Ο Γουόλτερ Έλιας Ντίσνεϊ (Walter Elias "Walt" Disney, Γεννήθηκε 5 Δεκεμβρίου 1901 – Απεβίωσε 15 Δεκεμβρίου 1966) ήταν Αμερικανός δημιουργός κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματίας, ηθοποιός φωνής και παραγωγός ταινιών. Θεωρείται πρωτοπόρος στη βιομηχανία του αμερικανικού animation. Μαζί με τον αδερφό του, Ρόι Ντίσνεϊ, ίδρυσε το Disney Brothers Studio (νυν The Walt Disney Company).
Ως παραγωγός ταινιών, κατέχει ρεκόρ για τα περισσότερα Βραβεία Ακαδημίας που απέσπασε ποτέ ένα άτομο, έχοντας κερδίσει συνολικά 26 Όσκαρ από 59 υποψηφιότητες. Κέρδισε τρεις Χρυσές Σφαίρες, δύο εκ των οποίων στην κατηγορία Σπουδαίο Επίτευγμα και ένα Βραβείο Έμμυ, μεταξύ άλλων τιμών. Αρκετές από τις ταινίες του συμπεριλαμβάνονται στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ γεννήθηκε το 1901 στο Σικάγο των ΗΠΑ. Ήταν γιος της δασκάλας Φλόρα Κολ και του εργολάβου οικοδομών Έλιας Ντίσνεϋ, Είχε τρεις αδελφούς και μια αδελφή. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κάνσας Σίτυ (Μιζούρι) και σε ηλικία 20 ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα καλλιτεχνικό στούντιο στην ίδια πόλη.
Για να αντικαταστήσουν τον χαρακτήρα Όσβαλτ το Τυχερό Κουνέλι (Oswald the Lucky Rabbit), ο Ντίσνεϊ και ο δημιουργός κινουμένων σχεδίων Ουμπ Άιουερκς δημιούργησαν τον χαρακτήρα Μίκι Μάους, πιθανώς εμπνευσμένος από ένα οικόσιτο ποντίκι που είχε υιοθετήσει ο πρώτος την περίοδο που εργαζόταν στο στούντιο Laugh-O-Gram, ωστόσο οι απαρχές του χαρακτήρα είναι ασαφείς. Το αρχικό όνομα επιλογής του Ντίσνεϋ για τον χαρακτήρα ήταν Μόρτιμερ Μάους (Mortimer Mouse), ωστόσο, η εικαστική καλλιτέχνιδα Λίλιαν Μπάουντς θεώρησε ότι ήταν πολύ πομπώδες, και αντιπρότεινε το Μίκυ. Ο Άιουερκς προσάρμοσε τα πρόμο σκίτσα του Ντίσνεϊ ώστε ο Μίκι να γινόταν πιο εύκολο να προσαρμοστεί στη διαδικασία του animation, και ο Ντίσνεϊ έδωσε τη φωνή του στον χαρακτήρα μέχρι το 1947. Ο ίδιος περίγραψε τον τρόπο προσέγγισης του χαρακτήρα ως εξής:
"Έπρεπε ο Μίι να είναι απλός στον σχεδιασμό του. Τα αυτιά του ήταν στρογγυλά, ο κορμός του είχε το σχήμα αχλαδιού και τα πόδια του κατέληγαν σε δύο μεγάλες πατούσες, όπως ενός παιδιού που χρησιμοποιεί τα παπούτσια του πατέρα του. Δεν θέλαμε να του δώσουμε χέρια ποντικού, γιατί έπρεπε να θυμίζει άνθρωπο. Έτσι του φορέσαμε γάντια και του αφαιρέσαμε ένα δάκτυλο, γιατί τα πέντε έμοιαζαν υπερβολικά σε ένα τόσο μικρό σώμα".
Σύμφωνα με τα λόγια ενός εργαζόμενου της Disney, "Ο Ουμπ σχεδίασε την εξωτερική εμφάνιση του Mickey, αλλά ο Γουόλτ του έδωσε την ψυχή του".
Ο Mickey Mouse παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1928 σε ένα τεστ προβολής της ταινίας μικρού μήκους Plane Crazy, αλλά αυτή και η δεύτερη ταινία παρωδίας, The Gallopin' Gaucho, απέτυχαν να βρουν διανομέα. Μετά από την επιτυχία που σημείωσε τη ταινία του 1927, The Jazz Singer, ο Ντίσνεϋ χρησιμοποίησε συγχρονισμένο ήχο στην τρίτη ταινία μικρού μήκους, Steamboat Willie, εμπνευσμένη από την ταινία Steamboat Bill Jr. (1928), για να δημιουργήσει το πρώτο καρτούν με ήχο. Όταν η διαδικασία του animation είχε ολοκληρωθεί, ο Ντίσνεϊ υπέγραψε συμβόλαιο με τον Πατ Πάουερς, πρώην στέλεχος της Universal Pictures, για να χρησιμοποιήσει το σύστημα ηχογράφησης ήχου «Powers Cinephone». Η ταινία, η οποία έχει διάρκεια 7½ λεπτά, προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 18 Νοεμβρίου του 1928 στο Colony Theater της Νέας Υόρκης, και έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Ο Πάουερς έγινε διανομέας των πρώτων καρτούν με ήχο του Ντίσνεϊ, τα οποία σύντομα έγιναν δημοφιλή.
Στις 9 Ιουνίου του 1934, έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση σε δευτερεύοντα ρόλο η πάπια Ντόνταλντ Φοντλερόι Ντακ (Donald Fauntleroy Duck), στο επτάλεπτο επεισόδιο της σειράς Silly Symphonies, ονόματι The Wise Little Hen. Το όνομά του είναι παρμένο από τον Αυστραλό παίκτη κρίκετ, Ντόναλντ Μπράντμαν. Η κακόκεφη και νευρική πάπια δημιουργήθηκε ως αντίθεση στον καλό Mickey Mouse. Οι χαρακτήρες που σχεδιάστηκαν έπειτα, έγιναν όλοι δημοφιλείς: η Μίνι Μάους, ο Πλούτο, ο Γκούφι, τα τρία γουρουνάκια. Όλα ανθρωπόμορφα και ρεαλιστικά, αποτέλεσμα προσεκτικής παρατήρησης και δημιουργικής φαντασίας. Παράλληλα, η αρχική βιοτεχνία εξελίχθηκε σε βιομηχανία για να καθιερωθεί ως αυτοκρατορία. Το 1934, το καλλιτεχνικό και τεχνικό προσωπικό ξεπερνούσε τα 700 άτομα.
Εκτός από την παραγωγή ταινιών, η εταιρία προώθησε και εμπορικές επιχειρήσεις (παιχνίδια, ρούχα, βιβλία κ.ο.κ.) με σήμα κατατεθέν τους ήρωες.
Στην πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Disney, Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι (1937), εφαρμόστηκαν νέες τεχνικές όπως το πολυπλάνο, για λήψεις με πολλαπλά επίπεδα βάθους, και δαπανήθηκαν κολοσσιαία, για την εποχή, ποσά (1.500.000 δολάρια, περίπου). Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και έφερε στα ταμεία εκείνης της χρονιάς (1938) 8.000.000 δολάρια, ποσό που θεωρήθηκε πρωτοφανές. Ακολούθησε ο Πινόκιο (1940) και μετά η Φαντασία (1940), ταινία βασισμένη στην κλασική μουσική συνοδευόμενη από την εικόνα. Το Ντάμπο, το ελεφαντάκι (1941), ταινία μεγάλου μήκους της εταιρείας με θέμα ένα μικρό ελεφαντάκι, το Μπάμπι (1942), που αφηγείται την ζωή ενός ελαφιού από μικρό μέχρι την ενηλικίωσή του, το Σαλούδος Αμίγκος (1943) και το Τρεις Καμπαλέρος (1945), όπου κινούμενα σχέδια εμφανίζονταν μαζί με ανθρώπους, το Μουσική και Χαρά (1946), το Ώρα για Διασκέδαση (1947), που περιελάμβανε δυο ταινίες μικρού μήκους (Μπόνγκο και Ο Μίκι και η Φασολιά), και το Νοσταλγικές Μελωδίες (1948), το Ίκαμποντ και ο κύριος Τοντ (1949), η Σταχτοπούτα (1950), η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (1951) ο Πίτερ Παν (1953) η Λαίδη και ο Αλήτης (1955), η Ωραία Κοιμωμένη (1959), τα 101 Σκυλιά της Δαλματίας (1961), το Σπαθί του Βασιλιά Αρθούρου (1963), η Μαίρη Πόππινς (1964) ήταν μερικές από τις κριτικές επιτυχίες που απέφεραν στον Ντίσνεϊ 22 βραβεία Όσκαρ. Το 1963 ο Γουόλτ συμμετείχε στην σειρά Disneyland και σε πολλά επεισόδεια με τον χαρακτήρα Λούντβιχ Φον Ντρέικ γνωστό για την γνώση του σε κάθε θέμα αφού κατέχει 1000 πτυχία.
Ο Ντίσνεϋ δημιούργησε το θεματικό πάρκο με το όνομα Disneyland στο Άναχαϊμ της Καλιφόρνια, το οποίο άνοιξε στις 17 Ιουλίου του 1955.
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ νυμφεύθηκε την εικαστική καλλιτέχνιδα Λίλιαν Μπάουντς, η οποία εργαζόταν στο τμήμα "μελάνι και ζωγραφική" του Disney Studio. Ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1925 στο Αϊντάχο.
Απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου του 1966, σε ηλικία 65 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Είχε δηλώσει: «Θα ήθελα το όνομα Ντίσνεϊ να είναι συνώνυμο με θεάματα ποιότητας που απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες», αφήνοντας μια άτυπη διαθήκη στους κληρονόμους του. Οι ισχυρισμοί περί παγώματός του με την κρυογονική μέθοδο, μέχρι να ανακαλυφθεί θεραπεία, είναι αστικός μύθος.