραβα σαν τρομοκράτη ή φανατικού φονταμενταλιστή, αλλά και την παλαιότερη στερεότυπη απεικόνιση του Αραβα ως σοφού μυστικιστή από μακρινούς πολιτισμούς. Αμφότερες οι απεικονίσεις υποβιβάζουν τους άλλους σε περιθωριακά πιόνια στο μόνιμο κυνήγι των Δυτικών να βρουν τον εαυτό τους και το νόημα της ύπαρξης... Πάντα βέβαια στο επίκεντρο φιγουράρει ο Δυτικός σαν την πλέον εξελιγμένη μορφή ζωής στο σύμπαν...
Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Εμιλι Μπαντ, Αμρ Γουέικεντ κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 5/7/2012
No comments:
Post a Comment