- Τα σύνορα στον κινηματογράφο σήμερα είναι πορώδη, υποστηρίζουν δύο νέοι δημιουργοί, η Αθηνά Τσαγγάρη και ο Σύλλας Τζουμέρκας
- Της Μαριας Kατσουνακη, Η Καθημερινή, 29/08/2010
Σε αυτούς τους κατηφείς καιρούς δύσκολα βλέπεις πρόσωπα τόσο φωτεινά και χαρούμενα όσο της Αθηνάς Τσαγγάρη και του Σύλλα Τζουμέρκα. Οι ταινίες τους επελέγησαν από το Διεθνές Φεστιβάλ Βενετίας (1 - 11 Σεπτεμβρίου) για να συμμετάσχουν το μεν «Attenberg» της Αθ. Τσαγγάρη στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, η δε «Χώρα προέλευσης» του Σ. Τζουμέρκα στην «Εβδομάδα κριτικής».
Δεν ανήκουν στην ίδια γενιά, ηλικιακά τουλάχιστον. Τα βιογραφικά τους διαφέρουν, η εμπειρία τους στο σινεμά το ίδιο. Ομως και οι δύο προασπίζονται με πάθος τη στενή σχέση και συλλογικότητα που υπάρχει ανάμεσα στους νέους κινηματογραφιστές, τον διεθνή χαρακτήρα των ταινιών έξω από «ταυτότητες» και «εθνικότητες». Ειδικά σε μια εποχή που «τα σύνορα της εικόνας, των μίντια, της συνολικής συνείδησης του κόσμου είναι πολύ πορώδη». Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν, σκηνοθέτης σημαίνει νομάς.
Το βλέμμα τους στην ελληνική κοινωνία είναι ευθύ, καθαρό, χωρίς ωραιοποιήσεις ή νοσταλγικές αποχρώσεις. Με τις ταινίες τους ανασηκώνουν τα φίλτρα και ανιχνεύουν τον «σπόρο του κακού» μέσα στην οικογένεια, αναζητώντας παράλληλα νέες μορφές συμβίωσης και συνύπαρξης.
Τους συναντήσαμε πριν από λίγες ημέρες ενώ οι προετοιμασίες για το Φεστιβάλ είχαν κορυφωθεί. Οι κόπιες των ταινιών τους έπρεπε να ταξιδέψουν στη Βενετία από στιγμή σε στιγμή, η προβολή είχε οριστεί για τις 8 Σεπτεμβρίου. Ηταν πολύ ικανοποιημένοι από τη συμμετοχή τους στη Μόστρα, αλλά αυτό δεν τους απογείωνε. Παρέμεναν σκεπτικοί και μετρημένοι. Και κυρίως: δεν διαχώρισαν ούτε μια στιγμή τον εαυτό τους από το σύνολο της παραγωγής. «Δεν σημαίνει ότι έχουμε κάνει καλύτερες ταινίες από άλλες που πάνε σε φεστιβάλ ή άλλες που δεν πάνε σε φεστιβάλ», υπογράμμισαν με ένα στόμα.
- Πόσο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στην Ελλάδα σήμερα επηρεάζει τη δημιουργία μιας ταινίας;
Σύλλας Τζουμέρκας: Οποιος κάνει ότι δεν βλέπει αυτό που συμβαίνει στη χώρα απλώς δεν αφορά κανέναν. Είναι τόσο παρούσα η κρίση ώστε δεν μπορεί παρά να ασχοληθούμε κι εμείς με αυτό. Μέρος της αληθινής εμπειρίας είναι και η κατάσταση της χώρας.
Αθηνά Τσαγγάρη: Συμφωνώ. Νομίζω ότι όταν αποφασίζεις να κάνεις κινηματογράφο έχεις βάλει τον εαυτό σου στη θέση ενός δέκτη, πομπού, φορέα της ζωής γύρω σου. Κι από 'κει και πέρα η διαφορά με τον κινηματογράφο του καθενός είναι το πώς φιλτράρεις όλα αυτά τα σήματα που δέχεσαι, πώς τα επεξεργάζεσαι, πώς διαλέγεις ένα δρόμο ρεαλισμού ή πιο υπαινικτικό ή με αποσιωπήσεις ή πολύ πιο κοινωνικό.
- Ο, τι συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά τα δύο τελευταία χρόνια, η διεθνής πορεία και επιτυχία νέων σκηνοθετών, ήταν αναμενόμενο ή είναι τυχαίο;
Αθ. Τσ - Σ. Τζ: Σύμπτωση. Συγκυρία μιας ομάδας ανθρώπων που είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κάποια πράγματα. Θα δούμε στο μέλλον πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Η διαφορά ανάμεσα σε εμάς και την προηγούμενη γενιά είναι μια στενή σχέση που καλλιεργείται μεταξύ μας. Η προηγούμενη γενιά ήταν πιο ανταγωνιστική, δεν συνεργάζονταν ίσως τόσο, ήταν πιο μυστικοπαθείς. Στη δική μας περίπτωση το σινεμά είναι πιο συλλογική διαδικασία. Υπάρχει, επίσης, μια ανεξαρτητοποίηση του σινεμά με την παραγωγή. Γυρίζονται πιο γρήγορα και ευέλικτα ταινίες.
Σ. Τζ: Επίσης είναι μια συνεργασία διευρυμένη, δεν περιορίζεται στον χώρο του κινηματογράφου, ο οποίος, ούτως η άλλως, περιλαμβάνει όλες τις τέχνες. Εγώ, για παράδειγμα, συνεργάζομαι με τους Blitz που είναι μια θεατρική ομάδα ή με την Collectiva Drog-A-Tek που κάνουν μουσική. Αντίστοιχα με εμάς προσπαθούν και εκείνοι να δώσουν μέσα από την τέχνη τους το στίγμα τους. Υπάρχει ανταλλαγή. Δεν είμαστε απομονωμένοι μικρόκοσμοι. Προσπαθούμε οι τέχνες να επικοινωνούν περισσότερο.
Η Αθηνά Τσαγγάρη έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Ν. Υόρκης (1993) και του Τέχας στο Οστιν (1998). Με την πρώτη μικρού μήκους ταινία της FIT, προτάθηκε για Οσκαρ σπουδαστικής ταινίας. Η μεγάλου μήκους «Η διαρκής αναγνώριση της Πέτρα Γκόινγκ» έχει διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ και ψηφίστηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 2001 από την «Village Voice». Συμμετείχε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ως σκηνοθέτις των βίντεο προβολών και υπέγραψε τις animation προβολές στα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης. Εχει ασχοληθεί με την παραγωγή ταινιών (όπως η «Κινέττα» του Γιώργου Λάνθιμου). Το «Attenberg» γυρισμένο σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη εστιάζει στις σχέσεις μιας κοπέλας με τον αρχιτέκτοντα πατέρα της. Πρωταγωνιστούν: Αριάν Λαμπέντ, Βαγγ. Μουρίκης, Ευαγγελία Ράντου και Γ. Λάνθιμος.
Ο Σύλλας Τζουμέρκας σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου, θεάτου και υποκριτική στην Αθήνα, την Ουτρέχτη και τη Ν. Υόρκη. Σκηνοθέτησε τις βραβευμένες μικρού μήκους «Τα μάτια που τρώνε» (Φεστιβάλ Καννών, 2001) και «Βροχή» (2002). Η «Χώρα προέλευσης», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, είναι «η ιστορία μιας χώρας και μιας οικογένειας σε ελεύθερη πτώση». Τρεις γενιές (του '50, της μεταπολίτευσης και νεότερη), οδηγούνται σε σύγκρουση εξ αιτίας μιας υιοθεσίας. Πρωταγωνιστούν: Αμαλία Μουτούση, Θ. Σαμαράς, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Ερρ. Λίτσης, Γιούλα Μπούνταλη, Ιερ. Καλετσάνος κ. ά. Και στις δύο ταινίες συμπαραγωγός είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Στην 67η Μπιενάλε θα προβληθούν επίσης η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλ. Τσίτου και η μικρού μήκους «Casus belli» του Γ. Ζώη.
- Η οικογένεια στην Ελλάδα είναι αναπόφευκτος γλυκόπικρος πυρήνας
- Αυτή η, κατά κάποιο τρόπο, «νέα συλλογικότητα» που διαμορφώνεται στη γενιά σας οφείλεται και στο γεγονός ότι η πλειονότητα των σκηνοθετών έχει σπουδάσει και ζήσει, σε μεγάλο βαθμό, εκτός Ελλάδας;
Αθ. Τσ.: Ο μύθος του «εξωτερικού» πιστεύω ότι είναι ένας ακόμη δεινόσαυρος. Πριν από δέκα χρόνια είχε σημασία κανείς να ταξιδέψει. Τώρα, ακριβώς επειδή τα σύνορα της εικόνας, των μίντια, της συνολικής συνείδησης του κόσμου είναι πολύ πορώδη, μπορείς να ζεις μέσα στο δωμάτιό σου και να ξέρεις τα πάντα. Να είσαι απόλυτα ενημερωμένος. Να μη χρειάζεται να διασχίσεις τα σύνορα.
Σ. Τζ.: Υπάρχει και ένας επαρχιωτισμός σε όλο αυτό. Να λέμε ότι σπουδάσαμε ή ζήσαμε έξω… Μιλάμε για μια νέα εποχή με καινούργιους όρους που ανακαλύπτουμε κι εμείς σιγά σιγά.
- Ως προς την «ελληνικότητα» των ταινιών;
Αθ. Τσ.: Είναι ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα. Τώρα, αν αυτό τις κάνει ελληνικές…
Σ. Τζ.: Εγώ, το καταλαβαίνω σε επίπεδο θερμοκρασίας. Στη χώρα που γυρίζεται η ταινία και στη γλώσσα υπάρχει μια ειδική θερμοκρασία. Αποτυπώνεται με συγκεκριμένο τρόπο. Περισσότερο από ταυτότητα θα έλεγα θερμοκρασία.
Αθ. Τσ.: Δεν μπορώ να σκεφτώ μια περίτεχνη λέξη όπως αυτήν του Σύλλα! Ομολογώ όμως ότι δεν πιστεύω καθόλου σε αυτό που λέμε «εθνικό σινεμά» ή «εθνικότητα» στο σινεμά. Είμαι πολέμιος αυτής της λογικής…
Σ. Τζ.: Κι εγώ.
Αθ. Τσ.: Οταν σκέφτομαι σκηνοθέτες όπως ο Κιούμπρικ, ο Χέρτζογκ, ο Σκολιμόφσκι, ο Κισλόφσκι, τι σινεμά έκαναν… Ενδιαφέρει κανέναν αν ο ένας ήταν Πολωνός ή Γερμανός; Οταν αποφασίσεις να κάνεις σινεμά είσαι νομάς. Είτε στη χώρα σου είτε παντού. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ούτε το στίγμα της γλώσσας, ούτε της εθνικότητας, ούτε της ταυτότητας. Οπως η ρετσινιά του εμπορικού ή του καλλιτεχνικού σινεμά που σε κάνει να απολογείσαι. Ανήκουν στις ερωτήσεις που δεν έχουν ικανοποιητική απάντηση, η οποία να δίνει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία.
Σ. Τζ.: Το σημαντικό είναι ότι κάναμε την ταινία που θέλαμε και όχι την ταινία που υπαγορεύτηκε από κάποια εξωγενή ανάγκη. Το «πρέπει» -αυτός ο «ψυχαναγκαστικός διδακτισμός» παρεμβαίνει και συμπληρώνει η Αθηνά- φαίνεται. Αν αυτό που κάνουμε δεν είναι έργο ελευθερίας, δεν έχει νόημα.
- Η οικογένεια είναι ο πυρήνας και των δύο ταινιών.
Σ. Τζ.: Στη δική μου ταινία είναι μια οικογένεια μικροαστών που την παρακολουθούμε την τελευταία 20ετία. Ζουν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Επανομή. Η μισή ταινία είναι μέσα σε μια τροχοβίλα στην Επανομή. Ξέρετε, ένα τριάρι που δεν είναι αυτοκίνητο. Ερχεται με φορτηγό και απιθώνεται σε ένα μέρος. Αν βαρεθείς, έρχεται η εταιρεία και σε μετακομίζει αλλού! Γλιτώνεις έτσι την οικοδομική άδεια.
- Γιατί επιλέξατε μια ιστορία υιοθεσίας;
Σ. Τζ.: Η υιοθεσία έδινε την ευκαιρία στους ήρωες να πάρουν μεγάλες αποφάσεις. Και να τους δούμε σε στιγμές που δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο. Αυτό για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ζωής τους. Ολες οι συνέπειες που υπάρχουν στο τώρα, οφείλονται σε αποφάσεις. Και αυτό είναι ένα σημείο που θα με ενδιέφερε να επιμείνω.
Αθ. Τσ.: Ο πρώτος πόλος της δικής μου ιστορίας ήταν η ταυτόχρονη ενηλικίωση πατέρα και κόρης. Μέσα από τις διαδικασίες του θανάτου και του σεξ.
- Χαρακτηρίζετε την ταινία σας σύγχρονο αστικό «γουέστερν».
Αθ. Τσ.: Γουέστερν στον τρόπο που το έστησα δραματουργικά. Σχεδόν μέσα σε μια άδεια πόλη. Πιστόλια είναι τα σώματα και τα λόγια των πρωταγωνιστών. Η ταινία έχει αρκετά στοιχεία γουέστερν και επιστημονικής φαντασίας.
No comments:
Post a Comment