Tuesday, August 31, 2010

Η Ιζαμπέλα Ροσελίνι στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Βερολίνου

Η ηθοποιός Ιζαμπέλα Ροσελίνι θα είναι πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, του χρόνου, όπως ανακοινώθηκε από τους διοργανωτές.




Η 58χρονη, που έχει πρωταγωνιστήσει μεταξύ άλλων στα “Μπλε Βελούδο” και “Ατίθαση Καρδιά” του Ντέιβιντ Λιντς παρουσίασε την πρώτη της δουλειά ως σκηνοθέτις στο Φεστιβάλ του 2008. Ο διευθυντής του φεστιβάλ, Dieter Kosslick called την αποκάλεσε “πολυπρόσωπη, ευρηματική καλλιτέχνη με μεγάλη πείρα στον ευρωπαϊκό, αμερικανικό και διεθνή κινηματογράφο”. Το Φεστιβάλ του 2011 θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 10 και 20 Φεβρουαρίου. Τα υπόλοιπα μέλη της κριτικής επιτροπής δεν έχουν ακόμα ανακοινωθεί. Φέτος, πρόεδρος της επιτροπής διετέλεσε ο σκηνοθέτης Γουέρνερ Χέρζογκ. Η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, κόρη του Ιταλού σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι και της ηθοποιού Ίνγκριντ Μπέργκμαν σκηνοθέτησε το Green Porno, μια σειρά ταινιών μικρού μήκους για την σεξουαλική συμπεριφορά των ζώων.

Σπλάτερ με βιασμό βρέφους σε αθηναϊκό φεστιβάλ

Μας αιφνιδίασε το «16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας-Conn Χ» (15 έως 26/9). Ανακοίνωσε ότι θα συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του, τελευταία στιγμή, την ταινία «Α serbian film» του Srdan Spasojevic -τη βάφτισε, ατυχώς, «Χασαποσέρβικο»- ένα σπλάτερ φιλμ βουτηγμένο στο αίμα και το σεξ, που ήταν προορισμένο να προβληθεί στο φεστιβάλ FrightFest του Λονδίνου, αλλά κόπηκε! 

Στην ταινία «Χασαποσέρβικο» ο ήρωας είναι ένας πορνοστάρ, ο οποίος υπό την επήρεια ναρκωτικού επιδίδεται σε αποτρόπαιες πράξεις
 
Στην ταινία «Χασαποσέρβικο» ο ήρωας είναι ένας πορνοστάρ, ο οποίος υπό την επήρεια ναρκωτικού επιδίδεται σε αποτρόπαιες πράξεις Συγκεκριμένα, θα παιζόταν προχθές στον ιστορικό κινηματογράφο «Empire» της πλατείας Λέστερ. Οι ακραίες, όμως, σκηνές, ειδικά αυτές στις οποίες φαίνεται ο βιασμός ενός νεογέννητου μωρού, ανάγκασαν το Βρετανικό Συμβούλιο Κινηματογραφικής Δεοντολογίας (BBFC) να επέμβει. Λογόκρινε 49 σκηνές, δηλαδή τέσσερα λεπτά της ταινίας, που έχει κανονική διάρκεια 93'.

Το λονδρέζικο φεστιβάλ, όμως, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τη λογοκρισία του BBFC και προτίμησε να μην παίξει την ταινία καθόλου. «Ως φεστιβάλ με διεθνή αξιοπρέπεια, σκεφτήκαμε ότι μια ταινία αυτού του είδους θα έπρεπε να προβληθεί ολόκληρη, όπως είναι η πρόθεση του σκηνοθέτη», δήλωσε ο Ιαν Τζόουνς, συνδιευθυντής του φεστιβάλ.

Η ιστορία του «Α serbian film» είναι η εξής: ένας πρώην πορνοστάρ επανέρχεται στη δράση όταν του κάνουν μια δελεαστική οικονομική προσφορά, χωρίς όμως να γνωρίζει ακριβώς τις προθέσεις του παραγωγού του. Βρίσκεται, όμως, εγκλωβισμένος σε έναν μονόδρομο σεξουαλικής βιαιότητας, που κορυφώνεται με τον βιασμό ενός μωρού, μόλις βγαίνει από την κοιλιά της μητέρας του. Υποτίθεται ότι ο πορνοστάρ κάνει αυτή την αηδιαστική -ίσως δεν φτάνουν οι λέξεις- πράξη, επειδή έχει πάρει ένα είδος ναρκωτικού και είναι σε κατάσταση trance.

Ο σκηνοθέτης, πάντως, κατάφερε να βρει... πολιτικές δικαιολογίες για τη σκηνή αυτή. «Είναι ένα ημερολόγιο της κακοποίησής μας από τη σερβική κυβέρνηση. Είναι αναφορά στη μονολιθική εξουσία των ηγετών, που σε υπνωτίζουν και κάνουν πράγματα που δεν θέλεις να κάνεις. Πρέπει να βιώσεις τη βία για να καταλάβεις το μέγεθός της».

Οι κριτικές ωστόσο στο Ιντερνετ υποστηρίζουν ότι όλα αυτά τα ευγενή δεν φαίνονται πουθενά στην ταινία. Το τι συμβαίνει, βέβαια, στο κρανίο ενός δημιουργού, και πώς ερμηνεύει ο ίδιος το έργο του -σε αυτή την περίπτωση ως μια βαλκανική αλληγορία- είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Οταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία στο φεστιβάλ «South-by-Southwest» ο κριτικός Σκοτ Βάινμπεργκ έγραψε: «Νομίζω ότι η ταινία είναι τραγική, αηδιαστική, ενοχλητική, διεστραμμένα παράλογη, εκνευριστική, και στην πραγματικότητα πολύ έξυπνη. Αυτό είναι κάτι που θαυμάζω αλλά και σιχαίνομαι την ίδια στιγμή. Σίγουρα όμως δεν θα την παρακολουθήσω ποτέ ξανά».

Η ομάδα που οργανώνει το φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας-Conn Χ» χωρίστηκε για χάρη του «Α serbian film» σε δύο στρατόπεδα: το ένα υποστήριζε ότι δεν πρέπει να φιλοξενηθεί στο φεστιβάλ αυτή η αηδιαστική ταινία και το άλλο ότι πρέπει. Οταν, όμως, αποκλείστηκε από το φεστιβάλ του Λονδίνου, όπως μας λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Ορέστης Ανδρεαδάκης, «η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της προβολής της».

Και μας εξηγεί το γιατί: «Αν ζητάτε την προσωπική μου γνώμη, πιστεύω ότι είναι μια αποκρουστική ταινία, που με βρίσκει αντίθετο, αισθητικά και ιδεολογικά. Θεωρώ όμως πιο αποκρουστική τη λογοκρισία κάθε είδους συμβουλίου. Γι' αυτό αποφασίσαμε να την προβάλουμε στο φεστιβάλ, για να δώσουμε τη δυνατότητα στο κοινό μας να κρίνει. Πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα εκπαιδευμένο και έχει καλό γούστο».

Η αλήθεια είναι ότι το timing για όλη αυτή τη συζήτηση συμπίπτει με τις σοκαριστικές αποκαλύψεις που έγιναν στη χώρα μας για την παιδοφιλία. Γι' αυτό και ο Ορέστης Ανδρεαδάκης τονίζει ότι «η ταινία σε καμία περίπτωση δεν υμνεί την παιδεραστία ούτε την παροτρύνει. Οι ακραίες σκηνές παρουσιάζονται ως αποτρόπαιες. Τα σπλάτερ, ως συνήθως, δείχνουν ακρότητες αλλά ταυτόχρονα έχουν και έναν αυτοσαρκασμό».

Και η δική μας γνώμη; Δεν θα υπερασπιζόμασταν τη λογοκρισία σε καμία περίπτωση. Από την άλλη όμως, αδυνατούμε και να δικαιολογήσουμε ή να κατανοήσουμε, σε οποιοδήποτε ιδεολογικό πλαίσιο, ακόμα και τη θέαση μιας τέτοιας πράξης στο σινεμά. *

Monday, August 30, 2010

Οταν είσαι σκηνοθέτης, είσαι νομάς

  • Τα σύνορα στον κινηματογράφο σήμερα είναι πορώδη, υποστηρίζουν δύο νέοι δημιουργοί, η Αθηνά Τσαγγάρη και ο Σύλλας Τζουμέρκας
  • Της Μαριας Kατσουνακη, Η Καθημερινή, 29/08/2010
Σε αυτούς τους κατηφείς καιρούς δύσκολα βλέπεις πρόσωπα τόσο φωτεινά και χαρούμενα όσο της Αθηνάς Τσαγγάρη και του Σύλλα Τζουμέρκα. Οι ταινίες τους επελέγησαν από το Διεθνές Φεστιβάλ Βενετίας (1 - 11 Σεπτεμβρίου) για να συμμετάσχουν το μεν «Attenberg» της Αθ. Τσαγγάρη στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, η δε «Χώρα προέλευσης» του Σ. Τζουμέρκα στην «Εβδομάδα κριτικής».
Δεν ανήκουν στην ίδια γενιά, ηλικιακά τουλάχιστον. Τα βιογραφικά τους διαφέρουν, η εμπειρία τους στο σινεμά το ίδιο. Ομως και οι δύο προασπίζονται με πάθος τη στενή σχέση και συλλογικότητα που υπάρχει ανάμεσα στους νέους κινηματογραφιστές, τον διεθνή χαρακτήρα των ταινιών έξω από «ταυτότητες» και «εθνικότητες». Ειδικά σε μια εποχή που «τα σύνορα της εικόνας, των μίντια, της συνολικής συνείδησης του κόσμου είναι πολύ πορώδη». Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν, σκηνοθέτης σημαίνει νομάς.
Το βλέμμα τους στην ελληνική κοινωνία είναι ευθύ, καθαρό, χωρίς ωραιοποιήσεις ή νοσταλγικές αποχρώσεις. Με τις ταινίες τους ανασηκώνουν τα φίλτρα και ανιχνεύουν τον «σπόρο του κακού» μέσα στην οικογένεια, αναζητώντας παράλληλα νέες μορφές συμβίωσης και συνύπαρξης.
Τους συναντήσαμε πριν από λίγες ημέρες ενώ οι προετοιμασίες για το Φεστιβάλ είχαν κορυφωθεί. Οι κόπιες των ταινιών τους έπρεπε να ταξιδέψουν στη Βενετία από στιγμή σε στιγμή, η προβολή είχε οριστεί για τις 8 Σεπτεμβρίου. Ηταν πολύ ικανοποιημένοι από τη συμμετοχή τους στη Μόστρα, αλλά αυτό δεν τους απογείωνε. Παρέμεναν σκεπτικοί και μετρημένοι. Και κυρίως: δεν διαχώρισαν ούτε μια στιγμή τον εαυτό τους από το σύνολο της παραγωγής. «Δεν σημαίνει ότι έχουμε κάνει καλύτερες ταινίες από άλλες που πάνε σε φεστιβάλ ή άλλες που δεν πάνε σε φεστιβάλ», υπογράμμισαν με ένα στόμα.
- Πόσο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στην Ελλάδα σήμερα επηρεάζει τη δημιουργία μιας ταινίας;
Σύλλας Τζουμέρκας: Οποιος κάνει ότι δεν βλέπει αυτό που συμβαίνει στη χώρα απλώς δεν αφορά κανέναν. Είναι τόσο παρούσα η κρίση ώστε δεν μπορεί παρά να ασχοληθούμε κι εμείς με αυτό. Μέρος της αληθινής εμπειρίας είναι και η κατάσταση της χώρας.
Αθηνά Τσαγγάρη: Συμφωνώ. Νομίζω ότι όταν αποφασίζεις να κάνεις κινηματογράφο έχεις βάλει τον εαυτό σου στη θέση ενός δέκτη, πομπού, φορέα της ζωής γύρω σου. Κι από 'κει και πέρα η διαφορά με τον κινηματογράφο του καθενός είναι το πώς φιλτράρεις όλα αυτά τα σήματα που δέχεσαι, πώς τα επεξεργάζεσαι, πώς διαλέγεις ένα δρόμο ρεαλισμού ή πιο υπαινικτικό ή με αποσιωπήσεις ή πολύ πιο κοινωνικό.
- Ο, τι συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά τα δύο τελευταία χρόνια, η διεθνής πορεία και επιτυχία νέων σκηνοθετών, ήταν αναμενόμενο ή είναι τυχαίο;
Αθ. Τσ - Σ. Τζ: Σύμπτωση. Συγκυρία μιας ομάδας ανθρώπων που είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κάποια πράγματα. Θα δούμε στο μέλλον πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Η διαφορά ανάμεσα σε εμάς και την προηγούμενη γενιά είναι μια στενή σχέση που καλλιεργείται μεταξύ μας. Η προηγούμενη γενιά ήταν πιο ανταγωνιστική, δεν συνεργάζονταν ίσως τόσο, ήταν πιο μυστικοπαθείς. Στη δική μας περίπτωση το σινεμά είναι πιο συλλογική διαδικασία. Υπάρχει, επίσης, μια ανεξαρτητοποίηση του σινεμά με την παραγωγή. Γυρίζονται πιο γρήγορα και ευέλικτα ταινίες.
Σ. Τζ: Επίσης είναι μια συνεργασία διευρυμένη, δεν περιορίζεται στον χώρο του κινηματογράφου, ο οποίος, ούτως η άλλως, περιλαμβάνει όλες τις τέχνες. Εγώ, για παράδειγμα, συνεργάζομαι με τους Blitz που είναι μια θεατρική ομάδα ή με την Collectiva Drog-A-Tek που κάνουν μουσική. Αντίστοιχα με εμάς προσπαθούν και εκείνοι να δώσουν μέσα από την τέχνη τους το στίγμα τους. Υπάρχει ανταλλαγή. Δεν είμαστε απομονωμένοι μικρόκοσμοι. Προσπαθούμε οι τέχνες να επικοινωνούν περισσότερο.
  • Εργα και ημέρες
Η Αθηνά Τσαγγάρη έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Ν. Υόρκης (1993) και του Τέχας στο Οστιν (1998). Με την πρώτη μικρού μήκους ταινία της FIT, προτάθηκε για Οσκαρ σπουδαστικής ταινίας. Η μεγάλου μήκους «Η διαρκής αναγνώριση της Πέτρα Γκόινγκ» έχει διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ και ψηφίστηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 2001 από την «Village Voice». Συμμετείχε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ως σκηνοθέτις των βίντεο προβολών και υπέγραψε τις animation προβολές στα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης. Εχει ασχοληθεί με την παραγωγή ταινιών (όπως η «Κινέττα» του Γιώργου Λάνθιμου). Το «Attenberg» γυρισμένο σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη εστιάζει στις σχέσεις μιας κοπέλας με τον αρχιτέκτοντα πατέρα της. Πρωταγωνιστούν: Αριάν Λαμπέντ, Βαγγ. Μουρίκης, Ευαγγελία Ράντου και Γ. Λάνθιμος.
Ο Σύλλας Τζουμέρκας σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου, θεάτου και υποκριτική στην Αθήνα, την Ουτρέχτη και τη Ν. Υόρκη. Σκηνοθέτησε τις βραβευμένες μικρού μήκους «Τα μάτια που τρώνε» (Φεστιβάλ Καννών, 2001) και «Βροχή» (2002). Η «Χώρα προέλευσης», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, είναι «η ιστορία μιας χώρας και μιας οικογένειας σε ελεύθερη πτώση». Τρεις γενιές (του '50, της μεταπολίτευσης και νεότερη), οδηγούνται σε σύγκρουση εξ αιτίας μιας υιοθεσίας. Πρωταγωνιστούν: Αμαλία Μουτούση, Θ. Σαμαράς, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Ερρ. Λίτσης, Γιούλα Μπούνταλη, Ιερ. Καλετσάνος κ. ά. Και στις δύο ταινίες συμπαραγωγός είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Στην 67η Μπιενάλε θα προβληθούν επίσης η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλ. Τσίτου και η μικρού μήκους «Casus belli» του Γ. Ζώη.
  • Η οικογένεια στην Ελλάδα είναι αναπόφευκτος γλυκόπικρος πυρήνας
- Αυτή η, κατά κάποιο τρόπο, «νέα συλλογικότητα» που διαμορφώνεται στη γενιά σας οφείλεται και στο γεγονός ότι η πλειονότητα των σκηνοθετών έχει σπουδάσει και ζήσει, σε μεγάλο βαθμό, εκτός Ελλάδας;
Αθ. Τσ.: Ο μύθος του «εξωτερικού» πιστεύω ότι είναι ένας ακόμη δεινόσαυρος. Πριν από δέκα χρόνια είχε σημασία κανείς να ταξιδέψει. Τώρα, ακριβώς επειδή τα σύνορα της εικόνας, των μίντια, της συνολικής συνείδησης του κόσμου είναι πολύ πορώδη, μπορείς να ζεις μέσα στο δωμάτιό σου και να ξέρεις τα πάντα. Να είσαι απόλυτα ενημερωμένος. Να μη χρειάζεται να διασχίσεις τα σύνορα.
Σ. Τζ.: Υπάρχει και ένας επαρχιωτισμός σε όλο αυτό. Να λέμε ότι σπουδάσαμε ή ζήσαμε έξω… Μιλάμε για μια νέα εποχή με καινούργιους όρους που ανακαλύπτουμε κι εμείς σιγά σιγά.
- Ως προς την «ελληνικότητα» των ταινιών;
Αθ. Τσ.: Είναι ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα. Τώρα, αν αυτό τις κάνει ελληνικές…
Σ. Τζ.: Εγώ, το καταλαβαίνω σε επίπεδο θερμοκρασίας. Στη χώρα που γυρίζεται η ταινία και στη γλώσσα υπάρχει μια ειδική θερμοκρασία. Αποτυπώνεται με συγκεκριμένο τρόπο. Περισσότερο από ταυτότητα θα έλεγα θερμοκρασία.
Αθ. Τσ.: Δεν μπορώ να σκεφτώ μια περίτεχνη λέξη όπως αυτήν του Σύλλα! Ομολογώ όμως ότι δεν πιστεύω καθόλου σε αυτό που λέμε «εθνικό σινεμά» ή «εθνικότητα» στο σινεμά. Είμαι πολέμιος αυτής της λογικής…
Σ. Τζ.: Κι εγώ.
Αθ. Τσ.: Οταν σκέφτομαι σκηνοθέτες όπως ο Κιούμπρικ, ο Χέρτζογκ, ο Σκολιμόφσκι, ο Κισλόφσκι, τι σινεμά έκαναν… Ενδιαφέρει κανέναν αν ο ένας ήταν Πολωνός ή Γερμανός; Οταν αποφασίσεις να κάνεις σινεμά είσαι νομάς. Είτε στη χώρα σου είτε παντού. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ούτε το στίγμα της γλώσσας, ούτε της εθνικότητας, ούτε της ταυτότητας. Οπως η ρετσινιά του εμπορικού ή του καλλιτεχνικού σινεμά που σε κάνει να απολογείσαι. Ανήκουν στις ερωτήσεις που δεν έχουν ικανοποιητική απάντηση, η οποία να δίνει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία.
Σ. Τζ.: Το σημαντικό είναι ότι κάναμε την ταινία που θέλαμε και όχι την ταινία που υπαγορεύτηκε από κάποια εξωγενή ανάγκη. Το «πρέπει» -αυτός ο «ψυχαναγκαστικός διδακτισμός» παρεμβαίνει και συμπληρώνει η Αθηνά- φαίνεται. Αν αυτό που κάνουμε δεν είναι έργο ελευθερίας, δεν έχει νόημα.
- Η οικογένεια είναι ο πυρήνας και των δύο ταινιών.
Σ. Τζ.: Στη δική μου ταινία είναι μια οικογένεια μικροαστών που την παρακολουθούμε την τελευταία 20ετία. Ζουν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Επανομή. Η μισή ταινία είναι μέσα σε μια τροχοβίλα στην Επανομή. Ξέρετε, ένα τριάρι που δεν είναι αυτοκίνητο. Ερχεται με φορτηγό και απιθώνεται σε ένα μέρος. Αν βαρεθείς, έρχεται η εταιρεία και σε μετακομίζει αλλού! Γλιτώνεις έτσι την οικοδομική άδεια.
- Γιατί επιλέξατε μια ιστορία υιοθεσίας;
Σ. Τζ.: Η υιοθεσία έδινε την ευκαιρία στους ήρωες να πάρουν μεγάλες αποφάσεις. Και να τους δούμε σε στιγμές που δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο. Αυτό για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ζωής τους. Ολες οι συνέπειες που υπάρχουν στο τώρα, οφείλονται σε αποφάσεις. Και αυτό είναι ένα σημείο που θα με ενδιέφερε να επιμείνω.
Αθ. Τσ.: Ο πρώτος πόλος της δικής μου ιστορίας ήταν η ταυτόχρονη ενηλικίωση πατέρα και κόρης. Μέσα από τις διαδικασίες του θανάτου και του σεξ.
- Χαρακτηρίζετε την ταινία σας σύγχρονο αστικό «γουέστερν».
Αθ. Τσ.: Γουέστερν στον τρόπο που το έστησα δραματουργικά. Σχεδόν μέσα σε μια άδεια πόλη. Πιστόλια είναι τα σώματα και τα λόγια των πρωταγωνιστών. Η ταινία έχει αρκετά στοιχεία γουέστερν και επιστημονικής φαντασίας.

Le réalisateur Alain Corneau est mort

LeMonde.fr, avec AFP | 30.08.10 | 14h55  •  Mis à jour le 30.08.10 | 16h35

Le réalisateur Alain Corneau, en 2006.
AFP/OLIVIER LABAN-MATTEI
Le réalisateur Alain Corneau, en 2006.
Le réalisateur Alain Corneau est mort à l'âge de 67 ans des suites d'un cancer, a indiqué son agent, confirmant une information de RTL. Cinéaste touche-à-tout et respecté dans la profession, il avait consacré son dernier film, Crime d'amour – sorti à la mi-août, avec Kristin Scott Thomas et Ludivigne Sagnier –, au thème du harcèlement au travail.

DE MULTIPLES REGISTRES
Né le 7 août 1943, musicien de formation, Alain Corneau devient stagiaire sur des films puis assistant de Constantin Costa-Gavras en 1970 sur L'Aveu. Il y rencontre Yves Montand, qu'il dirigera en 1976 dans Police Python 357, inspiré du film américain Dirty Harry et témoin des débuts du réalisateur dans la veine du film policier. Sa carrière décolle véritablement grâce au remarqué Série noire, sorti en 1979, aux dialogues écrits par l'écrivain Georges Perec, et dont Marie Trintignant et Patrick Dewaere tiennent les rôles principaux.
Alain Corneau s'essaye ensuite à des films plus ambitieux dans les années 1980, dirigeant notamment Philippe Noiret, Gérard Depardieu, Catherine Deneuve dans Fort Saganne en 1984, à l'époque le film le plus cher de l'Hexagone. Compagnon de Nadine Trintignant et collaborant avec de nombreux acteurs, il devient une des figures du cinéma français et l'un de ses fins connaisseurs, comme en témoigne son interview lors de la mort de Patrick Dewaere, en 1982 (voir la vidéo).
Poursuivant son œuvre dans des directions parfois inattendues (Nocturne indien, en 1989, se concentre sur la société indienne), la consécration de son œuvre arrive grâce à Tous les matins du monde, en 1992. L'histoire d'un violiste au XVIIe siècle, avec Gérard et Guillaume Depardieu, connaît un grand succès populaire et reçoit le César du meilleur film (voir la bande-annonce ci-dessous).


"UN HOMME DE GRAND TALENT"
Après des comédies et d'autres films à gros budgets  dans les années 1990 qui ne connurent pas forcément le succès escompté (Le Prince du pacifique, sorti en 2000, avec Patrick Timsit et Thierry Lhermitte), Alain Corneau se recentre ensuite sur des réalisations plus personnelles. Il continue à puiser dans la littérature et dans les nouvelles générations d'acteurs français, s'attachant plus particulièrement à Sylvie Testud, qu'il fait jouer en 2003 dans Stupeur et Tremblements (adaptation d'un roman d'Amélie Nothomb) et dans Les Mots bleus, en 2005.
Après avoir été distingué en 2004 par le prix René-Clair pour toute sa carrière, il donne vie en 2007 à un projet de plus de trente ans, son ultime polar : Le Deuxième Souffle, avec Daniel Auteuil, Monica Bellucci, Jacques Dutronc et Michel Blanc. En 2010, le prix Henri-Laglois a encore récompensé l'ensemble de son travail en tant que réalisateur, producteur, scénariste et occasionellement acteur. Interrogés sur la radio RTL, Gérard Depardieu s'est dit très peiné par la mort de l'artiste tout en évoquant ses "souffrances de plusieurs semaines" dues à sa maladie, tandis que le réalisateur Claude Chabrol a salué "un homme de grand talent qui aimait le cinéma".

Έφυγε από τη ζωή ο Γάλλος κινηματογραφιστής Αλέν Κορνό

  • Ο Κορνό, ο οποίος ήταν παθιασμένος με τον αμερικανικό κινηματογράφο, ήταν επίσης παραγωγός και σεναριογράφος.

Έφυγε από τη ζωή στη διάρκεια της νύχτας της Κυριακής προς Δευτέρα ο διάσημος Γάλλος κινηματογραφιστής Αλέν Κορνό σε ηλικία 67 ετών, σύμφωνα με το καλλιτεχνικό του γραφείο Artmedia. Ο δημιουργός ταινιών όπως «Όλα τα πρωινά του κόσμου», «Ο σκληρός νόμος του επιθεωρητή Φερό», «Φορτ Σαγκάν» και «Νυχτερινός Ινδός», άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Παρισιού, προσέθεσε η ίδια πηγή. Το 2004 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του στη Γαλλία. Το 1992 με την ταινία του «Όλα τα πρωινά του κόσμου» γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τιμήθηκε με το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ταινίας. Ο Κορνό ήταν σύντροφος της επίσης σκηνοθέτριας του κινηματογράφου και συγγραφέως Ναντίν Τρεντινιάν.
1974 : France société anonyme
1976 : Police Python 357
1977 : La Menace
1979 : Série noire
1981 : Le Choix des armes
1984 : Fort Saganne
1986 : Le Môme
1987 : Médecins des hommes: Afghanistan pays interdit
1989 : Nocturne indien
1991 : Tous les matins du monde
1995 : Le Nouveau Monde
1997 : Le Cousin
2000 : Le Prince du Pacifique
2002 : Stupeur et Tremblements
2005 : Les Mots bleus
2007 : Le Deuxième Souffle
2010 : Crime d'amour