Wednesday, June 8, 2011

«Ονειρο» από το παρελθόν εφιάλτης για το μέλλον...


«ΓΙΟ ΓΙΟ» του Πιερ Ετέξ
Εβδομάδα μάλλον υποτονική παρά τις επτά συνολικά ταινίες, πρώτης προβολής και επανεκδόσεις. Ιδιαίτερη μνεία στην ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το όνειρο» πάνω σε νεορεαλιστικά πρότυπα, που θα προβληθεί αποκλειστικά στον κινηματογράφο «ΖΕΦΥΡΟ», τιμώντας τα Ανω Πετράλωνα, περιοχή όπου και γυρίστηκε η ταινία. Επίσης, υπενθυμίζουμε το αφιέρωμα στο έργο του Ούγγρου σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ στο «ΤΡΙΑΝΟΝ - NEW STAR art cinema», παρουσία του σκηνοθέτη καθώς και ότι το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ στον κινηματογράφο «ΑΣΤΥ» διανύει την τέταρτη βδομάδα του. Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ταινίες που βγαίνουν στις κινηματογραφικές οθόνες δεν είναι παρά οι επιλεκτικές αγορές των εταιρειών που επενδύουν τα χρήματά τους σε προϊόντα που οι ίδιες ρίχνουν στην αγορά, έχοντας πρώτα συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση των γούστων του κοινού, και εικάζουν ότι θα αυγατίσουν πολλαπλάσια τα κέρδη τους.Πρεμιέρα για την αμερικάνικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας «Χ-ΜΕΝ: η Πρώτη Γενιά» σε σκηνοθεσία Μάθιου Βον. Πολυαναμενόμενο - για τους θαυμαστές του είδους - πρίκουελ της σειράς «Χ-ΜΕΝ» που παρουσιάζει τον τρόπο που ξεκίνησε η ρήξη μεταξύ των Χ-ΜΕΝ του Professor X και της Αδελφότητας του Magneto, που έβαλαν σκοπό της αποστολής τους να σώσουν την ανθρωπότητα από τον εαυτό της... Πρεμιέρα και για την αμερικανική κωμωδία του Τζο Νασμπάουμ, παραγωγής 2011, «Χορός Αποφοίτων» - ο τίτλος τα λέει όλα - με κύριο αποδέκτη το νεανικό κοινό.
Βασισμένη στην ιδέα της ιστορίας του μυθιστορήματος της Τζέιν Οστιν «Sense and Sensibility» και με μεξικάνικο χρώμα η αμερικάνικη ταινία του 2011 «FROMPRADA TONADA». Δυο κακομαθημένες αδελφές μεξικάνικης καταγωγής μένουν άφραγκες μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα τους και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα μεγαλεία του Μπέβερλι Χιλς και να μετακομίσουν στις φτωχές γειτονιές του ανατολικού Λος Αντζελες, όπου σταδιακά ανακαλύπτουν την ουσία της ευτυχίας. Η αισθηματική αυτή κομεντί είναι τόσο κοινότοπη, τόσο προβλέψιμη, γεμάτη κλισέ και στερεότυπα..., αλλά και πολύ, πολύ καλύτερη από ό,τι αναμενόταν! Αυτό το «καλύτερο» δε συνίσταται σε κάτι απτό, αλλά σε κύματα που μεταφέρουν ανθρώπινη ζεστασιά κι ευγένεια, ποτίζοντας κάθε μόριο της ταινίας και προκαλώντας ταλαντώσεις και μεταβολές στο μαγνητικό πεδίο και την αύρα της.
Πολτός από αξιολύπητη συνταγή η βορειοευρωπαϊκή «Η Γυναίκα που ονειρεύτηκε έναν άνδρα», σκηνοθετημένη από τον Δανό Περ Φλι, που έγινε γνωστός σαν «αιχμηρό βλέμμα, κοινωνικού ρεαλισμού» για την τριλογία του με καταστάσεις και χαρακτήρες, αντίστοιχα, από την εργατική τάξη, την αστική και τα μεσαία στρώματα. Εντυπωσιακής έκτασης η συμπαραγωγή Σουηδίας, Δανίας, Τσεχίας, Γαλλίας και Πολωνίας για ένα εξόφθαλμα ανόητο φιλμ. Ο Φλι, που μάλλον προσπαθεί να εξασφαλίσει μελλοντικές χρηματοδοτήσεις, ανοίγει το δρόμο για την από δω κι εμπρός μετονομασία του σε «άνδρας που ονειρευόταν μια ταινία», προσχωρώντας στο εμπορεύσιμο της αισθησιακής αθλιότητας και το γυμνό μέσα από τη χρήση δημοφιλέστατων Σκανδιναβών σταρ σαν την Σόνια Ρίχτερ και τον Μίκαελ Νίκβιστ. Για να προσπεράσει το σκόπελο με - όσο γίνεται - άθικτη την καλλιτεχνική του τιμή, ντύνει το πόνημα με δήθεν τέχνη, που όμως οδηγεί στην ακόμη μεγαλύτερη γελοιοποίηση ενός ψευδοβαθούς τίποτα.
Επανέκδοση, για την γνωστή τοις πάσι, κλασική, κωμωδία «Το Πάρτυ» από το 1968, του σκηνοθέτη του «Ροζ Πάνθηρα» - και πολλών άλλων κομψών και πανάκριβων παραγωγών - Μπλέικ Εντουαρντς. Με καταιγιστική επίκληση οπτικών αστεϊσμών, προερχόμενων από παράλογες καταστάσεις ξεκαρδιστικού χιούμορ που χαρίζει αφειδώς ο πολύπλευρος χαρακτήρας που υποδύεται ο Πίτερ Σέλερς, έναν άσημο ηθοποιό, ινδικής καταγωγής, με έντονα ινδικό accent στην εκφορά της αγγλικής, απ' όπου και το παροιμιώδες «birdienam nam». Ο αδέξιος Μπάκσι, ενώ είναι να απολυθεί, προσκαλείται, από λάθος, σε κοσμικό πάρτι και εκεί μέσα κάνει τα πάντα γυαλιά καρφιά...

Επανέκδοση και της κλασικής κωμωδίας «ΓΙΟ ΓΙΟ» από το 1965 του Πιερ Ετέξ, που έχτισε ολόκληρη την καριέρα του με άξονα το κωμικό στοιχείο. Ταινία στιλιζαρισμένη, αποτίει φόρο τιμής στον κόσμο του τσίρκου, κάτι που πάντα γοήτευε τον πολύπλευρο Γάλλο καλλιτέχνη. Αναφέρεται στον πάμπλουτο Γιογιό που ζει σε έναν τεράστιο πύργο και ερωτεύεται μια χορεύτρια του τσίρκου, την οποία όμως δεν μπορεί να ακολουθήσει. Οταν - ευτυχώς - επέρχεται η οικονομική του καταστροφή, αισθάνεται πια ελεύθερος να ψάξει να την ξαναβρεί. Το ζευγάρι αποκτά ένα γιο που κι αυτός γίνεται πλούσιος και ξαναγοράζει τον πατρικό πύργο. Ομως, αυτήν τη φορά ο Γιογιό δεν θα εγκαταλείψει το τσίρκο... Η ταινία ανακαλύφθηκε εκ νέου το 2007, όταν αποκατεστημένη, προβλήθηκε στο τμήμα classics του φεστιβάλ Καννών, παρουσία του δημιουργού της. Ο Πιερ Ετέξ, κλόουν, σχεδιαστής, σεναριογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης γεννήθηκε το 1928 στην πόλη Ροάν και στις αρχές της δεκαετίας του '50 ξεκίνησε τη μακρά καριέρα του. Συνεργάστηκε με τον Ζαν - Κλοντ Καριέρ, τον Ζακ Τατί και πλήθος άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, ενώ σκηνοθέτησε σειρά εξαιρετικών κωμικών ταινιών κατά την παράδοση των Μαξ Λίντερ και Μπάστερ Κίτον. Τον Ετέξ, που σε όλες τις ταινίες του κρατούσε το ρόλο του πρωταγωνιστή, πρόκειται ξανά να δούμε σε πρώτο ρόλο στην τελευταία ταινία του Ακι Καουρισμάκι από το 2011, «Le Havre».
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 9 Ιούνη 2011
ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ
Συνοικία το όνειρο
Αρχές της δεκαετίας του '60, στις φτωχότερες γειτονιές, μισό βήμα από το κέντρο της Αθήνας. Φτώχεια, οικονομική εξαθλίωση για το λαό και κύματα μετανάστευσης προς τα εργασιακά δυτικοευρωπαϊκά σκλαβοπάζαρα. Συντριπτικός ο αριθμός των ανέργων και των μισοανέργων που επιβιώνουν - αν επιβιώνουν - όπως όπως και των απόρων ... Την εποχή που η Ελλάδα συνδέεται με την ΕΟΚ, λειτουργούν ακόμα στρατοδικεία, υπάρχει πλήθος φυλακισμένων πολιτικών κρατούμενων και εξόριστων και εξακολουθούν αμείωτες οι συλλήψεις και οι παντός είδους διώξεις των κομμουνιστών, ενώ τελούσε σε ισχύ το καθεστώς των «έκτακτων μέτρων» και οι δεξιές εφημερίδες της εποχής αρθρογραφούσαν εκβιαστικά υπέρ του μονοκομματισμού και σε περίπτωση αποτυχίας του «άλλος δρόμος από την δικτατορία δεν υπάρχει». Εγκλωβισμένοι σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, κινούνται οι χαρακτήρες της αριστουργηματικής ταινίας του Αλέκου Αλεξανδράκη, πνιγμένης στην εμπνευσμένη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. 
Επετειακή επανέκδοση για τα πενήντα χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας, πετσοκομμένης από την αδυσώπητη λογοκρισία γιατί «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό (sic) - καλή ώρα! «Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα». Απαγορεύτηκε αυστηρά η προβολή της ταινίας στην επαρχία - ιδιαίτερα στις εθνικά ευαίσθητες περιοχές - ενώ στην Αθήνα η προβολή της συνοδεύτηκε από επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Μικρές ιστορίες συνδεδεμένες με ανάγκες της καθημερινής επιβίωσης για τους προδομένους ανθρώπους αυτής της λαϊκής γειτονιάς, με τα μικρά ασήμαντα όνειρα και τα απλοϊκά οράματα για ένα καλύτερο μέλλον, για ένα μικρό κομμάτι ευτυχίας ... Ελλείψει ύπαρξης δουλειάς, εξωθούνται στην μικροαπατεωνιά, που, όμως, τυλίγεται στην ανθρωπιά τους και στην εγγενή τους ευγένεια... Η Στεφανία, η όμορφη της γειτονιάς, θέλει να φύγει για την Ρώμη - την συγγενή πόλη που έχει ρίζες, έχει ιστορία - και όχι για οπουδήποτε! Ξέρει, το βλέπει, ότι είναι παρακατιανή, ξένο σώμα, στην παρέα που έχει εισχωρήσει, στην παρέα των γόνων των αστών που πάσχουν από ακατάσχετη ανία, από κείνο το είδος της ιδιάζουσας - ιταλικής - αστικής ανίας που βρίσκουμε στον Τσέζαρε Παβέζε, στον Αλμπέρτο Μοράβια και τον Αντονιόνι... Η Στεφανία είναι αποφασισμένη να πληρώσει κάποιο τίμημα, δεν της βγαίνει, όμως, να ξεπουληθεί εντελώς μόνο για να πάει στην Ρώμη... Οι άνθρωποι της συνοικίας θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους, προσπαθούν να οικειοποιηθούν τις αγοραίες αρχές της κοινωνίας των δωσίλογων νικητών, αλλά τους είναι αδύνατον να μετακινηθούν από τις δικές τους αξίες και την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια, τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα τους... γι' αυτό και φτωχοί και άμοιροι! 
Τη «Συνοικία το όνειρο» πρέπει να τη δουν όλοι, μπήκε με το σπαθί της στην ισχνή ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία της εθνικής μας κινηματογραφίας, ώστε να είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε το σιτάρι από την ήρα που παράγεται σήμερα αφειδώς ! Η βαθιά ελληνικότητα συνιστά την οικουμενικότητα της ταινίας, η οποία διαμορφώνεται από τις συνιστώσες του νεορεαλισμού στο ύφος, τις στιλιστικές επιρροές του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού και τα δομικά στοιχεία από την αρχαία τραγωδία, ειδικά στα χορικά του τέλους, όταν πια η ειμαρμένη και αυτήν τη φορά νίκησε τους μικρούς θνητούς ... Ο νεορεαλισμός εδώ εμφανίζεται σαν κινηματογραφική διάσταση της φτώχειας, της φτώχειας σαν μια από τις ευκρινέστερες πλευρές της πραγματικότητας, οργανικά ριζωμένης στην άμεση μεταπολεμική απαισιοδοξία, όταν, για ακόμα μια φορά, τα όνειρα και τα οράματα των λαϊκών ανθρώπων ξεπουλιόνταν. Ο νεορεαλισμός ανακάλυψε ότι η πραγματικότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αστικά προβλήματα των μεταπολεμικών μεγαλουπόλεων, ήταν ένας καμβάς απ' όπου μπορούσε κανείς να αντλήσει αστείρευτο θεματικό πλούτο, φτάνει να μάθαινε να την παρατηρεί και να την ερμηνεύει.
Αφηγηματική δομή με μικροελαττώματα, αποτελεσματικές αυτοσχέδιες τεχνικές και πολύ δυνατό καστ ηθοποιών, μείγμα πανάξιων επαγγελματιών και ερασιτεχνών, των κατοίκων της περιοχής. Με την ευαίσθητη σκηνοθετική ματιά του Αλέκου Αλεξανδράκη, το ταξίδι, η φυγή μακριά στη «Συνοικία το όνειρο» συνιστά κύρια θεματική. Το ίδιο θέμα αποτελεί θεματική σταθερά του ποιητικού ρεαλισμού, του μείγματος λυρισμού και ρεαλισμού που διαμορφώθηκε την περίοδο 1934-40 με κύρια επίδραση από το λογοτεχνικό νατουραλισμό, αλλά και την πρακτική, τις παραδόσεις και τους πειραματισμούς κινηματογραφιστών σαν του Ρενέ Κλερ και του Ζαν Βιγκό. Ο ποιητικός ρεαλισμός και οι δυο φάσεις που τον διέπουν, εκείνη της αισιοδοξίας (που ενέπνευσε η άνοδος του κινήματος, του Λαϊκού Μετώπου κατά τα χρόνια 1935-37) και η άλλη, της απαισιοδοξίας (προϊόν της απελπισίας για την πτώση του Μετώπου και το φασισμό που στεκόταν προ των θυρών), είναι αμφότερες παρούσες στην ελληνική ταινία του 1961.
Η ηθοποιός Αλίκη Γεωργούλη (στην ταινία υποδύεται την Στεφανία), σύζυγος τότε του Αλεξανδράκη και παραγωγός της ταινίας, ανέφερε στην «Επιθεώρηση Τέχνης» 50 χρόνια πριν, κάτι που και σήμερα ηχεί, τουλάχιστον, καινοτόμο και απαραίτητο: «Αυτοί που αποτελέσαμε την ομάδα της "Συνοικίας" δεν ξεκινήσαμε τυχαία - ούτε σμίξαμε τυχαία για να καταπιαστούμε με μια δουλειά τόσο δημιουργική και υπεύθυνη. Μας έφεραν κοντά, πάνω απ' όλα, τα κοινά ιδανικά μας, οι κοινοί μας στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία, ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε, οι περισσότεροί μας, από πολλά χρόνια, ως πριν λίγους μήνες ακόμα. Ολοι μας πιστέψαμε σε κάτι βασικό: Στο θετικό αποτέλεσμα που θα έβγαινε απ' τη δουλειά του συνόλου. Φυσικά, υπήρχαν οι προσωπικές φιλοδοξίες, για να υπηρετήσουν, όμως, την ίδια την προσπάθεια και μέσα από το αποτέλεσμα να γίνει η ατομική προβολή του καθενός μας».
Η Α. Γεωργούλη αναφέρεται στον Αλεξανδράκη, στον Κατράκη, στην Παΐζη, στην Νοταρά, στον Τάσο Λειβαδίτη, στον Κώστα Κοτζιά, στον Τάσο Ζωγράφο, στον Μπιθικώτση, στον Μίκη Θεοδωράκη... και τόσους άλλους ιδεολόγους καλλιτέχνες με ταλέντο, οράματα, επιμονή και πείσμα... Κάτι που χρειάζεται σήμερα ... όσο ποτέ άλλοτε!
«Μια ταινία ποιότητας - έγραψε ο Αλέκος Αλεξανδράκης για την ταινία - δεν είναι έργο ενός ανθρώπου. Είναι αποτέλεσμα σωστής συνεργασίας και ταυτότητας ιδεολογικού "πιστεύω" όλων των βασικών παραγόντων που την δημιουργούν».
Παίζουν: Αλέκος Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Μάνος Κατράκης, Αλέκα Παΐζη, Σαπφώ Νοταρά, Αθανασία Μουστάκα, Βασίλης Ανδρονίδης, Θανάσης Μυλωνάς, Γιώργος Τζώρτζης, Γιάννα Ολυμπίου, κ.ά.
Παραγωγή: (ΕΛΛΑΔΑ, 1961), Διάρκεια 95'.   
ΛΙΝΤΣΕΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
Επαναστατημένη γενιά (IF... )
Οπως το συνομήλικο γαλλικό «νέο κύμα» έτσι και ο βρετανικός «νέος κινηματογράφος» άγγιξε το σημείο αιχμής του γύρω στο 1963. Εκτοτε, αρχίζει με ταχείς ρυθμούς η κατιούσα πορεία του κινήματος, με τους εκπροσώπους του να τραβούν, ο καθένας τους, διαφορετικό δρόμο. Παρά το γεγονός ότι από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60, το άχρωμο και μουντό σκηνικό του κοινωνικού ρεαλισμού, με τις καταθλιπτικές εικόνες από την εκβιομηχανισμένη κεντρική χώρα, τείνει να αντικατασταθεί πλήρως από υψηλού κόστους παραγωγές για ένα πολύχρωμο και λικνιζόμενο στους δημοφιλείς ρυθμούς της εποχής Λονδίνο, με πρωταγωνιστές από την εργατική τάξη, ο Λίντσεϊ Αντερσον επιμένει να καταπιάνεται με θέματα που στέκονται απέναντι στο κατεστημένο. 
Η ταινία του «if...» αποτελεί ένα λαμπρό φιλμ για την εφηβεία, τις ορμές της, την ανάπτυξη της ατομικότητας και τη σχέση της με την καταπίεση και την εξουσία... έννοιες που διαχέονται η μια στην άλλη και χύνονται στο καλούπι της μορφής μιας σουρεαλιστικής σάτιρας πάνω στο βρετανικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, με δίδακτρα 643 λίρες το χρόνο, το μισθό ενός διευθυντικού στελέχους σούπερ μάρκετ - όπως αναφέρεται κατά λέξη στο φιλμ. Από τις πιο δημοφιλείς ταινίες της δεκαετίας του '60 το «if...» εντάσσεται στην ευρύτερη θεματική οικογένεια του κλασικού 45λεπτου αριστουργήματος του Ζαν Βιγκό από το 1933 «Zero deconduit», στο οποίο και παραπέμπει μέσα από ορισμένους σαφείς υπαινιγμούς, αλλά και μοιράζεται μαζί του με κοινό παρανομαστή όρους θεματικούς, δομικούς και στιλιστικούς. Η ταινία αυτή καθιέρωσε τον Λίντσεϊ Αντερσον σαν την πιο σημαίνουσα φιγούρα που αναδείχθηκε από το κίνημα του βρετανικού «new cinema», σήμερα όμως δίνει την αίσθηση της ελαφρά παρωχημένης, μικροαστικής και αδιέξοδης.
Παίζουν: Μάλκομ ΜακΝτάουελ, Ντέιβιντ Γουντ, Ρίτσαρντ Γουόργουίκ, Κριστίν Νουνάν κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, 1968, Διάρκεια 111΄.

No comments: