Μαρία Κατσουνάκη, Η Καθημερινή, 11/06/2008
Καταγράφηκε στη φιλμογραφία του ως η τρίτη κατά σειρά ταινία, αμέσως μετά το «Δράκο» και πριν από «Το ποτάμι», μόνο που ελάχιστοι πρόλαβαν να τη δουν να προβάλλεται. «Ενα επεισόδιο παρμένο από τα ψιλά των εφημερίδων εκείνης της εποχής, πρόσβαλε τη Βασιλική Χωροφυλακή και το ασικλίκι της εξουσίας» και «Οι Παράνομοι», γυρισμένοι το 1958, απαγορεύτηκαν και χάθηκαν από τις αίθουσες για 50 χρόνια. Αύριο το λησμονημένο δημιούργημα του Νίκου Κούνδουρου θα δώσει την πρεμιέρα του στον «Ζέφυρο». Οι ήρωες της ταινίας, εξεγερμένοι Ελληνες, υπολείμματα των παλιών ληστοφυγόδικων και των ανταρτών του εμφυλίου, παγιδευμένοι στους βράχους των θεσσαλικών μετεώρων, παλεύουν να ξεφύγουν από την παγίδα της προσωπικής ζωής τους, αλλά και των χωροφυλάκων που τους έχουν περικυκλώσει.
Τι προκάλεσε την επέμβαση της λογοκρισίας της εποχής; Η σκηνή όπου οι χωροφύλακες εξοντώνουν έναν φυγόδικο την ώρα της παράδοσης. Ζήτησαν από τον Κούνδουρο να την αφαιρέσει. Ο σκηνοθέτης αρνήθηκε και η ταινία πρόλαβε να ζήσει μία μόνο εβδομάδα... Συμμετείχε όμως στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου, αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές: «Ο σκηνοθέτης προβάλλει, θαρραλέα και χωρίς έλεος, την ερημιά και την εγκατάλειψη των ανθρώπων του μέσα σ’ ένα σκληρό κόσμο, που στο κάτω κάτω είναι και δικός μας κόσμος» (Die Zeit, Αμβούργο). Ολα τα αποσπάσματα -και είναι πολλά- που αλιεύσαμε από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Οδύσσειες σωμάτων», μια εμπεριστατωμένη μονογραφία του Ν. Κούνδουρου, εστιάζουν στην «άγρια ομορφιά του απειθάρχητου τοπίου», «στην πλαστικότητα και υπέροχη φωτογραφία του φυσικού ντεκόρ», αντιπαραβάλλοντας τον πρωτογονισμό της εικόνας στο «εντελώς σύγχρονο κινηματογραφικό ύφος».
Η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, της δεκαετίας του ’50, ήταν γεμάτη ανοιχτές πληγές και πυκνά σκοτάδια. «Από πείσμα και από αφέλεια προσπάθησα να αγγίξω τις ανοιχτές πληγές, χωρίς να έχω καταλάβει πως ο πιο γρήγορος δρόμος για να βγούμε από την καταχνιά ήταν η λήθη, για νικητές και για νικημένους», λέει ο Ν. Κούνδουρος. Γύρισε τους «Παράνομους» στα έρημα τότε Μετέωρα, αρχίζοντας τον Αύγουστο με 42 βαθμούς και ολοκληρώνοντας τον Δεκέμβριο «με ένα δαιμονισμένο κρύο και βροχές». «Αναζητούσα στις σιωπές να πάρουν τη θέση των λόγων που δεν μπορούσαν να ειπωθούν». Πενήντα χρόνια αργότερα οι αναμνήσεις στοιχειώνουν ακόμη τον σκηνοθέτη:
«Η ολοκληρωτική κατάρρευση του αγώνα, δηλαδή του ονείρου που έθρεψε ένα λαό ταπεινωμένο από τις συνεχείς ήττες. Η ήττα υπήρξε οριστική και ανελέητη. “Οι Παράνομοι” είναι μια μικρή ελάχιστη ίσως φωνή για να εμποδίσει τη λησμονιά να ακυρώσει τους ήρωες τόσων και τόσων αγώνων», σχολιάζει στην «Καθημερινή».
Γιατί αποφάσισε να συναινέσει στην επαναπροβολή της ταινίας; «Αναθάρρησα με την απρόσμενη επιτυχία που είχε η επανέκδοση του “Δράκου” και έτσι λευτέρωσα τους “Παράνομους” και τους παρέδωσα στα χέρια της “New Star” και του Βελισσάριου Κοσσυβάκη, ο οποίος έχει το σύνολο του έργου μου. Εμπιστεύομαι την κρίση του και την άποψή του ότι ο κινηματογράφος δεν έχει προκαλέσει ακόμα κορεσμό στο μεγάλο κοινό και έχει πάντοτε τις δυνατότητες να επανέρχεται αναζητώντας αφενός ένα καινούργιο κοινό και αφετέρου να προσφέρει στους θεατές που είναι συνομήλικοι του “Δράκου” αισθήσεις άλλων εποχών».
Info: Η μουσική της ταινίας είναι του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Νίκος Κούνδουρος εκτός από τη σκηνοθεσία και το σενάριο έχει επιμεληθεί και τα σκηνικά - κοστούμια. Πρωταγωνιστούν: Τίτος Βανδής, Πέτρος Φυσσούν, Νέλλη Αγγελίδου, Ανέστης Βλάχος. Η παραγωγή είναι της Φίνος Φιλμ.